Κυριακή 29 Μάρτη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Συζητήσεις και διαπραγματεύσεις για λογαριασμό του κεφαλαίου

Eurokinissi

Απολύτως αιτιολογημένα τα εγκώμια που έπλεξαν στην κυβέρνηση εγχώρια αστικά επιτελεία, αποτιμώντας την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο την περασμένη Δευτέρα, όπου συναντήθηκε με την καγκελάριο της Γερμανίας Αγκελα Μέρκελ. Τα όσα δήλωσε ο Αλ. Τσίπρας μπροστά στις κάμερες είναι αρκετά για να προϊδεάσουν για το περιεχόμενο όσων συνομολογήθηκαν πίσω από κλειστές πόρτες και επιβεβαιώνουν στο ακέραιο την εκτίμηση του ΚΚΕ ότι κάθε συμβιβασμός στα κέντρα της ΕΕ, ανάμεσα στους «εταίρους», προκαλεί «χαμόγελα ικανοποίησης» στο κεφάλαιο. Γύρω από αυτή τη συνάντηση τα προπαγανδιστικά επιτελεία της συγκυβέρνησης επιδίωξαν να ανακαλύψουν κρυφούς συμβολισμούς, υπονοούμενα για να τεκμηριώσουν ότι ο Αλ. Τσίπρας διαπραγματεύτηκε «υπερήφανα» και «σκληρά» για το «καλό του λαού».

Απάτη η «ισοτιμία»

Ούτε βεβαίως ήταν ούτε μπορούσε να είναι συζήτηση μεταξύ «ισότιμων εταίρων». Και οι δύο προσήλθαν στο τραπέζι των συζητήσεων με βάση την οικονομική και την πολιτική τους δύναμη, όπως συμβαίνει με τις συζητήσεις μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη. Αλλωστε ακόμα και το γεγονός ότι συζήτησαν απ' ό,τι φαίνεται αναλυτικά τα σχέδια αναδιαρθρώσεων της ελληνικής κυβέρνησης αποτέλεσε έμμεση «αναγνώριση» εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης του ηγετικού ρόλου της Γερμανίας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη (π.χ. γιατί άραγε δεν συζήτησε τα ίδια με τον πρωθυπουργό της Σλοβακίας ο Αλ. Τσίπρας, αν όλα τα κράτη έχουν το ίδιο βάρος στην ΕΕ;). Αυτό φάνηκε επίσης και από ορισμένους «συμβολισμούς» της ομιλίας του. Π.χ. το πώς έθεσε το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων ως πρωτίστως ηθικό ζήτημα και όχι υλικό, τις διαψεύσεις ότι υπάρχει πρόθεση να κατασχεθούν γερμανικά κτίρια στην Ελλάδα, την αποκήρυξη του «αντιγερμανισμού» κ.ά. Παρόλο που προσήλθε στη συζήτηση, αξιοποιώντας τις πλάτες των ΗΠΑ, προσπαθώντας να παίξει στις αντιθέσεις ΗΠΑ - Γερμανίας για την πρωτοκαθεδρία στην ΕΕ, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις συστάσεις των Αμερικανών παραγόντων, όπως του εκπροσώπου Τύπου του Λευκού Οίκου, Τζος Ερνεστ, ότι δεν πρέπει να υπάρξει ρήξη στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, «γιατί αυτό δεν συμφέρει τα οικονομικά σχέδια των ΗΠΑ». Ολα αυτά αποδεικνύουν περίτρανα πως ισοτιμία δεν μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο της ΕΕ, του ιμπεριαλιστικού συστήματος και των σχέσεων ανάμεσα σε άνισα οικονομικά και πολιτικά καπιταλιστικά κράτη. Οι σχέσεις ανισοτιμίας είναι αυτές που κυριαρχούν στις διεθνείς σχέσεις στον καπιταλισμό.

