Κυριακή 29 Δεκέμβρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Σαίξπηρ και Ντοστογιέφσκι
«Ο μέγας Ιεροεξεταστής» στο «Αλκμήνη»

«Ο μέγας Ιεροεξεταστής»
«Ο μέγας Ιεροεξεταστής»
«Ο Ντοστογιέφσκι δεν έγραψε τίποτα άλλο παρά μόνο Θεατρικά Εργα. Και τι έργα! Πραγματικές τραγωδίες που ακολουθούν όλους τους κανόνες του Αριστοτέλη». Αυτό πίστευε ο μέχρι σήμερα ανυπέρβλητος μεταφραστής των μεγάλων αριστουργημάτων του κολοσσιαίου Ρώσου συγγραφέα, Αρης Αλεξάνδρου (Αριστοτέλης Βασιλειάδης). Με αυτήν την πεποίθηση και έχοντας μελετήσει λεπτομερέστατα το ντοστογιεφσκικό «σύμπαν», ο Αλεξάνδρου έγραψε τα εξής μικρά μελετήματα: «Ο δραματουργός Ντοστογιέφσκι», «Μεταφράζοντας Ντοστογιέφσκι», «Ο Ντοστογιέφσκι και το έργο του», «Η εν χρόνω ποιοτική μεταβολή παρά Ντοστογιέφσκι». Στο «Μεταφράζοντας Ντοστογιέφσκι», ο Αλεξάνδρου λέει: «Είχα την αίσθηση πως έπρεπε να αποδώσω θεατρικό έργο και όχι μυθιστόρημα». Επισημαίνει την «απουσία αυτού που λέμε "ύφος", απουσία ροής στην αφήγηση και κάθε έγνοιας εκ μέρους του συγγραφέα να δημιουργήσει "καλή λογοτεχνία"» (σ.σ. ο Ντοστογιέφσκι από βιοποριστική ανάγκη έγραφε στα γρήγορα) και ότι οι ήρωές του, «υπό το κράτος (...) έντονης συναισθηματικής φόρτισης προβαίνουν σε εξομολογήσεις "αναποδογυρίζοντας την ψυχή τους τα μέσα έξω"». Παραμονές του ελληνοαλβανικού πολέμου, ο Αλεξάνδρου διάβασε ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Ο μεγάλος Ιεροεξεταστής», που αυθαίρετα και χωρίς σημειώσεις κυκλοφόρησε ένας Ελληνας εκδότης. Τότε, ο κατοπινός κορυφαίος μεταφραστής της Ρωσικής Λογοτεχνίας, αγνοούσε ότι ήταν ένα κεφάλαιο από τους «Αδελφούς Καραμάζωφ». Οπως γράφει στο μελέτημά του, τότε νόμισε ότι επρόκειτο «για είδος μονόπρακτου θεατρικού, ένα είδος μονολόγου ή διαλόγου, καθώς ο Ιεροεξεταστής απευθύνεται στο Χριστό, ο οποίος δεν του απαντά, παρά μόνο με την εύγλωττη σιωπή του. Τελικά, ο Χριστός φεύγει, κατά τα φαινόμενα, πεπεισμένος από τα επιχειρήματα του Ιεροεξεταστή». Η αναφορά μας στα μελετήματα του Αλεξάνδρου γίνεται όχι μόνο γιατί στην έξοχη μετάφρασή του παίζεται «Ο μέγας Ιεροεξεταστής», αλλά κυρίως για να υπογραμμιστεί η εκπληκτική θεατρικότητα της γλώσσας, των καταστάσεων, των χαρακτήρων που έπλασε ο