Παρασκευή 24 Γενάρη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΠΑΙΔΕΙΑ
ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Τι προβλέπει το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την Ερευνα

Αποσπάσματα από την παρουσίαση του Δ. Κοιλάκου, μέλους του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ

Το σχέδιο νόμου για την Ερευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία (ΕΤΑΚ) που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Παιδείας το Δεκέμβρη, αποτελεί μια ακόμα προσπάθεια να ρυθμιστεί το θεσμικό πλαίσιο για την Ερευνα στη χώρα μας. Στο πλαίσιο της εκδήλωσης - συζήτησης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ που έγινε την Τετάρτη, ο Δημήτρης Κοιλάκος, μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ, παρουσίασε αναλυτικά το τι προβλέπει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.

Παρακάτω δημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματα αυτής της παρουσίασης.

Τι προβλέπεται στο νομοσχέδιο

Επί της ουσίας, συνεχίζεται η ρότα των προηγούμενων νομοθετικών παρεμβάσεων. Η κόκκινη γραμμή που το διαπερνά είναι η ενίσχυση της εμπορευματοποίησης της Ερευνας και η ακόμα πιο στενή διασύνδεσή της με τις επιχειρήσεις, κάτι που αποτελεί και τη βασική κατεύθυνση της ευρωενωσιακής στρατηγικής.

Επιδιώκεται η διευκόλυνση της προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων στην ΕΤΑΚ, με όχημα την «αριστεία» και την «κινητικότητα» του ερευνητικού δυναμικού, καθώς και η ενίσχυση της εμπορικής εκμετάλλευσης του προϊόντος της ερευνητικής δραστηριότητας.

Στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του ευρωενωσιακού ενιαίου χώρου έρευνας και ανώτατης εκπαίδευσης, επιχειρείται να αντιστοιχηθεί η δομή και η οργάνωση των ερευνητικών κέντρων κατά τα πρότυπα του «Πανεπιστημίου ΑΕ» που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τον τελευταίο νόμο - πλαίσιο.

Είναι πολλά τα σημεία του σχεδίου που χρήζουν κριτικής. Εστιάζουμε στους παρακάτω τρεις άξονες:

Α) Ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας

Η επιχειρηματική δραστηριότητα (από και προς ερευνητικούς φορείς, καθώς και οι συμπράξεις με επιχειρηματικούς ομίλους) και η εμπορική εκμετάλλευση των ερευνητικών προϊόντων και υποδομών αποκτούν προτεραιότητα για τη χρηματοδότηση της έρευνας.

Προβλέπονται μια σειρά τρόποι διοχέτευσης κρατικών πόρων για την ενίσχυση αυτής της κατεύθυνσης. Η στόχευση είναι η λειτουργία των ερευνητικών φορέων με όρους επιχειρηματικής μονάδας.

Παρέχονται φορολογικά, ασφαλιστικά και άλλα κίνητρα και ελαφρύνσεις για την προσέλκυση επενδύσεων. Το βάρος της έρευνας προς όφελος των μονοπωλίων μετακυλίεται στις πλάτες του λαού.

Ενισχύονται οι επιχειρηματικές συμπράξεις μεταξύ ερευνητικών κέντρων - πανεπιστημίων και επιχειρήσεων (clusters, διάθεση υποδομών σε τρίτους, «επιχειρήσεις έντασης γνώσης» κ.ά.).

Το ερευνητικό έργο κρίνεται βάσει της δυνατότητας εμπορικής αξιοποίησής του. Τα κριτήρια αξιολόγησης που τίθενται είναι αποκαλυπτικά: Σύνολο επιχορηγήσεων ανά ερευνητή, ύψος ιδιωτικών επενδύσεων, κατοχύρωση εμπορικών σημάτων, έσοδα από την εκμετάλλευση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας κ.ά.

Τα αποτελέσματα της ερευνητικής παραγωγής δεν αξιολογούνται στη βάση των λαϊκών αναγκών, αλλά της εξυπηρέτησης των στρατηγικών στοχεύσεων του κεφαλαίου στη χώρα και των γεωστρατηγικών του συμφερόντων στην περιοχή.

Β) Προσαρμογές στους θεσμούς του αστικού κράτους

Το νομοσχέδιο, παράλληλα με την αναγκαία προσαρμογή στις προτεραιότητες της ευρωενωσιακής στρατηγικής, επιχειρεί και την αναδιοργάνωση των κρατικών δομών, με προβαλλόμενο στόχο, την πάταξη της «γραφειοκρατίας» που επιδρά ανασχετικά στην ανταγωνιστικότητα. Το πρόσχημα της γραφειοκρατίας, πέραν της αντικειμενικής του διάστασης, έχει σε πολλές περιπτώσεις αξιοποιηθεί για την επιτάχυνση αναδιαρθρώσεων. Ζητούμενο είναι η πιο εύκολη και πιο ανέξοδη συναρμογή της ερευνητικής παραγωγής με τις επιχειρήσεις.