Οι «παραδοχές» του Αλ. Τσίπρα

Ο Αλ. Τσίπρας προχώρησε αυτοβούλως και αβίαστα στην ομιλία του σε ορισμένες βασικές παραδοχές, που αποδεικνύουν το αντιλαϊκό περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης που εξελίσσεται για λογαριασμό του ελληνικού κεφαλαίου. Ποιες ήταν οι βασικές «παραδοχές» του Αλ. Τσίπρα;

-- Πρώτον, η αποδοχή της «πρωτοφανούς δημοσιονομικής προσαρμογής» που πραγματοποιήθηκε μέσω του «προγράμματος διάσωσης» των προηγούμενων χρόνων, με την πρόσθετη δέσμευση μάλιστα ότι αυτή τη διαδικασία «μπορούμε να την προχωρήσουμε και να την ολοκληρώσουμε». Για ευνόητους λόγους δεν θα μπορούσε να παραλείψει την αναφορά σε ορισμένες από τις συνέπειες που αυτή η προσαρμογή είχε για το λαό. Οι περιγραφές όμως για τις «τρομακτικές επιπτώσεις» της, π.χ. στη μείωση του ΑΕΠ κατά 25% ή στο ποσοστό ανεργίας των νέων, όσο γλαφυρές και να 'ναι, δεν συνιστούν παρά δημοκοπικά τεχνάσματα, ανώφελα για το λαό, αν όχι προκλητικά, όταν συνοδεύονται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από δεσμεύσεις που εγγυώνται τη συνέχιση του «λιτού βίου» σε συνθήκες αιματηρής «δημοσιονομικής προσαρμογής».

-- Δεύτερον, η «παραδοχή» του Αλ. Τσίπρα ότι «τούτη την ώρα, πρέπει όχι να γκρεμίσουμε ό,τι θετικό έγινε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά να αλλάξουμε το μείγμα της πολιτικής» συμπυκνώνει σε μια φράση τις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης στα παζάρια που διεξάγονται στις διακρατικές λυκοσυμμαχίες του κεφαλαίου. Ηταν άλλωστε ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης που είχε προσδιορίσει σαν «θετικό» το 70% του μνημονίου, εκείνα τα μέτρα δηλαδή που ήρθαν να δώσουν απάντηση σε ανάγκες του κεφαλαίου, διαμορφώνοντας ένα αντεργατικό - αντιλαϊκό πλαίσιο που θα παραμείνει σε ισχύ, αφού αποτελεί προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα και για να υπάρξει ανάκαμψη των κερδών του κεφαλαίου.

Πάνω σ' αυτό το έδαφος που καλλιέργησαν τα «μνημόνια», σήμερα το κεφάλαιο διεκδικεί, μέσω της κυβέρνησης, «λίπασμα» για να καρπίσει η σπορά. «Αλλαγές στο μείγμα», μια ορισμένη «χαλάρωση» στη δημοσιονομική πολιτική και μια κάποια διευθέτηση στην αποπληρωμή του κρατικού χρέους, η οποία να επιτρέπει μεγαλύτερη κρατική στήριξη στις επενδύσεις του. Γι' αυτό είναι καθαρό ότι σε αυτό το πλαίσιο δεν χωράνε οι εργατικές - λαϊκές ανάγκες.

Ο Αλ. Τσίπρας ήταν αποκαλυπτικός όταν απαντώντας σε ερώτηση για τα προβλήματα ρευστότητας στην Ελλάδα, ουσιαστικά άσκησε κριτική στους προκατόχους για τα χρηματοδοτικά προβλήματα που η κυβέρνησή του κληρονόμησε, καθώς «προηγούμενες κυβερνήσεις δεν ολοκλήρωσαν αξιολογήσεις σε προγράμματα στα οποία είχαν δεσμευτεί». Εγκάλεσε, δηλαδή, την προηγούμενη κυβέρνηση γιατί απέτυχε να υλοποιήσει όλα τα προαπαιτούμενα των μνημονίων, γιατί δεν προχώρησε με μέτρα που περιλαμβάνονταν στο περιβόητο e-mail Χαρδούβελη, που ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε αιχμή της κάλπικης για το λαό αντιπαράθεσής του με τον άλλο πόλο του αστικού πολιτικού συστήματος.