Ντοστογιέφσκι, «απεικονίζοντας τη ζωή (...)». Και «όταν λέμε ζωή, εννοούμε μια βαθμιαία, συνεχή μεταβολή εν χρόνω (...). Μόνον τα έργα που απεικονίζουν την εν χρόνω ποιοτική μεταβολή ανήκουν στη μεγάλη τέχνη», υπογραμμίζει ο Αλεξάνδρου. Γιος παπά, ανυπόφορα δεσποτικού και αήθη, καταναγκαστικά θρησκευόμενος στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, ο Ντοστογιέφσκι όχι μόνο μετενσάρκωσε τη διαβολικότητα του πατέρα του στον «Μεγάλο αμαρτωλό» και στο πρόσωπο του Φιόντορ Καραμάζωφ, αλλά και από μικρός, αντιδρώντας στην εκκλησιαστική θεωρία περί θεού - ενός θεού «που παίζει με το διάβολο» και κάνει τους ανθρώπους δυστυχείς - αποζητούσε για το δύστυχο ρωσικό λαό και όλη την ανθρωπότητα και με τα έργα του (λ.χ. με τον Σάτοφ στους «Δαιμονισμένους»), «διακονούσε» έναν ολότελα αντιμεταφυσικό, έναν γήινο άνθρωπο -Χριστό της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης, της καλοσύνης, της συγχώρεσης και βοήθειας προς κάθε εκουσίως ή ακουσίως πάσχοντα. Το σκοταδισμό, τον απανθρωπισμό, τη λυσσώδη πολεμική της Εκκλησίας ενάντια σε έναν τέτοιο άνθρωπο - Χριστό εκφράζει «Ο μέγας Ιεροεξεταστής», θυμίζοντας τις μεσαιωνικές μεθόδους της Ιεράς Εξέτασης, που φίμωνε κάθε διαφορετική φωνή και την εξόντωνε, αν δε δήλωνε τη μετάνοια και υποταγή της. Ο μέγας ιεροεξεταστής Ιβάν -ένας πραγματικός γήινος δαίμονας- εμφανιζόμενος στο κελί του παραβάτη της επίσημης θρησκείας ανθρώπου - Χριστού, έχοντας μόνον αυτός το δικαίωμα του λόγου και ως ο μοναδικός εκπρόσωπος του «Θεού», μονολογώντας δεσποτικά, κυνικά, επηρμένα και απειλητικά, αποκηρύσσει και απαγορεύει όσα -οικουμενικά, διαχρονικά, αλλά και τόσο επίκαιρα- για το καλό του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας ποθεί και ευαγγελίζεται ο άνθρωπος - Χριστός του Ντοστογιέφσκι. Ο ταλαντούχος και «προικισμένος» Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, αυτοσκηνοθετούμενος, με τα δυνατά υποκριτικά του μέσα -εξαιρετική ηχοχρωματικά φωνή, ευλύγιστη και ρυθμοποιητική τονικότητα, εκφραστικό βλέμμα, πνευματικότητα- καταθέτει μια σημαντική ερμηνεία, που θα γινόταν σημαντικότατη αν δεν υπήρχαν κάποιες στιγμές στόμφου στο λόγο του και αν τολμούσε να μεταμορφωθεί φυσιογνωμικά και ηλικιακά.

