Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και την τρόικα εξαντλείται στην ικανότητα διαπραγμάτευσης και όχι στην ουσία και τις αιτίες της πολιτικής που εφαρμόζεται συνειδητά από την κυβέρνηση σε όφελος του κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια αποτελεί το καλύτερο «συγχωροχάρτι» στην ΕΕ και τους επιχειρηματικούς ομίλους στην Υγεία. Για παράδειγμα, διακηρυγμένος στόχος της ΕΕ - και πριν την κρίση - είναι να ανοίξει η «αγορά» της Υγείας για νέες επενδύσεις. Επίσης διακηρυγμένος στόχος της ΕΕ και των μεγαλοεργοδοτών είναι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή η εκμηδένιση των κρατικών κονδυλίων για κοινωνικές δαπάνες. Επομένως, η άσκηση πολιτικής με προτεραιότητα τις κοινωνικές ανάγκες προϋποθέτει ρήξη και σύγκρουση με τους παραπάνω, κατάργηση της δανειακής σύμβασης που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν την απορρίπτει, αφού δεν απορρίπτει το χρέος, αλλά μόνο μέρος του και θέλει να την ξαναδιαπραγματευτεί.
Αλλη μια αντίφαση είναι η εξής: Καταλογίζει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση «την παράδοση μέρους της λειτουργίας των υγειονομικών δομών στο γερμανικό έλεγχο». Από την άλλη αποθεώνει την πολιτική Υγείας που ασκείται σε άλλες - αναπτυγμένες - χώρες της ΕΕ και κρύβει πως και εκεί τα δημόσια νοσοκομεία λειτουργούν ανταποδοτικά, αποκλείουν ανασφάλιστους κλπ, ενώ σημαντικό κομμάτι Υγείας - Πρόνοιας ασκείται από την επιχειρηματική πρωτοβουλία μέσω ΜΚΟ, δομές «Κοινωνικής Οικονομίας» κ.ά., τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει ως μοχλούς ανάπτυξης και μέσα αντιμετώπισης της ανεργίας. Για χρόνια παραμύθιαζε τον ελληνικό λαό - και με αφορμή την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ - για σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου και των μισθών με τις χώρες της ΕΕ και έκρυβε ότι, για παράδειγμα στη Γερμανία, ακόμη και οι ασφαλισμένοι πληρώνουν από την τσέπη τους μεγάλο μέρος των εξόδων νοσηλείας σε δημόσια νοσοκομεία.