Στα 1870 ψηφίστηκε στη Γαλλία ένας νόμος που θεωρούσε έγκλημα το να ανήκει κανένας στη Διεθνή. Η Γαλλία ζητούσε απ' όλες τις χώρες να παραδώσουν στη γαλλική κυβέρνηση, σαν εγκληματίες κοινού ποινικού δικαίου, τους κομμουνάρους πρόσφυγες. Την ίδια χρονιά στην Ολλανδία διατέθηκε ένα ποσό από 3.000.000 γκούλντεν για να εμποδιστεί η διάδοση του κομμουνισμού. Στη Γερμανία ο Μπέμπελ και ο Λίμπκνεχτ, που διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στην προσάρτηση της Αλσατίας και της Λωραίνης και εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους με την Κομμούνα, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια φυλάκιση σ' ένα φρούριο. Στην Ισπανία, την Ιταλία, το Βέλγιο και σ' άλλες χώρες οι διεθνιστές υποβλήθηκαν σε λυσσασμένες αστυνομικές διώξεις. Στις αρχές του 1872 η ισπανική κυβέρνηση κάλεσε τις άλλες κυβερνήσεις να συνεργαστούν για την εξόντωση της Διεθνούς. Ο Πάπας ένωσε τη φωνή του με τις κραυγές εκείνων που ζητούσαν εκδίκηση. Στα 1873 η Ρωσία, η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία υπέγραψαν συμφωνία με την οποία αναλάμβαναν την υποχρέωση να διεξάγουν κοινό αγώνα ενάντια στη Διεθνή. Προσπάθησαν να παρασύρουν και την Αγγλία, αλλά δεν το κατόρθωσαν.
Η εσωτερική κρίση οξύνθηκε στις μεγαλύτερες χώρες, που ήταν φρούρια της Διεθνούς. Στη Γαλλία ύστερα από την πτώση της Κομμούνας είχε εξασθενίσει πολύ όλο το εργατικό κίνημα. Στη Γερμανία οι καυγάδες ανάμεσα στους μαρξιστές και τους λασσαλικούς, στους οποίους προστίθονταν και οι διώξεις της κυβέρνησης, έσπειραν τη σύγχυση στο εργατικό κίνημα. Στις Ενωμένες Πολιτείες η Εθνική Ενωση των Εργατών, που κρατούσε φιλική στάση απέναντι στη Διεθνή, ξέπεφτε γοργά. Και στην Αγγλία, που ήταν το κύριο στήριγμα του Μαρξ στη Διεθνή, υπήρχαν εσωτερικές δυσκολίες. Ολοι οι τρεϊντγιουνιονιστές ηγέτες, εκτός από ένα μονάχα, παραιτήθηκαν από το Γενικό Συμβούλιο σ' ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στη βοήθεια που έδωσε ο Μαρξ στην Κομμούνα. Αλλοι οπορτουνιστές συνδικαλιστές ηγέτες, υιοθετώντας την αντιπολιτευτική μέθοδο που χαρακτήριζε την πάλη ενάντια στο Γενικό Συμβούλιο ίδρυσαν τη Βρετανική Ομοσπονδία της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών για να διακόψουν την άμεση επαφή του Γενικού Συμβουλίου με τα τρεϊντγιούνιονς. Αυτή η άσχημη κατάσταση επιδεινώθηκε όταν ο Εκάριους και ο Χαίιλς, που κατείχαν διαδοχικά τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών, διέκοψαν τις σχέσεις με τον Μαρξ.