«Ο έμπορος της Βενετίας» στο «Ακροπόλ»

«Ο έμπορος της Βενετίας»
«Ο έμπορος της Βενετίας»
«Ολος ο κόσμος, μια σκηνή». Παντοτινά σοφή αυτή η ρήση του Σαίξπηρ, του χρησίμευε για τη μετάθεση σε άλλους τόπους και καιρούς όποιας αλήθειας δεν επιτρεπόταν να πει για τη θαλασσοκράτειρα, αποικιοκρατική και -ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα της εξουσίας και της πλουτοκρατίας- άλλοτε ήπια κι άλλοτε αμείλικτα αντισημιτική ελισαβετιανή Αγγλία. Οπως συμβαίνει σε κάθε ταξική - εκμεταλλευτική κοινωνία, στην Αγγλία το μεγάλο πλούτο κατείχαν οι φεουδάρχες, μεγαλοκαραβοκύρηδες και μεγαλέμποροι, αλλά και λιγοστοί Εβραίοι έμποροι, κυρίως τοκογλύφοι. Στην πλουτοκρατία ανήκουν τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του αριστουργήματος «Ο έμπορος της Βενετίας». Ο Σαίξπηρ «τοποθέτησε» τη μυθοπλοκή του στην επίσης θαλασσοκράτειρα Βενετία, «ιστορώντας» την κοινωνική πραγματικότητα της Αγγλίας και γενικότερα της εποχής του. Τους εξουσιαστικούς θεσμούς, τον αντισημιτισμό, τη δύναμη του κεφαλαίου, αλλά και τον ανταγωνισμό μεταξύ των κατόχων του. Κάτοχος πολλών εμπορικών καραβιών ο Αντόνιο, σε μια κρίσιμη οικονομικά στιγμή, βοηθώντας τον άφραγκο αριστοκράτη φίλο του, Μπασάνιο, να παντρευτεί την πάμπλουτη Πόρσια, δανείζεται από εκείνον που σιχαίνεται και προσβάλλει συνεχώς, τον Εβραίο τοκογλύφο Σάιλοκ. Υπογράφει, μάλιστα, και την ειδεχθή ρήτρα του. Αν δεν επιστρέψει σε συγκεκριμένη ημερομηνία τα δανεικά, ο Σάιλοκ θα του κόψει μια ουγγιά κρέας από την καρδιά. Η ημέρα φτάνει. Ο Αντόνιο αδυνατεί να εξοφλήσει το δάνειο. Στο μεταξύ, η μοναχοκόρη του Σάιλοκ αρπάζει τα τιμαλφή του, εκχριστιανίζεται και παντρεύεται χριστιανό. Το μίσος του για τον χριστιανό Αντόνιο γίνεται αδυσώπητο. Ζητά εφαρμογή της ρήτρας. Η σύγκρουση φτάνει στο δικαστήριο. Ο Εβραίος απορρίπτει την προσφορά του Μπασάνιο να του δοθεί διπλάσιο ποσό. Ενας «ακριβοδίκαιος» νεαρός νομομαθής (η Πόρσια μεταμφιεσμένη) αποφασίζει: Να κόψει ο Σάυλοκ τη σάρκα του Αντόνιο, αλλά χωρίς να τρέξει ούτε σταγόνα αίμα, πράγμα αδύνατον. Ετσι επικρατεί ο νόμος, το «δίκαιο» του ισχυροτέρου. Ο Σάυλοκ γλιτώνει το θάνατο, αλλά εξοντώνεται με τη δήμευση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, χρησιμοποιώντας την έξοχη μετάφραση του Μίνου Βολανάκη και συμπυκνώνοντας εύστοχα το εκτενές έργο, σκηνοθέτησε μια καθάρια, χωρίς νεοτερισμούς και περιττά ευρήματα παράσταση, με συνεργάτες τους Γιώργο Πάτσα (λιτά λειτουργικό σκηνικό), Γιάννη Μετζικώφ (καλαίσθητα κοστούμια εποχής), Γιάννη Αναστασάκο (μουσική) και με μια 18μελή ομάδα άξιων ηθοποιών. Ο πολύπειρος Νικήτας Τσακίρογλου ερμηνεύει στιβαρά τον Σάυλοκ. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος «καθρεφτίζει» την ταξικο-φυλετική «ανωτερότητα» του Αντόνιο. Το μεγάλο «κόσμημα» της παράστασης είναι η γεμάτη λάμψη, αμεσότητα, αλήθεια και μεταμορφωτική ικανότητα Μαρία Σκουλά (Πόρσια). Εξαιρετική συμπαίκτριά της η Τζίνη Παπαδοπούλου (Νερίσα). Κωμικά απολαυστικός και παιγνιώδης ο Παντελής Δεντάκης (Λάνσελοτ). Αξιέπαινοι ερμηνευτικά είναι και οι ηθοποιοί στους μικρότερους ρόλους (με σειρά εμφάνισης): Γεράσιμος Σκαφίδας, Θωμάς Γκάγκας, Μάξιμος Μουμούρης, Κώστας Κορωναίος, Θανάσης Κουρλαμπάς, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Γιώργος Ψυχογιός.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