Σάββατο 20 Ιούλη 2013 - 2η έκδοση
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ ΣΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ ΚΑΙ ΠΟΤΑ
Κερδοφορία, εξαγωγές, κυριαρχία με εργάτες - είλωτες

Θησαυρίζουν τα μονοπώλια στον κλάδο των Τροφίμων και Ποτών, και μάλιστα εν μέσω κρίσης την οποία φορτώνουν στους εργαζομένους τους. Αύξηση εξαγωγών, «αποδοτικοί» εργάτες, κυριαρχία τους στην «αγορά» με εξοβελισμό όσων «μικρών» κάπως τους ανταγωνίζονταν μέχρι πρότινος, υψηλά περιθώρια κέρδους που τους επιτρέπουν άνετα να απορροφούν τις όποιες αυξήσεις στο κόστος των πρώτων υλών, μερικά από τα στοιχεία της «επιτυχίας» τους.

Σημειωτέον, αυτά συμβαίνουν την ώρα που η επιθετικότητα της μεγαλοεργοδοσίας ενάντια στους εργάτες είναι σε πλήρη εξέλιξη. Επιγραμματικά και σύμφωνα με πρόσφατη (4 Ιούλη) ανακοίνωση της Ομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Γάλακτος - Τροφίμων - Ποτών, «Στον ΟΛΥΜΠΟ είχαμε μείωση μισθών και τώρα απολύσεις. Στην ΑΓΝΟ διώξεις συνδικαλιστών, απολύσεις, διαθεσιμότητες, απληρωσιά, καταστολή, με ΜΑΤ, των αγώνων. Στη ΝΟΥΝΟΥ απόλυση συνδικαλιστή, φίμωση των εργαζομένων με τρομοκρατία και απειλές για εφαρμογή του "νόμος και τάξη". Στη ΦΑΓΕ παρά την άμεση κινητοποίηση των εργαζομένων επιβλήθηκε εκ περιτροπής εργασία. Στην ΕΒΓΑ έχουμε εργαζομένους με 511 ευρώ. Στον ΚΑΝΑΚΗ απληρωσιά. Στη ΜΕΒΓΑΛ οι αγώνες των εργαζομένων ανάγκασαν την εταιρεία να καταβάλει τα δεδουλευμένα αλλά δεν απέτρεψαν το κλείσιμο του υποκαταστήματος διακίνησης Αθηνών και 150 εργαζόμενοι στην ανεργία, θυσία στην αναδιάρθρωση και την ανάπτυξη της κερδοφορίας. Στην ΑΛΛΑΤΙΝΗ και στον ΚΑΤΣΕΛΗ εκατοντάδες εργαζόμενοι μετέωροι και σε απόγνωση έπειτα από την αίτηση πτώχευσης του μεγαλομετόχου».


Στο μεταξύ, το μεγάλο κεφάλαιο καλπάζει. Ενδεικτικά, φετινή έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για τη βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών τονίζει:

«Η βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών διατηρεί θεμελιώδη ρόλο για την ελληνική οικονομία και την ελληνική μεταποιητική βιομηχανία (...) συνολικά οι ετήσιες μειώσεις σε θεμελιώδη μεγέθη των επιχειρήσεων του κλάδου στα Τρόφιμα είναι λιγότερο έντονη σε σχέση με την αντίστοιχη στο σύνολο της μεταποίησης, ακόμη και μετά την οικονομική κρίση της Ευρωζώνης (...) Η ελληνική βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών είναι μια δυναμική, ανταγωνιστική και εξωστρεφής βιομηχανία, με σημαντικές επενδύσεις και επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια και σε όλη την Ευρώπη».

Θυμίζουμε χαρακτηριστικά ότι η «Vivartia» το 2007 ολοκλήρωσε την εξαγορά της βουλγαρικής γαλακτοβιομηχανίας «United Milk Company» και της κυπριακής «Charalampides Dairies». Η ΦΑΓΕ το 2008 επένδυσε 70 εκατ. δολάρια στις ΗΠΑ λειτουργώντας εργοστάσιο γιαούρτης στη Νέα Υόρκη με δυνατότητα επεξεργασίας 60 εκατ. λίτρων γάλακτος ετησίως. Από δημοσιοποιημένα στοιχεία προκύπτει ότι η δραστηριότητά της εκεί της απέδωσε πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό με τα άλλα μονοπώλια του κλάδου. Ενδεικτικά, το 2010, χρονιά κρίσης, στο πρώτο εξάμηνο οι πωλήσεις της παρουσίασαν σταθερή πορεία σε σύγκριση με την αρνητική εικόνα ανταγωνιστριών της. Οι πωλήσεις του ομίλου αυξήθηκαν κατά 1,1% σε όγκο και κατά 5,4% σε αξία, ανερχόμενες σε 167,1 εκατ. ευρώ. Οι καθαρές ενοποιημένες πωλήσεις επηρεάστηκαν θετικά από τη σημαντική αύξηση της δραστηριότητας στις ΗΠΑ (+59,5% οι πωλήσεις σε όγκο και +52,1% σε αξία), αλλά και από την ενίσχυση τότε του δολαρίου έναντι του ευρώ. Οι παράγοντες αυτοί αντιστάθμισαν τη μείωση κατά 7,5% στις πωλήσεις του ομίλου σε όγκο και 8,5% της αξίας στην εγχώρια ελληνική αγορά.