Το κύριο πρόβλημα που μπήκε μπροστά στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου ήταν η επικείμενη διάσπαση στους κόλπους της Διεθνούς. Τα πράγματα έφτασαν στο σημείο ώστε με τη δημιουργία της ομοσπονδίας του Γιούρα (Jura) στην Ελβετία (που ήταν το γενικό επιτελείο του Μπακούνιν) να υπάρχουν στο πολιτικό πεδίο δυο αντίπαλες οργανώσεις. Ο Γαίκ λέγει τα εξής για τη φραξιονιστική κατάσταση στην Ισπανία: «Στις περισσότερες πόλεις υπήρχαν εκτός από τα τμήματα της "Συμμαχίας" και τμήματα της Διεθνούς χωρίς να υπάρχει καμιά σύνδεση μεταξύ τους». Ο ίδιος συγγραφέας περιγράφει την οργάνωση του Μπακούνιν στην Ιταλία, όπου υπήρχε μεγάλος αριθμός ρεπουμπλικάνων οπαδών του Ματσίνι: «Ολα τα λεγόμενα τμήματα της Διεθνούς καθοδηγούνταν από δικηγόρους χωρίς πελατεία, από αμαθείς και χωρίς αρρώστους γιατρούς, από φοιτητές που παίζουνε μπιλιάρδο, από περιοδεύοντες εμπορικούς υπαλλήλους, από άλλους υπαλλήλους και ιδιαίτερα από δημοσιογραφικούς με περισσότερο ή λιγότερο αμφίβολο ταλέντο». Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου δεν μπορούσε να κάνει παρά πολλά για τη βελτίωση αυτής της δύσκολης κατάστασης. Δεν μπόρεσε παρά μόνο να υποστηρίξει τη γραμμή του Γενικού Συμβουλίου.
Η Συνδιάσκεψη, βγάζοντας ένα από τα πιο σημαντικά διδάγματα της πείρας της Κομμούνας, υπογράμμισε τη μεγάλη ανάγκη για τους εργάτες των διαφόρων χωρών να δημιουργήσουν δικά τους πολιτικά κόμματα και να αρχίσουν πολιτική δράση. Η Συνδιάσκεψη συγχάρηκε επίσης το σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα της Γερμανίας για τις τελευταίες εκλογικές επιτυχίες του. Ολα αυτά ισοδυναμούσαν, φυσικά, με θανάσιμο χτύπημα για τους μπακουνινιστές. Η Συνδιάσκεψη αποφάσισε το επόμενο συνέδριο της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών να συνέλθει τον ερχόμενο χρόνο.
Οι μπακουνινιστές όμως αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου. Στις 12 του Νοέμβρη 1871 έκαναν επίσημο συνέδριο στο Σονβιλιέ της Ελβετίας. Ενας από τους αντιπροσώπους ήταν ο Ζιούλ Γκεντ, που αργότερα έπαιξε βασικό ρόλο στην ανάπτυξη του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος. Το συνέδριο αυτό, που αποτελούνταν από οπαδούς της «Συμμαχίας», ήταν μια άμεση πρόκληση κατά του Γενικού Συμβουλίου. Το συνέδριο, με δήλωσή του που απευθυνόταν προς όλα τα τμήματα της Διεθνούς, κατάγγειλε το Συμβούλιο σα διεφθαρμένο και δικτατορικό, καταδίκαζε το πρόγραμμα της πολιτικής του δράσης και ζητούσε να συγκληθεί αμέσως ένα νέο συνέδριο. Οι ιδεολογικές διαφωνίες μετατράπηκαν σε οργανωτική διάσπαση.
Το 5ο Συνέδριο της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών συνήλθε στη Χάγη. Αρχισε τις εργασίες του στις 2 του Σεπτέμβρη 1872. Για πρώτη φορά παραβρίσκονταν προσωπικά ο Μαρξ και ο Ενγκελς. Ο Μαρξ είχε γράψει στον Ζόργκε και τον Κούγκελμαν ότι θεωρούσε το συνέδριο «ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη Διεθνή». Και έτσι ήταν. Ο Μπακούνιν δεν παραβρίσκονταν προσωπικά, αλλά οι άνθρωποί του, με επικεφαλής τον Ζ. Γκιλιώμ, ήταν πολυάριθμοι και όλοι τους έτοιμοι να παίξουν με ανοιχτά χαρτιά.
