Associated Press |
Η ρωσική οικονομία σταμάτησε την «κούρσα» της ανόδου, που χαρακτήριζε το προηγούμενο διάστημα όλες τις «δυναμικά αναπτυσσόμενες χώρες» των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), και εμφανίζεται πλέον αρκετά «στριμωγμένη» όχι μόνο από τις δυτικές κυρώσεις (ΗΠΑ, ΕΕ, Καναδά, Αυστραλίας κ.ά.) αλλά και εξαιτίας της σημαντικής πτώσης των τιμών στο πετρέλαιο. Δεν είναι μυστικό πως μεγάλο κομμάτι των εσόδων του ρωσικού κράτους προέρχεται από την εξαγωγή των ενεργειακών πηγών του.
Το Γενάρη του 2015, το ΑΕΠ της Ρωσίας μειώθηκε κατά 1,5%, σε σχέση με τον ίδιο μήνα της περασμένης χρονιάς. Για 7η συνεχή βδομάδα παρατηρείται μείωση των διεθνών αποθεμάτων της χώρας, που συρρικνώθηκαν στα 364,6 δισεκατομμύρια δολάρια, χάνοντας μέσα σε μια βδομάδα 3,7 δισεκατομμύρια δολάρια και πέφτοντας στα επίπεδα του 2007. Οι τιμές στα βιομηχανικά και άλλα προϊόντα σημείωσαν αύξηση 1,5% τον ίδιο μήνα. Ο πληθωρισμός υπολογίζεται πως «τρέχει» με ταχύτητα 16%, που σημαίνει πως από τις αρχές του 2015 έχει αυξηθεί κατά 5,2%. Το υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης της Ρωσίας υπολογίζει πως φέτος το ΑΕΠ της χώρας μπορεί να συρρικνωθεί έως και -3%, ενώ οι μειώσεις μισθών των εργαζομένων θα φτάσουν το -9,6%, ενώ ο πληθωρισμός μπορεί να ξεπεράσει το 20%. Η νέα αυτή καπιταλιστική κρίση συγκρίνεται πλέον με την κρίση του 2009, όταν το ΑΕΠ της χώρας είχε πέσει κατά - 8% και οι μισθοί κατά -10%.
Φαίνεται από τα παραπάνω πως και για τη Ρωσία ισχύει η «κλασική συνταγή» διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, με τη μεταφορά των βαρών στις πλάτες των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Οχι τυχαία επανήλθαν στους κυβερνητικούς κόλπους της Ρωσίας τα σχέδια σταδιακής αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης στα 63 χρόνια (από τα 60 στους άντρες και στα 55 στις γυναίκες).
Τα οικονομικά στελέχη της κυβέρνησης διαβεβαιώνουν, ωστόσο, πως μέσα σ' αυτήν τη χρονιά η ρωσική οικονομία θα μπορεί να «αναπροσαρμοστεί στις νέες προκλήσεις». Οπως υποστηρίζουν, η σημαντική υποτίμηση του ρωσικού νομίσματος (που έχασε το 30% της ισχύος του) και που συνοδεύτηκε από την αύξηση του πληθωρισμού και βέβαια από τη σημαντική μείωση της αγοραστικής ικανότητας, του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων και συνταξιούχων της χώρας, θα οδηγήσει στην «ανάκαμψη» της ρωσικής οικονομίας.
Η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τους εργαζόμενους, που βλέπουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται, ανακοίνωσε στις 4 Μάρτη δίμηνο μορατόριουμ στις αυξήσεις σε 20 βασικά καταναλωτικά αγαθά, όπως το ψωμί, τα αυγά, το λάδι κ.ά.
Βεβαίως, η κρίση, όπως παντού συμβαίνει, ενώ μπορεί να καταστρέψει και να συρρικνώσει ολόκληρους κλάδους της οικονομίας, δίνει ευκαιρίες σε άλλους καπιταλιστές να διαπρέψουν και να αποκτήσουν νέες πηγές κερδοφορίας. Αν ,για παράδειγμα, φέτος, εξαιτίας της υποτίμησης του ρουβλιού όλο και λιγότεροι Ρώσοι θα κάνουν διακοπές στο εξωτερικό, την ίδια ώρα υπολογίζεται πως θα υπάρξει αύξηση της ζήτησης και της κερδοφορίας για τους επιχειρηματίες που ασχολούνται με τον εσωτερικό τουρισμό.
Επιπλέον, η ρωσική κυβέρνηση προσπαθεί, από τη μια, να επιταχύνει τις διαδικασίες από την καπιταλιστική ενοποίηση με χώρες της Ευρασίας (Λευκορωσία, Καζαχστάν, Αρμενία, Κιργισία κ.ά.) και, από την άλλη, να «οικοδομήσει» παραπέρα τις οικονομικές σχέσεις της με τις χώρες των BRICS αλλά και άλλες χώρες, όπως η Τουρκία, που δεν παρασύρθηκαν στο «ρεύμα» των αντιρωσικών κυρώσεων της Δύσης.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σίγουρο πως η ανάπτυξη αυτών των σχέσεων θα μπορέσει να «ισοφαρίσει» τις απώλειες που έχουν τα ρωσικά μονοπώλια από τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τη Δύση και τη ραγδαία πτώση των τιμών στα βασικά εξαγωγικά αγαθά της Ρωσίας, τα καύσιμα. Πολύ περισσότερο, σε περίπτωση παραπέρα έντασης και όξυνσης των σχέσεων της Ρωσίας με τις ΗΠΑ, τόσο στο ουκρανικό ζήτημα, που δε φαίνεται να έχει κοπάσει και επικρατεί μια κατάσταση «ούτε ειρήνη, ούτε πόλεμος», όπως και σ' άλλα «ανοιχτά ζητήματα». Τέτοιο, π.χ., είναι το ζήτημα των διαφορετικών σχεδίων αγωγών από την Κασπία και την Κεντρική Ασία προς την Ευρώπη αλλά και η κατάσταση στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, η όξυνση και αντιπαράθεση για την Αρκτική, τα ζητήματα πυρηνικής ασφάλειας, που συνδέονται με τις συμφωνίες αφοπλισμού και τη λεγόμενη αντιπυραυλική «ασπίδα» των ΗΠΑ στην Ευρώπη, και ένα σωρό άλλα ζητήματα. Επιπλέον, όλο και συχνότερα τα ρωσικά ΜΜΕ και αναλυτές συνδέουν τις ρωσικές οικονομικές δυσκολίες με αυτές που μπορούν να υπάρξουν στην οικονομία της ΕΕ και στην πορεία και με ανάλογες συνέπειες, που μπορούν να πλήξουν και τη βορειοαμερικανική οικονομία, σ' ένα φαινόμενο «μπούμερανγκ», όπως γράφουν.
Σ' αυτό το «τοπίο» της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, της καπιταλιστικής κρίσης, που χτυπά τη μία καπιταλιστική οικονομία μετά την άλλη, η ρωσική οικονομία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Μια εξέλιξη που, όπως φαίνεται, επιταχύνθηκε από τις αντιρωσικές κυρώσεις της Δύσης και την πτώση των τιμών στο πετρέλαιο. Οι εργαζόμενοι της Ρωσίας ετοιμάζονται, για 2η φορά μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού, να γευτούν τα «δώρα» του καπιταλισμού, που πολλαπλασιάζονται στις συνθήκες της κρίσης του: Φτώχεια, εξαθλίωση, ανεργία, νέα αντεργατικά μέτρα, κίνδυνος εμπλοκής σε νέους τοπικούς και πιο γενικευμένους πολέμους.