Αλλωστε, όλοι οι βιομήχανοι του κλάδου είχαν μεγάλη κερδοφορία τα προηγούμενα χρόνια. Σχετική έρευνα της «Hellastat» σημειώνει ότι τα συνολικά έσοδα 83 παραγωγικών και εισαγωγικών επιχειρήσεων γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων την περίοδο 2006-2009 παρουσιάζουν αύξηση κατά 5,4%, ανερχόμενα στα 2,4 δισ. ευρώ κατ' έτος (κατά μέσο όρο). Η εικόνα της ανόδου αφορά στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων (64 από τις 83), με μέσο ρυθμό αύξησης ανά επιχείρηση 11%.

Χάνουν οι «μικροί»

Το ΙΟΒΕ δίνει μια καθαρή εικόνα του ποιος πληρώνει την κρίση: «Το 2009, όταν ξεκίνησε η υφεσιακή πορεία της εγχώριας οικονομίας, ο κλάδος υπέστη ισχυρό πλήγμα σε όρους απασχόλησης, ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, πωλήσεων, ακαθάριστης αξίας παραγωγής και επενδύσεων, σημειώνοντας πτώση σε αυτά τα μεγέθη. Ωστόσο, η μείωση αυτή προήλθε όχι τόσο από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αλλά από τις πολύ μικρές, κάτω των 10 εργαζόμενων, οι οποίες αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα, τόσο στη βιομηχανία Τροφίμων (95%), όσο και στα Ποτά (90%)».

Εξάλλου, γενική εκτίμηση στην περιλάλητη «αγορά» είναι ότι οι μεγάλου μεγέθους βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν δημιουργήσει σύγχρονες παραγωγικές μονάδες, διαθέτουν σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό τον οποίο ανανεώνουν έχοντας κονδύλια για τέτοιες επενδύσεις, έχουν στήσει οργανωμένο και ευρύτατο δίκτυο διανομής μέσω του οποίου διαθέτουν τα προϊόντα τους σε ολόκληρη σχεδόν την ελληνική επικράτεια, έχουν τη δυνατότητα διάθεσης σημαντικών ποσών για τη διαφημιστική προβολή και υποστήριξη των προϊόντων τους προκειμένου να ενισχύουν την αναγνωρισιμότητα των εμπορικών σημάτων τους, αλλά και για έρευνα και ανάπτυξη νέων τύπων συσκευασίας - τυποποίησης προϊόντων. Αντίθετα, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, λόγω περιορισμένων δυνατοτήτων στο μεταξύ των μονοπωλίων ανταγωνισμό, διαθέτουν χαμηλή παραγωγική δυναμικότητα, περιορισμένες δυνατότητες έρευνας, εκσυγχρονισμού και προβολής, και περιορίζουν τη δραστηριότητα και διάθεση προϊόντων τους συνήθως σε μικρές γεωγραφικές περιφέρειες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τι συμβαίνει με τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και πώς καταπίνουν τη μία μετά την άλλη τις μικρότερες (π.χ. η «Carrefour-Mαρινόπουλος» τη DIA, η «ΑΒ Βασιλόπουλος» τη γερμανική PLUS, καταστήματα της πτωχευμένης «Αtlantic» να διαμοιράζονται σε άλλα μονοπώλια κλπ). Οικονομικοί αναλυτές σκιαγραφούν το πεδίο των οξύτατων αυτών ανταγωνισμών λέγοντας ότι το μέγεθος των επιχειρήσεων του κλάδου επηρεάζει τη διαπραγματευτική τους δύναμη. Τη μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη ως αγοραστές προϊόντων που ακολούθως μεταπωλούν στη λιανική έχουν οι μεγαλύτερες αλυσίδες. Η «δύναμη» των μεγαλύτερων αλυσίδων δεν πηγάζει μόνο από τις μεγάλες ποσότητες που προμηθεύονται, αλλά και από τη δυνατότητά τους να συμβάλουν στην αναγνωρισιμότητα ενός προϊόντος. Ψωνίζουν φτηνότερα, πωλούν φτηνότερα, κυριαρχούν έναντι των ασθενέστερων.


Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