Η διάσπαση εκδηλώθηκε από την αρχή κιόλας του συνεδρίου και χρειάστηκαν τρεις μέρες για τον έλεγχο των πληρεξουσιοτήτων. Από τους 65 αντιπροσώπους που τελικά επικυρώθηκαν τα πληρεξούσιά τους, οι 40 περίπου υποστήριζαν την κύρια γραμμή του Γενικού Συμβουλίου και 25 περίπου ήταν με το μέρος της αντιπολίτευσης. Υποστηρικτές του μαρξισμού ήταν: Τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου - 16, Γερμανία - 10, Γαλλία - 6, Ελβετία -3, Ενωμένες Πολιτείες - 2, (ο Ζόργκε* μαρξιστής και ο Ντεριούρ μπλανκιστής), Ισπανία, Βοημία, Δανία, και Σουηδία - κάθε μια από 1. Οι υποστηρικτές του Μπακούνιν ήταν Βέλγιο - 7, Αγγλία - 5, Ολλανδία - 4, Ισπανία - 4, Ελβετία - 2, Γαλλία 1. Οι Ιταλοί μπακουνινιστές μποϊκοτάρισαν το συνέδριο.
Ο ξεχωρισμός μεταξύ των παρατάξεων δεν ακολουθούσε μια πέρα για πέρα σαφή ιδεολογική γραμμή, γιατί μερικοί από τους υποστηρικτές των δύο μερίδων ενεργούσαν από άλλους λόγους που δε συνδέονταν με τα κύρια προβλήματα του συνεδρίου. Τέτοια ήταν η περίπτωση των Αγγλων αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένου του Εκάριους και τριών άλλων μελών του Γενικού Συμβουλίου. Οντας πριν απ' όλα οπαδοί του καθαρού τρέιντγιουνιονισμού δε συμμερίζονταν τις αναρχικές απόψεις του Μπακούνιν, αλλά, παρ' όλα αυτά, ψήφισαν ενάντια στους μαρξιστές.
Το συνέδριο ασχολήθηκε στις αποφάσεις του με τέσσερα κυρίως προβλήματα: το ρόλο και τα δικαιώματα του Γενικού Συμβουλίου, την έδρα της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών, την πολιτική γραμμή της Διεθνούς και την κατάσταση της «Συμμαχίας» του Μπακούνιν.
Οι μπακουνινιστές ανήγαγαν το σημείο αυτό σε κεντρικό πρόβλημα. Φανατικοί οπαδοί του αυθόρμητου και μιας άκρας τοπικής αυτονομίας, πρότειναν το Γενικό Συμβούλιο να μην είναι τίποτε άλλο από γραφείο αλληλογραφίας και συλλογέας στατιστικών στοιχείων. Αντιτάσσονταν πεισματικά στην ιδέα ότι το Γενικό Συμβούλιο έπρεπε να εφαρμόζει τις αποφάσεις των συνεδρίων και να δρα σαν καθοδηγητικό πολιτικό όργανο της Διεθνούς. Μερικοί ήθελαν να καταργήσουν τελείως το Γενικό Συμβούλιο. Οι μαρξιστές, από την άλλη μεριά, επέμεναν πάνω στην ανάγκη μιας πολιτικής γραμμής και μιας γενικής διεθνούς πειθαρχίας. Παίρνοντας υπόψη τη σοβαρή εσωτερική κρίση, το συνέδριο υποστήριξε την τελευταία αυτή άποψη, αποφασίζοντας με 40 ψήφους υπέρ, 4 κατά και 11 αποχές να παραχωρηθούν μεγαλύτερα δικαιώματα στο Συμβούλιο για να μπορεί να εφαρμόζει πιο αποτελεσματικά τις αποφάσεις των συνεδρίων και να επιβάλει την πειθαρχία. Αυτές οι αποφάσεις έδιναν στο Γενικό Συμβούλιο το δικαίωμα «να αποκλείει προσωρινά από τη Διεθνή ως το επόμενο συνέδριο κάθε κλάδο, τμήμα, ομοσπονδιακό συμβούλιο, επιτροπή και ομοσπονδία» που θα αρνούνταν να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών.
