Κυριακή 13 Μάη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
«ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ»
Εργαλείο υποταγής της εργατικής τάξης

Βασικό χαρακτηριστικό του «κοινωνικού διαλόγου» είναι το προαποφασισμένο αποτέλεσμά του και η διεξαγωγή του σε καθεστώς «εργασιακής ειρήνης»

Στις 26 Μάρτη 1997, ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης μίλησε σε μια εκδήλωση του Τομέα Συνδικαλισμού του ΠΑΣΟΚ. Μπροστά σε εκατοντάδες συνδικαλιστικά στελέχη της ΠΑΣΚΕ, έθεσε τους βασικούς άξονες της κυβερνητικής πολιτικής και χειροκροτήθηκε θερμά γι' αυτούς. Στις 10 Απρίλη του 1997, παρέθεσε τα 19 σημεία του «κοινωνικού διαλόγου», ο οποίος θα άρχιζε λίγο αργότερα, με αντικείμενο την υλοποίηση της «Λευκής Βίβλου», που έχει τίτλο το τρίπτυχο «Ανάπτυξη - Ανταγωνιστικότητα - Απασχόληση». Ενα σημείο τής τότε ομιλίας του πρωθυπουργού - εισήγαγε και τον όρο «απασχολήσιμος» - είναι αρκετά επίκαιρο σήμερα: «Ενας καλά εφοδιασμένος νέος εργαζόμενος μπορεί, από εκεί και πέρα, να αναλάβει περισσότερο ο ίδιος τις ευθύνες για την ασφάλισή του, τη στέγαση και την υγειονομική του περίθαλψη, με αντίστοιχη μείωση (όχι κατάργηση) των ευθυνών του κράτους».

Το 1997 άρχισε ο πρώτος «κοινωνικός διάλογος», ο οποίος κατέληξε σε ένα νόμο - τερατούργημα για τις εργασιακές σχέσεις, τον 2639/98 και σε ένα «Σύμφωνο Εμπιστοσύνης προς το 2000». Διαβλέποντας την απάτη, οι ταξικές δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα είχαν προτείνει αγώνα για νέες κατακτήσεις, ενώ οι παρατάξεις ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και ΑΠ στη ΓΣΕΕ και στην ΑΔΕΔΥ επέλεξαν και επέβαλαν την «εργασιακή ειρήνη» και τη συμμετοχή στον «κοινωνικό διάλογο». Μόνο προς το τέλος του διαφοροποιήθηκαν ΔΑΚΕ και ΑΠ, αρνούμενες να υπογράψουν το «Σύμφωνο». Η διαφοροποίηση αυτή δεν άλλαζε, ωστόσο, την ουσία, όλα είχαν καταληχθεί. Τελικά ο Χ. Πολυζωγόπουλος, χάνοντας μια ψήφο και από την παράταξή του, χρησιμοποίησε διάταξη του καταστατικού της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία η ψήφος του προέδρου της μετριέται διπλή, για να επικυρώσει την αντεργατική κατάληξη. Τόσο το «Σύμφωνο», όσο και ο νόμος που ακολούθησε είχαν οδυνηρές επιπτώσεις στο 8ωρο, τους μισθούς, τις εργασιακές σχέσεις γενικότερα και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, την πλήρη απασχόληση.

Λίγο πριν ολοκληρωθεί ο «διάλογος» για τις εργασιακές σχέσεις, άρχισε στη σκιά του αυτός για το λεγόμενο «μίνι» Ασφαλιστικό, που οδήγησε σε ανάλογες συνέπειες για τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων. Κάτω από το βάρος των αντιδράσεων για τη διαδικασία που ήδη είχε αρχίσει, επιλέχθηκε μια διαφορετική μορφή για το νέο «διάλογο». Αντί για συναντήσεις των αντιπροσωπειών των οργανώσεων των «κοινωνικών εταίρων» με την κυβέρνηση και ύστερα από την άρνηση μεγάλων συνταξιουχικών οργανώσεων να συμμετάσχουν, δημιουργήθηκαν «επιτροπές» τεχνοκρατών, οι οποίες μελέτησαν επιστημονικά το Ασφαλιστικό. Αποτέλεσμα ήταν ο νόμος 2676/99, που, μεταξύ άλλων, ενίσχυσε την παράδοση των αποθεματικών των Ταμείων στο χρηματιστηριακό τζόγο και χειροτέρευσε τις προϋποθέσεις χορήγησης των συντάξεων χηρείας. Η ΓΣΕΕ είχε στείλει εκπροσώπους, ο πρόεδρός της δήλωνε όμως ότι δεν υφίσταται διάλογος!

