Κυριακή 24 Φλεβάρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν»

Οταν ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας αποκτά νέα «ζωή» ως αριστούργημα της έβδομης τέχνης

«Στα "Παιδικά χρόνια του Ιβάν" προσπάθησα να αναλύσω την κατάσταση του ανθρώπου πάνω στον οποίο επιδρά ο πόλεμος. Αν ο άνθρωπος διαλυθεί, τότε διαταράσσεται η λογική, ειδικά αν πρόκειται για την ψυχολογία ενός παιδιού. Απ' την αρχή, φαντάστηκα τον ήρωα (σ.σ. της ταινίας) σαν ένα χαρακτήρα διαλυμένο, μετατοπισμένο, λόγω του πολέμου, από το φυσιολογικό του άξονα. Ατελείωτα πολλά, στην πραγματικότητα, όλα όσα χαρακτηρίζουν την ηλικία του Ιβάν, έφυγαν οριστικά από τη ζωή του (...)».

Τα παραπάνω είναι λίγες σκέψεις του μεγάλου Σοβιετικού κινηματογραφιστή Αντρέι Ταρκόφσκι, για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, την αριστουργηματική «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν», γυρισμένη το 1962, η οποία προβάλλεται ήδη από την περασμένη Πέμπτη στον κινηματογράφο «Τριανόν» από τη «New Star». Πρόκειται για ένα «διαμάντι» της έβδομης τέχνης, δουλεμένο από έναν πραγματικό μάστορα, γνήσιο «παιδί» της ανεπανάληπτης σοβιετικής κινηματογραφικής κουλτούρας και σχολής.

Η ταινία βασίζεται στο διήγημα του επίσης σπουδαίου Σοβιετικού συγγραφέα Βλαντίμιρ Μπογκομόλοφ, «Ιβάν», που το έγραψε το 1957 και που μέχρι το 1998 είχε εκδοθεί 219 φορές σε 40 γλώσσες. Αποτελεί ουσιαστικά έναν λογοτεχνικό φόρο τιμής στα μικρά παιδιά - κατασκόπους, που έδωσαν τη ζωή τους για να μεταφέρουν πολύτιμες πληροφορίες από το εχθρικό μέτωπο. Ενα τέτοιο παιδί ήταν και ο δωδεκάχρονος, Ιβάν Μπουσλόφ, του οποίου η παιδική ηλικία ουσιαστικά τελείωσε με τραγικό τρόπο, όταν οι φασίστες σκοτώνουν τη μητέρα και τη μικρή του αδερφή, ενώ ο πατέρας του σκοτώνεται στο μέτωπο. Η απώλεια και ο πόλεμος μετατρέπουν τον Ιβάν σε έναν ριψοκίνδυνο μαχητή, με ικανότητα να γλιστράει μέσα στις εχθρικές γραμμές, αλλά με τις αποστολές του να γίνονται ολοένα και πιο επικίνδυνες. Ετσι απομακρύνεται από την πρώτη γραμμή. Ομως, ο Ιβάν αντιστέκεται και πείθει τους ανωτέρους του να τον αφήσουν να εκτελέσει μια τελευταία αποστολή.


Αυτή η ιστορία γίνεται στα χέρια του 29χρονου, τότε, Ταρκόφσκι, η αφορμή για να «καταδυθεί», παρασέρνοντας μαζί του και τον θεατή, στη φρίκη του πολέμου, έτσι όπως αποτυπώνεται στην ανθρώπινη ψυχή. Οπως το έθεσε ο άλλος μεγάλος δημιουργός Ινγκμαρ Μπέργκμαν: «Η ανακάλυψη του πρώτου φιλμ του Ταρκόφσκι ήταν για μένα ένα θαύμα. Βρέθηκα να στέκομαι μπροστά σε μια πόρτα κρατώντας το κλειδί που ποτέ κανένας δεν μου είχε δώσει. Για μένα, ο Ταρκόφσκι είναι ο μεγαλύτερος, είναι αυτός που εφηύρε μια νέα γλώσσα, πιστή στη φύση του κινηματογράφου, καθώς συλλαμβάνει τη ζωή ως αντανάκλαση, τη ζωή ως όνειρο».