Οι κατηγορίες των μπακουνινιστών ενάντια στο Γενικό Συμβούλιο, ότι τάχα ενεργούσε δικτατορικά, ήταν αβάσιμες. Στην πραγματικότητα, από την ίδρυση κιόλας της Διεθνούς, το Συμβούλιο ήταν μάλλον θεωρητικό κέντρο, παρά άμεσο πολιτικό και οργανωτικό κέντρο. Σ' ένα του γράμμα στον Κούγκελμαν ο Μαρξ εξηγεί ως εξής τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου στο θεωρητικό τομέα: «Δεν είναι αρμοδιότητά του να κρίνει από θεωρητική άποψη τα προγράμματα των διαφόρων τμημάτων. Πρέπει μονάχα να φροντίζει ώστε να μην περιέχουν τίποτε αντίθετο από το καταστατικό της Διεθνούς και το πνεύμα του». Οι μεγάλες πραγματοποιήσεις του Συμβουλίου (δηλ. του Μαρξ) ανήκαν στο θεωρητικό και πολιτικό τομέα. Το Συμβούλιο δεν πήρε την πρωτοβουλία για απεργίες ή πολιτικά κινήματα στις διάφορες χώρες, αλλά μάλλον τις υποστήριξε, αφού οργανώθηκαν από τα εθνικά τμήματα. Αλλά και αυτή ακόμα η περιορισμένη κεντρική καθοδήγηση ήταν πάρα πολύ για τους αναρχικούς μπακουνινιστές με τις παρατραβηγμένες αντιλήψεις τους για το αυθόρμητο. Μονάχα όταν κινδύνεψε η ίδια η ύπαρξη της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών εφαρμόστηκε ένας ισχυρός συγκεντρωτισμός.
Στην περίοδο που ακολούθησε αμέσως ύστερα από την Κομμούνα του Παρισιού εκδηλώθηκε στις διάφορες χώρες μια ισχυρή τάση για πολιτική πάλη. Οι εργάτες επιδίωκαν με τον τρόπο αυτό να μετατρέψουν σε πραγματικότητα ένα από τα πιο στοιχειώδη διδάγματα του ιστορικού αυτού αγώνα. Σύμφωνα με την τάση αυτή οι μαρξιστές πρότειναν στο Συνέδριο της Χάγης σχέδιο απόφασης που περιλάβαινε ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος της απόφασης που είχε υποβληθεί για έγκριση στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου του 1871. Το σχέδιο απόφασης έλεγε: «Στον αγώνα του ενάντια στις ενωμένες δυνάμεις των κατεχουσών τάξεων, το προλεταριάτο δεν μπορεί να δράσει παρά σαν τάξη και να οργανώσει τις δυνάμεις του σ' ένα ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα, που να αντιπολιτεύεται όλα τα παλιά κόμματα, τα δημιουργημένα από τις κατέχουσες τάξεις. Το πολιτικό κόμμα σαν οργάνωση του προλεταριάτου χρειάζεται για το θρίαμβο της κοινωνικής επανάστασης και πρώτα - πρώτα για την επίτευξη του τελικού της σκοπού - την κατάργηση των τάξεων».
Αυτή η απόφαση προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις. Οι μπλανκιστές με κύριο εκπρόσωπό τους το Γάλλο Βαγιάν υποστήριζαν τα εξής: «Αν η απεργία είναι ένα όπλο στον επαναστατικό μας αγώνα, ένα άλλο όπλο και το πιο σημαντικό απ' όλα είναι τα οδοφράγματα». Ηθελαν να τροποποιήσουν με την έννοια αυτή το σχέδιο απόφασης. Οι μπακουνινιστές με επικεφαλής τον Γκιγιώμ επιτέθηκαν με πείσμα ενάντια στο σχέδιο απόφασης και μαζί μ' αυτό κι ενάντια στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι εκφραστής της αστικής πολιτικής. «Η διαφορά ανάμεσα στη θετική πολιτική της παράταξης της μειοψηφίας εκτέθηκε στα εξής δυο αξιώματα: η πλειοψηφία επιδιώκει την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Η μειοψηφία επιδιώκει την καταστροφή της πολιτικής εξουσίας». Το Συνέδριο ενέκρινε με 29 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 9 αποχές τη μαρξιστική απόφαση.