Διευκολύνεται η στενότερη διασύνδεση και αποτελεσματικότερη συνεργασία ερευνητικών φορέων, επιχειρήσεων και κρατικών - ευρωενωσιακών θεσμών. Προς τούτο, προβλέπεται «σύνδεσμος ΕΤΑΚ» σε κάθε υπουργείο.

Τροποποιείται ο συντονιστικός, εποπτικός και ελεγκτικός ρόλος της ΓΓΕΤ (μετονομάζεται σε Γενική Γραμματεία Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας), με στόχο την πιο αποτελεσματική διαχείριση της ερευνητικής πολιτικής.

Το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας και Τεχνολογίας μετονομάζεται σε ΕΣΕΤΚ (δηλ. και Καινοτομίας), με συμβουλευτικό και ενισχυτικό ρόλο στο σχεδιασμό, έλεγχο και αναπροσαρμογή της ερευνητικής πολιτικής. Για μια σειρά πράξεις της ΓΓΕΤΚ (π.χ. αναδιοργάνωση και ίδρυση ινστιτούτων στα ΕΚ κ.ά.) απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του. Ο προσανατολισμός καταδεικνύεται από την πρόβλεψη για συμμετοχή δύο αντιπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου.

Ακόμα, ενισχύεται ο ρόλος της περιφερειακής διοίκησης στην ΕΤΑΚ. Τα Περιφερειακά Επιστημονικά Συμβούλια διασφαλίζουν, μέσα από τη συμμετοχή επιχειρηματιών, την πρόσδεση της περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής με τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται κατά τόπο.

Η χρηματοδότηση αξιοποιείται ως στοιχείο ελέγχου της ερευνητικής δραστηριότητας και των ερευνητικών κέντρων. Ως προϋπόθεση για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων των ΕΚ από κρατικούς πόρους τίθεται η υποχρεωτική αξιολόγησή τους κατά τις διατάξεις του νόμου. Τα κριτήρια είναι αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η κρατική χρηματοδότηση θα δίνεται στη βάση bussiness plan που θα αξιολογούνται, με όρους εταιρικών συμβάσεων μεταξύ ΓΓΕΤΚ και ΕΚ.

Στο νομοσχέδιο εισάγεται η πρόβλεψη για 7ετή Σχέδια Δράσης, χωρίς να αναλύονται οι διαστάσεις, οι θεματικές προτεραιότητές, η διαδικασία εκπόνησης και άλλα ζητήματα. Ούτως ή άλλως, όμως, η όποια προσπάθεια σχεδιασμού είναι εκ των προτέρων δεσμευμένη από τους ενδοϊμπεριαλιστικούς και ενδοαστικούς ανταγωνισμούς, τις προτεραιότητες που τίθενται για τη διασφάλιση της βραχυπρόθεσμης, αλλά κυρίως μεσοπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, αλλά και σε επίπεδο ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, αντί ο σχεδιασμός να απελευθερώνει τις δυνατότητες ανάπτυξης της έρευνας, στη βάση των υπαρκτών αναγκών αλλά και δυνατοτήτων, τελικά επιδρά ασφυκτικά σε αυτή, καθορίζοντας μονοσήμαντα τον προσανατολισμό και το περιεχόμενό της.

Κύριο ζητούμενο είναι να συγκεντρωθεί η κρίσιμη μάζα που απαιτείται για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας των ερευνητικών φορέων με όρους επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας. Υπ' αυτό το πρίσμα, κρίνεται και η πιο συγκεντρωτική δομή διοίκησης που προβλέπεται για τα ερευνητικά κέντρα, με ενισχυμένο το ρόλο των διευθυντών. Παρακολουθεί τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση που χαρακτηρίζει και την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας.

Γ) Οι επιπτώσεις στους εργαζομένους στο χώρο της Ερευνας

Επιτείνονται οι αρνητικές εξελίξεις που βιώνουν οι εργαζόμενοι στο χώρο της Ερευνας τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα των προηγούμενων νομοθετικών παρεμβάσεων, αλλά και συνολικά της αντιλαϊκής πολιτικής.

Δεν υπάρχει καμία δέσμευση ότι η επιχορήγηση των ερευνητικών κέντρων θα καλύπτει πλήρως τα λειτουργικά τους έξοδα (μισθοδοσία τακτικού προσωπικού και συμβασιούχων κ.ά.), κάτι που σίγουρα δεν είναι τυχαίο.