-- Τρίτον, ο Αλ. Τσίπρας προσδιόρισε ως «κοινό στόχο» με την Α. Μέρκελ την «υλοποίηση μεγάλων και αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»... Είναι οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για να βρει διέξοδο σε νέα πεδία κερδοφορίας και να διευρύνει τα περιθώριά της: Ιδιωτικοποιήσεις κάθε μορφής (πλήρης πώληση, παραχώρηση χρήσης, συμπράξεις κράτους - ιδιωτών κ.ο.κ.), περαιτέρω μειώσεις στις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, με προοπτική την πλήρη κατάργησή τους, μείωση του «ενεργειακού κόστους» των βιομηχάνων κ.ο.κ. Ενα προς ένα, δηλαδή, μέτρα για τα οποία η «λυπητερή» θα καταλήξει και πάλι στο λαό.

-- Τέταρτον, ο Αλ. Τσίπρας προσδιόρισε ως στόχο την προώθηση αυτών των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εξασφαλίζοντας την κοινωνική συναίνεση που δεν είχαν πετύχει να εξασφαλίσουν οι προηγούμενοι κυβερνώντες. Αξιοποιώντας αυτό το στοιχείο ως βασικό ατού της διακυβέρνησής του.

Οι επισημάνσεις της Μέρκελ και το μεγάλο ερώτημα

Από την πλευρά της η Α. Μέρκελ έκανε ορισμένες βασικές επισημάνσεις.

Με δεδομένη τη συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης στην επέκταση του μνημονίου, δήλωσε: «Προϋπόθεση για παραπέρα βήματα είναι η συμφωνία που κάναμε στις 20 Φλεβάρη. Θα ήθελα η Ελλάδα από οικονομικής πλευράς να βγει απ' το τέλμα (...) αυτό σημαίνει μεταρρυθμίσεις, ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς...».

Η καγκελάριος κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να αποτιμήσει δράσεις όπως της «Τask Force» και να αποφασίσει αν θα συνεχιστούν, ενώ υπέδειξε την έρευνα και την τεχνολογία σαν πεδία «συνεργασίας» στο μέλλον, πεδία δηλαδή που ιεραρχούν επιχειρηματικοί όμιλοι της Γερμανίας. Αλλωστε, και ο Αλ. Τσίπρας ζήτησε τη «συνέργεια της Γερμανίας» σε μια σειρά από ζητήματα.

Να θυμίσουμε εδώ ότι η «Task Force» δραστηριοποιείται στην Ελλάδα σε διάφορους τομείς, ανάμεσά τους και στην Τοπική Διοίκηση, στο πλαίσιο της Ελληνογερμανικής Συμμαχίας που εγκαινιάστηκε στον τομέα της Τοπικής Διοίκησης το Σεπτέμβρη του 2012, με στόχο «τον εξορθολογισμό των δαπανών της Τοπικής Διοίκησης, την αξιοποίηση ευρηματικών χρηματοδοτικών εργαλείων της δράσης των ΟΤΑ, ώστε να μειώνεται το βάρος της κρατικής δαπάνης γι' αυτούς και τη μεταρρύθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων».

Η Α. Μέρκελ επισήμανε ακόμα πως «υπάρχει διάθεση καλής συνεργασίας και τα δύο κράτη θέλουν να ανήκουν στην ΕΕ, ανήκουν στο ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, πρέπει να αντιμετωπίσουμε γεωπολιτικές προκλήσεις (...) θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε». Και ο Αλ. Τσίπρας δεν έχασε την ευκαιρία να επαναλάβει το σεβασμό της κυβέρνησής του «στους κανόνες της ΕΕ» και να ανασύρει εκ νέου το «χαρτί» της γεωστρατηγικής σημασίας της χώρας, λέγοντας πως «η Ελλάδα παραμένει έδαφος σταθερότητας σε μια περιοχή γενικευμένης γεωπολιτικής αστάθειας, το να ξεπεράσουμε τα προβλήματά μας συμβάλλει στο να προχωρήσουμε μπροστά».

Το μεγάλο ερώτημα της συνάντησης αφορά τα γεωπολιτικά ζητήματα, που σύμφωνα με πληροφορίες φαίνεται να συζητήθηκαν και αφορούν τις σχέσεις ΕΕ - ΝΑΤΟ - Ρωσίας και τη θέση της Ελλάδας σε αυτές τις σχέσεις. Βεβαίως, καμιά «πληροφορία» δεν διέρρευσε γι' αυτά τα ζητήματα, όπως άλλωστε συνέβη και με την επίσκεψη Νούλαντ στην Αθήνα πριν από μερικές μέρες.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