Η πρόταση του Ενγκελς να μεταφερθεί η έδρα της Διεθνούς στις Ενωμένες Πολιτείες, στη Νέα Υόρκη, έκανε αίσθηση στο συνέδριο. Η απόφαση, γραμμένη στα γαλλικά έλεγε:
«Προτείνουμε για τα έτη 1872 - 1873 η έδρα του Γενικού Συμβουλίου να μεταφερθεί στη Νέα Υόρκη και το Γενικό Συμβούλιο να αποτελείται από τα παρακάτω μέλη του ομοσπονδιακού Συμβουλίου της Βόρειας Αμερικής: Cavanagh, St. Clair, Cetti, Carl, Laurel, F. L. Bertrand. F. Bolte, C. Carl. Αυτοί θα έχουν δικαίωμα να προσλάβουν νέα μέλη, αλλά ο συνολικός αριθμός των μελών δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 15». Ακολουθούσαν οι υπογραφές των Μαρξ, Ενγκελς, Σέξτον, Λονγκέ, Ντυπόν, Σερραλιέ, Βρομπλέφσκι, Μπαρύ, Μακ Ντόνελ, Λίσνερ, Λε Μουσιού. Χάγη 6 του Σεπτέμβρη 1872.
Το σχέδιο απόφασης προκάλεσε πεισματώδη πάλη στο συνέδριο. Οι μπακουνινιστές ορθώθηκαν ενάντιά του. Το ίδιο έκαναν και οι μπλανκιστές που στο συνέδριο αυτό υποστήριξαν γενικά τους μαρξιστές. Ο Ζόργκε, το πιο διακεκριμένο στέλεχος της Διεθνούς Ενωσης στις Ενωμένες Πολιτείες, αντιτάχθηκε κι αυτός σ' αυτήν την πρόταση, αλλά τελικά τάχθηκε υπέρ. Υστερα από μια πολύπλοκη πάλη - έγιναν και άλλες προτάσεις για τη Βαρκελώνη και τις Βρυξέλλες - υιοθετήθηκε τελικά το σχέδιο απόφασης του Ενγκελς με 30 ψήφους υπέρ, 14 κατά και 13 αποχές. Δηλώνοντας ότι η Διεθνής έχει χαθεί οι μπλανκιστές εγκατέλειψαν επιδεικτικά το συνέδριο και δεν ξαναπήραν μέρος στις εργασίες του. Το Νέο Γενικό Συμβούλιο εκλέχτηκε αφού πάρθηκε υπόψη το γεγονός ότι τα μέλη του έπρεπε να κατοικούν στις Ενωμένες Πολιτείες. Το Συμβούλιο αποτελούνταν από τους Cavanagh. St. Clair, Laurel, Fornacieri, Leviele, Deurure, Carl, Bolte, Berliand, Speyer, Ward. Ο Ζόργκε εκλέχτηκε γενικός γραμματέας.
Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που έδωσε ο Ενγκελς στο λόγο του όταν πρότεινε το σχέδιο απόφασης, η μεταφορά της Διεθνούς στη Νέα Υόρκη υπαγορευόταν από τις δύσκολες συνθήκες. Η κατάσταση, τόσο στα πλαίσια της οργάνωσης όσο και έξω απ' αυτήν, ήταν τέτοια που είχε γίνει πραγματικά αδύνατο να λειτουργεί πια η Διεθνής στην Ευρώπη. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν ότι οι αναρχικοί του Μπακούνιν μπορούσαν να κυριαρχήσουν σ' αυτήν και να τη χρησιμοποιήσουν για την αιρετική τους υπόθεση, πράγμα που θα σήμαινε καταστροφή, για το νεαρό παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Υπήρχε ακόμα το ενδεχόμενο να πέσει το Γενικό Συμβούλιο στα χέρια των μπλανκιστών, από τους οποίους πολλοί πρόσφυγες ύστερα από τη συντριβή της Κομμούνας, εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο. Σ' αυτές τις δύσκολες συνθήκες δεν έμενε τίποτε άλλο να γίνει από το να μεταφερθεί η έδρα της Διεθνούς στην Αμερική, όπου μπορούσε να βρει μια ισχυρή βάση στο νεαρό αμερικάνικο εργατικό κίνημα.
*«Ιστορία των Τριών Διεθνών» σελ. 119 - 127, εκδόσεις «ΓΝΩΣΕΙΣ»