Η επόμενη φάση «κοινωνικού διαλόγου», τον Απρίλη του 1999, επιχειρήθηκε λίγο αργότερα με το φορολογικό. Ωστόσο, αυτή τη φορά, και παρά τις πιέσεις της ΠΑΣΚΕ, η ΓΣΕΕ δε συμμετείχε στη διαδικασία - με τη διαφορά ότι αποφεύχθηκε η ψήφιση για τη μη συμμετοχή - έστειλε, όμως, τις θέσεις της στα αρμόδια όργανα. Η αποχή αυτή δεν είχε καμιά συνέπεια στην πολιτική της κυβέρνησης, καθώς παράλληλα, οι εργαζόμενοι έμεναν στο παρασκήνιο, αδρανείς με ευθύνη των συνδικαλιστικών οργανώσεων όπου η πλειοψηφία των διοικήσεών τους καλλιεργούσε τον «κοινωνικό εταιρισμό», την υποταγή και το συμβιβασμό.

Το τελευταίο τερατούργημα του «κοινωνικού διαλόγου» ήταν ο νόμος 2874/2000, ο οποίος ενίσχυσε τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, τη μερική απασχόληση, μείωσε τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, αύξησε τα όρια των ομαδικών απολύσεων κ.ά.

Εκτός των παραπάνω, ο «κοινωνικός διάλογος» έχει και άλλα «πρόσωπα». Είναι διαρκής και θεσμοθετημένος μέσα από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), στην οποία συμμετέχουν οι οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων. Στο παρελθόν είχαν γίνει πολλές αποτυχημένες προσπάθειες για τη δημιουργία ανάλογου οργάνου, αλλά απέτυχαν. Μια από αυτές έγινε από τον Κ. Μητσοτάκη. Σημαντική ήταν η συνεισφορά των Κ. Σημίτη και Γ. Γεννηματά. Η ΟΚΕ φτιάχτηκε τελικά με νόμο το 1994 κατ' αναλογία του αντίστοιχου οργάνου που λειτουργεί κοντά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξασφαλίζοντας άλλοθι δημοκρατικότητας στο διευθυντήριο των πολυεθνικών.

Η μεγάλη απάτη

Η πορεία του Ασφαλιστικού ταυτίστηκε από την κυβέρνηση με την πορεία του «κοινωνικού διαλόγου» και αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο «κοινωνικός διάλογος» έχει επιλεχθεί σαν μια διαδικασία που περισσότερο από κάθε άλλη, μπορεί να εξασφαλίσει στην κυβέρνηση το πέρασμα της πολιτικής της με τις λιγότερες ή και καθόλου αντιδράσεις, από τους εργαζόμενους.

Εχει σημασία και ότι ο «κοινωνικός διάλογος» δεν είναι μια ελληνική εφεύρεση. Είναι μια καλά μελετημένη κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για την οποία έχουν γίνει αμέτρητες μελέτες. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν κρύβει ότι σκοπός του «κοινωνικού διαλόγου» είναι η διατήρηση της «κοινωνικής συνοχής» και της «εργασιακής ειρήνης». Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις αποπροσανατολισμού των εργαζομένων που βρίσκεται εδώ και καιρό σε εξέλιξη σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στην Ελλάδα, βασισμένη στην ψεύτικη παραδοχή ότι οι κεφαλαιοκράτες και οι κυβερνήσεις που τους υπηρετούν, είναι έτοιμοι να δεχτούν ένα... συμβιβασμό των απαιτήσεών τους στα πλαίσια ενός πολιτικού «ρεαλισμού», που αφήνει περιθώριο και για την προστασία κοινωνικών δικαιωμάτων.

Οι θιασώτες του «κοινωνικού διαλόγου» τολμούν ακόμη και να εμφανίσουν αυτή τη διαδικασία σαν κατάκτηση της εργατικής τάξης! Επιτέλους, λένε, η γνώμη των εργαζομένων ακούγεται και μάλιστα παίρνεται υπόψη εάν φυσικά είναι καλά τεκμηριωμένη! Κρύβουν έτσι το πασιφανές: Οι εργαζόμενοι ποτέ δεν αγωνίζονται μόνο και μόνο για να ακουστούν. Αγωνίζονται πρωτίστως για να γίνουν δεκτές οι απαιτήσεις τους. Εξάλλου, σε μια μάχη μεταξύ αντικρουόμενων συμφερόντων δεν υπάρχει κανέναν επιχείρημα, όσο λογικό ή δίκαιο και αν είναι, που θα «πείσει» έναν κεφαλαιοκράτη να περιορίσει την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Γι' αυτό και ο «κοινωνικός διάλογος» έχει ένα ακόμη κύριο χαρακτηριστικό: Το αποτέλεσμά του είναι προαποφασισμένο και ο μόνος και μόνιμα χαμένος στο τέλος είναι ο εργαζόμενος.


Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