Και να σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά προέκυψαν... από μια αποτυχία. Οχι του Ταρκόφσκι, αλλά του σκηνοθέτη Εντουάρντ Αμπάλοφ, στον οποίο το στούντιο της «Μόσφιλμ» εμπιστεύθηκε αρχικά τη μεταφορά του διηγήματος στον κινηματογράφο. Το πρώτο υλικό από τα γυρίσματα του Αμπάλοφ προκάλεσε θύελλα αρνητικής κριτικής από την καλλιτεχνική επιτροπή του στούντιο, με αποτέλεσμα, το Δεκέμβρη του 1960 να αποφασιστεί η διακοπή των γυρισμάτων. Μάλιστα, αυτό το υλικό χαρακτηρίστηκε ως «μη ικανοποιητικό» και η ποιότητά του τόσο «άθλια» που η περαιτέρω χρήση του κρίθηκε ως «αδύνατη»! Τα δε χρήματα που σπαταλήθηκαν για το φιλμ καταχωρήθηκαν ως «απώλεια». Τον Ιούνη του 1961 η ταινία παραδίδεται στον Ταρκόφσκι, ο οποίος την ολοκληρώνει σε πέντε μήνες, προϊδεάζοντας τους πάντες για το νέο κεφάλαιο που ανοιγόταν στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Η υποδοχή κοινού και κριτικής ήταν ανεπανάληπτη: «Χρυσός Λέοντας» στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1962. «Χρυσή Πύλη» στο Φεστιβάλ του Σαν-Φρανσίσκο το 1962. «Χρυσή κεφαλή Παλένκε» στο Φεστιβάλ στο Ακαπούλκο (Μεξικό) το 1963 και τουλάχιστον δέκα ακόμη διεθνείς διακρίσεις.

Οι διαφωνίες για το σενάριο ανάμεσα στον Ταρκόφσκι και τον Μπογκομόλοφ έχουν σημασία μόνο για τους ιστορικούς της Τέχνης και τους θεωρητικούς του κινηματογράφου. Ηταν γόνιμες διαφωνίες ανάμεσα σε δύο σπουδαίους καλλιτέχνες και εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι τελικά η ταινία κινήθηκε στο πλαίσιο που έθεσε ο Ταρκόφσκι. Αλλωστε, η αναγνώριση του κινηματογράφου ως ξεχωριστής τέχνης, με δικά της εκφραστικά μέσα, εργαλεία και «νόμους» - που πάντα περιμένουν τη μεγαλοφυία να τους καταργήσει - έγινε ουσιαστικά για πρώτη φορά από το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη σχολή κινηματογράφου, η θρυλική ΒΓΚΙΚ, στην οποία σπούδασε και ο Ταρκόφσκι, ιδρύθηκε στην ΕΣΣΔ αμέσως μετά την Επανάσταση.

Εξάλλου, ο ίδιος ο Μπογκομόλοφ (πέθανε το 2003 σε ηλικία 77 ετών), βετεράνος του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, παρασημοφορεμένος αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού, με τον «Ιβάν» «συστήθηκε» ως νέο φωτεινό ταλέντο της σοβιετικής λογοτεχνίας. Αν και διαφορετικής αισθητικής σχολής από τον Ταρκόφσκι, ωστόσο ο Μπογκομόλοφ έχει ένα κοινό στοιχείο με αυτόν: Την επίμονη αναζήτηση της ποιότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την επιτυχία του, ο Μπογκομόλοφ δεν σπατάλησε το ταλέντο του. Η επόμενη μεγάλη λογοτεχνική στιγμή του ήταν το 1974 με την έκδοση του μοναδικού μυθιστορήματός του «Τον Αύγουστο του '44 (Μια στιγμή της αλήθειας)». Μέχρι το θάνατό του αναζητούσε το λογοτεχνικό του όραμα χωρίς εκπτώσεις, όπως και ο Ταρκόφσκι. Γι' αυτό και λίγο πριν πεθάνει αρνήθηκε να μπει το όνομά του στους τίτλους μιας ταινίας με τίτλο «Τον Αύγουστο του '44» και απαγόρευσε τη χρήση του δεύτερου μέρους του τίτλου «Μια στιγμή της αλήθειας». Η εξήγηση - που θα μπορούσε να ήταν και του Ταρκόφσκι - ήταν απλή: «Ασυγχώρητη μείωση των κριτηρίων της καλλιτεχνικότητας»...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