Διαφαίνεται ότι ανοίγει ο δρόμος για νέο γύρο συγχωνεύσεων - καταργήσεων κέντρων, εργαστηρίων και ινστιτούτων και δεν αποκλείεται η μετατροπή των ερευνητικών κέντρων που είναι ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ. Υπάρχει ήδη πείρα για τις αρνητικές επιπτώσεις τέτοιων αναδιαρθρώσεων: Απολύσεις, ανατροπή εργασιακών σχέσεων, μειώσεις σε μισθούς κ.ά.

Για τους ερευνητές, καταργείται η βαθμίδα του ερευνητή Δ', κατ' αντιστοιχία με την κατάργηση της βαθμίδας του λέκτορα στα ΑΕΙ. Η μονιμότητα αποτελεί εμπόδιο στην περαιτέρω προσαρμογή της έρευνας στις ανάγκες της αγοράς. Είναι σαφής η τάση διεύρυνσης των νέων εργασιακών σχέσεων. Στα ΝΠΙΔ, οι ερευνητές Γ' συνάπτουν σχέση ορισμένου χρόνου και η μετατροπή της σε αορίστου συναρτάται με την αξιολόγησή τους.

Οι Ειδικοί Λειτουργικοί Επιστήμονες διατηρούνται ως κατηγορία τεχνικού και όχι ερευνητικού προσωπικού, χωρίς δυνατότητα αναβάθμισης (όπως και το τεχνικό προσωπικό), βρίσκονται σε δυσχερέστερη θέση βάσει των τιθέμενων προβλέψεων.

Προωθούνται περαιτέρω οι ελαστικές σχέσεις εργασίας για τους εργαζόμενους στα ερευνητικά κέντρα. Χαρακτηριστικά, προβλέπονται τουλάχιστον 18 διαφορετικές σχέσεις εργασίας και κατηγορίες εργαζομένων!!!

Δεν κατοχυρώνονται εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των υποψηφίων διδακτόρων και μεταδιδακτόρων, τα χρόνια της ερευνητικής τους δουλειάς δεν προσμετρώνται στην προϋπηρεσία, ούτε στα συντάξιμα.

Τα ερευνητικά κέντρα μετατρέπονται σε φορείς προώθησης κινητικότητας εργαζομένων, «παραχωρούν» με συμβάσεις ορισμένου χρόνου εργαζομένους όλων των κατηγοριών σε άλλους ερευνητικούς φορείς (άρα και επιχειρήσεις), με ανοιχτό το ενδεχόμενο τροποποίησης των εργασιακών τους σχέσεων.

Καταργείται η εκπροσώπηση των εργαζομένων στα ΔΣ των ερευνητικών κέντρων. Το ίδιο έγινε και στα πανεπιστήμια με τον τελευταίο νόμο-πλαίσιο, με αποκλεισμό των εργαζομένων και της συλλογικής εκπροσώπησης των φοιτητών στα όργανα διοίκησης. Επιχειρείται και με αυτόν τον τρόπο ο εξοβελισμός της όποιας οργανωμένης παρέμβασης ερευνητών και εργαζομένων. Οσο κι αν η εκπροσώπηση, μέσα από τις διαδικασίες που μέχρι τώρα ίσχυαν, ενίσχυε και αντιλήψεις περί «συνδιοίκησης» και συνέβαλε στην καλλιέργεια αυταπατών, οι εργαζόμενοι και οι φορείς τους πρέπει να επιβάλουν την παρέμβασή τους, μέσα από τις συλλογικές τους διεργασίες, με ενίσχυση των σωματείων, να προβάλουν τη δική τους αντίληψη για το σχεδιασμό, τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο της έρευνας που έχει ανάγκη ο λαός μας.

Αγώνας για να μπει άλλη πυξίδα στην ανάπτυξη της Ερευνας

Είναι επιβεβλημένη η απόρριψη του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και συνολικά του προσανατολισμού της ΕΕ.

Χρειάζεται αγώνας για την παρεμπόδιση της κατάθεσης και ψήφισής του, για την ακύρωση στην πράξη της υλοποίησης των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων. Να ανοίξει ο δρόμος, ώστε η ανάπτυξη της Ερευνας να δένεται με τον άλλο δρόμο ανάπτυξης που έχει ανάγκη ο λαός μας.

Οι εργαζόμενοι στο χώρο της Ερευνας, ιδιαίτερα οι νέοι ερευνητές και ερευνήτριες, όσοι εγκλωβίζονται στα δεσμά της επιχειρηματικής λειτουργίας και θέλουν να απελευθερώσουν τις δυνατότητες της Ερευνας, να συναντηθούν με το ταξικό εργατικό κίνημα, να συνδράμουν στην αναγκαιότητα της Λαϊκής Συμμαχίας.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