Η εξαίρετη μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη, η σεβαστική εκτέλεση της μουσικής του Πάουλ Ντεσάου από τους Ιάκωβο Κονιτόπουλο και Νανά Θρασυβουλίδου, η θαυμάσια σκηνογραφική και ενδυματολογική δουλιά της Αγνής Ντούτση, καθιστούν αυτήν την ποιοτική παράσταση μια από τις καλύτερες του χειμώνα, στην οποία συμβάλλουν οι συνολικά καλές ερμηνείες. Με κυρίαρχη τη δυναμικού ρεαλισμού, λεπτομερειακά - πνευματικά, σωματικά, χειρονομιακά, φυσιογνωμικά - επεξεργασμένη της Δέσποινας Μπεμπεδέλη (Μάνα). Μια ακόμα σημαντική ερμηνεία είναι της Ντίνας Μιχαηλίδη, ενώ αξιόλογες είναι των Θόδωρου Μπογιατζή, Δήμητρας Καλπάκη, Νίκου Καραγεώργη, Χάρη Εμμανουήλ, Δημήτρη Δεγαΐτη, Δημήτρη Γιαννόπουλου, Στάθη Βούτου.
Ο Αρθουρ Μίλερ παραμένει η σπουδαιότερη, αλλά και η πιο τολμηρή πολιτική «φωνή» της σύγχρονης αμερικάνικης δραματουργίας. Ο Μίλερ ουσιαστικά κάνει πολιτικό θέατρο χωρίς να πολιτικολογεί, γιατί κατέχει την τέχνη να συνοψίζει το γενικό, μέσα από το ειδικό, να κρίνει την κοινότητα των προβλημάτων μέσα από την ατομικότητα. Μιλά για το κοινωνικό δράμα μέσα από το ατομικό δράμα. Ο Μίλερ δεν ομφαλοσκοπεί με ακατανόητα ψυχοδράματα, αλλά ψυχογραφεί, σε βάθος, την πολυεθνική αμερικάνικη κοινωνία ανατέμνοντας τα αίτια των ανθρώπινων ψυχώσεων.
Ο Μίλερ, στον «Τελευταίο Γιάνκη», εξετάζει τη γυναικεία κατάθλιψη - φαινόμενο που, αυξανόμενο συνεχώς, βασανίζει τις μέσης ηλικίας Αμερικανίδες. Η κατάθλιψη, ως ατομικό και οικογενειακό δράμα, αλλά κοινωνικής αφετηρίας. Τα πρόσωπα του έργου είναι δυο ζευγάρια. Ο Λιρόι Χάμιλτον, ένας «γνήσιος» πλέον Αμερικανός, είναι παντρεμένος με τη σουηδικής καταγωγής Πατρίτσια, προσγειωμένος στην πραγματικότητα, κερδίζει το ψωμί της οικογένειάς του με την ξυλουργική τέχνη του. Η γυναίκα του, κυριαρχημένη από το ανικανοποίητο όνειρο της κοινωνικής και οικονομικής καταξίωσής του άντρα της και των παιδιών τους, στην κρίσιμη ηλικία, οδηγείται στην κατάθλιψη, μπαινοβγαίνοντας σε ψυχιατρείο. Από αυτό θα βγει θεραπευμένη μόνο από την αγάπη, τη στοργή, την κοινωνική ισορροπία του άντρα της και την αποδοχή της πραγματικότητας, της κοινωνικής θέσης της. Το άλλο ζευγάρι, άτεκνο αυτό, είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, ο Τζον Φρικ και η καταθλιπτική γυναίκα του Κάρεν. Η Κάρεν, στερημένη την τρυφερότητα, την παρουσία, την κατανόηση του πολυάσχολου επιτυχημένου άνδρα της που ενδιαφέρεται μόνο για τις μπίζνες του, αδιαφορώντας για όσα την ευχαριστούν, για όσα θα παρηγορούσαν τη μοναξιά της και θα ανακούφιζαν τα ανικανοποίητα όνειρά της - λ.χ., το να της πει ότι χορεύει όμορφα κλακέτες - παραμένει στο ψυχιατρείο. Η κατάθλιψη είναι η δική της «φυγή» από μια κοινωνία όπου η επιτυχία και η ευτυχία του ανθρώπου μετριούνται μόνο με το χρήμα.
Αυτό το διπλό - κοινωνικό και υπαρξιακό - δραματικό πεδίο «υφαίνει» με λιτό ρεαλισμό το έργο του Μίλερ, το οποίο γνωρίζει στο ελληνικό θεατρόφιλο κοινό, το «Θέατρο Εξαρχείων», συνεχίζοντας και φέτος την αξιέπαινη και γόνιμη ενασχόλησή του με τη δραματουργία του Μίλερ. Το έργο, μεταφρασμένο εύγλωττα από την Αννίτα Δεκαβάλλα, ευδοκίμησε σκηνικά με το μέτρο, την ευαισθησία, την υποδόρια, έμμεση κοινωνική κριτική της σκηνοθεσίας του Τάκη Βουτέρη. Μια σκηνοθεσία που δεν προσποιείται σε τίποτα. Δεν εφευρίσκει τίποτα περισσότερο από την πικρή κοινωνική και υπαρξιακή αλήθεια που αναδύεται από το έργο του Μίλερ, εκφρασμένη με λιτή ερμηνευτική αλήθεια από τον ίδιο (Λιρόι), την εσωτερικότητα της Αννίτα Δεκαβάλλα, την ευαισθησία της Αλεξάνδρας Παντελάκη, τον κυνισμό του Γιώργου Κυριακίδη. Θετική η παραστασιακή συμβολή της μουσικής του Πλάτωνα Ανδριτσάκη.