Ο Πέτρος και η Ελπίδα δεν μπορούν πια να κοιμηθούν. Τριγυρνάνε τη νύχτα στους δρόμους και γράφουν συνθήματα στους τοίχους της πόλης. Αποφάσισαν ότι δε θέλουν πια να ζουν έτσι. Εχουν ανάγκη να φύγουν απ' την κοινωνία όπου τα πάντα ελέγχονται. Μακριά απ' τους νόμους ενός παντοδύναμου κράτους που αστυνομεύει τα πάντα σαρκάζοντας τη ζωή. Πνίγηκαν απ' τις κάθε είδους συνήθειες, τους βούλιαξαν στη σιωπή, έχτισαν άρρηκτους τοίχους γύρω τους, τους παγίδεψαν στο φόβο, θάβοντας κάθε ελευθερία σκέψης και δράσης. Η πτώση δείχνει αναπόφευκτη, είναι θέμα χρόνου. Τώρα πρέπει να φύγουν. Τώρα που μπορούν ακόμα να σκεφτούν, να συγκρίνουν, να μετρήσουν, να πετάξουν τ' άχρηστα, να περπατήσουν προς καινούργιους ορίζοντες.