Είτε έχοντάς το καταληγμένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα, αλλά δεν πιάνει αυτοδυναμία, είτε αναπαράγοντας αυτήν την εκτίμηση γιατί έτσι τους συμφέρει προεκλογικά, Ευ. Βενιζέλος και Γ. Παπανδρέου διακηρύσσουν ανοιχτά τη διαθεσιμότητά τους να στηρίξουν μια κυβέρνηση Αλ. Τσίπρα, προκειμένου να συνεχιστεί η πολιτική του μεγάλου κεφαλαίου, ζήτημα όπου συγκλίνουν στρατηγικά όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Ο Ευ. Βενιζέλος, μιλώντας προχτές βράδυ στο «Mega», τόνισε ότι «Πρέπει να συνεργαστούν και πάλι όλες οι δυνάμεις που δηλώνουν ότι πιστεύουν στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό». Σημείωσε ότι εκ των πραγμάτων όποιος είναι πρώτος πρέπει να μετέχει στην επόμενη συγκυβέρνηση λόγω του μπόνους των 50 εδρών. Σε αυτό το πλαίσιο, και παρουσιάζοντας τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης ως «εθνικά», είπε ότι το ΠΑΣΟΚ είναι «υποψήφιος εθνικός εταίρος» και θέλει «να υπάρξει προγραμματική συμφωνία (...) Με όλους, όσοι πρέπει. Με όλους, όσοι μπορούν. Με όλους, όσοι θέλουν και αρκούν κοινοβουλευτικά».
Παραπέρα, υπενθυμίζοντας στα μονοπώλια και την ΕΕ ότι δεν παρεκκλίνει ούτε τρίχα από το μονόδρομο που χαράσσουν για το λαό, επέμεινε ότι «να εφαρμοστεί ένα εθνικό πρόγραμμα. Εγώ σας λέω ότι πρέπει να εφαρμοστεί ένα εθνικό πρόγραμμα. Ενα υπάρχει». Σε αυτήν τη βάση, ξεκαθάρισε πως «εάν υπάρξει περίπτωση να σχηματιστεί κυβέρνηση που αποδέχεται το πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής, κυβέρνηση που θα πει αλήθεια και θα πράξει υπεύθυνα έτσι ώστε να έχουμε αποτέλεσμα υπέρ του λαού και του τόπου, θα είμαστε κατά τον Α ή τον Β τρόπο εταίροι εθνικοί».
Διαθέσιμος και αυτός να μπει στην επόμενη συγκυβέρνηση, σηματοδοτώντας την κοινή στρατηγική γραμμή που ενώνει όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις ανεξάρτητα από επιμέρους διαφορές τους, ο αποχωρήσας από το ΠΑΣΟΚ και ιδρυτής του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών Γ. Παπανδρέου, σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα «Κοριέρε ντε λα Σέρα» με τίτλο «το άνοιγμα του Παπανδρέου προς τον Τσίπρα: ναι στον διάλογο, αλλά για τις μεταρρυθμίσεις», είπε πως «αν ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει μια θεαματική στροφή και δεχθεί να αντιμετωπίσει τα πραγματικά προβλήματα, αρχίζοντας από τη μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, μπορεί και να συζητήσει ενδεχόμενη συνεργασία».
Επιπλέον, επεσήμανε στην Κουμουνδούρου σχετικά με το πρόγραμμά της ότι «αν δεν αλλάξουν οι παραγωγικές δομές, οι επιπτώσεις του θα είναι εφήμερες», αναγνωρίζοντάς του προφανώς θετικές πτυχές.