Κυριακή 9 Σεπτέμβρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "Ο Καρλ Μαρξ για τον εργάσιμο χρόνο και την ένταση της εκμετάλλευσης"
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Καρλ Μαρξ για τον εργάσιμο χρόνο και την ένταση της εκμετάλλευσης

«Η εργάσιμη μέρα είναι η φυσική μονάδα μέτρησης για τη λειτουργία της εργατικής δύναμης...» (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 2ος, σελ. 153).

***

Ενα από τα νέα αντεργατικά μέτρα, αυτό που δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις για διευθέτηση του ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, αφήνοντας ελεύθερο χρόνο στον εργαζόμενο 11 ώρες το 24ωρο, που σημαίνει ότι όλος ο υπόλοιπος ημερήσιος χρόνος είναι στη διάθεση της επιχείρησης, άρα εργάσιμος, συνοδεύεται και από το μέτρο της κατάργησης των περιορισμών μεταξύ πρωινής και απογευματινής βάρδιας. Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η επιχείρηση μπορεί να διευθετεί το χρόνο ακόμη και μέσα στην ίδια μέρα. Επιβάλλουν λοιπόν υποχρεωτικά 6ήμερη εργασία για 13 ώρες δουλειάς τη μέρα, δηλαδή 78 ώρες δουλειά τη βδομάδα, ενώ ο ίδιος εργαζόμενος μπορεί να δουλεύει και στις δυο βάρδιες, για 13 ώρες, με κατανομή του ωραρίου όπως βολεύει την επιχείρηση. Οι ρυθμίσεις της οδηγίας για την «οργάνωση του χρόνου εργασίας», όπως διαμορφώθηκε με την απόφαση της ΕΕ που ενέκρινε την Εκθεση Σέρκας, από την οποία προκύπτουν τα παραπάνω ζητήματα, βάζουν ένα επιπλέον ζήτημα - καρμανιόλα για τους εργαζόμενους. Τη δυνατότητα της επιχείρησης να χωρίζει τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο σε ενεργό και ανενεργό. Διευθέτηση εργάσιμου χρόνου σημαίνει ότι ο εργαζόμενος θα δουλεύει μεν 13 ώρες αλλά δε θα πληρώνεται τις 5 ώρες, δε θα παίρνει υπερωρία. Θα πληρώνεται κανονικά το μεροκάματο ή το μισθό και αυτές οι ώρες κάποτε, όταν βολεύει την επιχείρηση (π.χ. όταν δεν έχει πολλή δουλειά, όπως τώρα, π.χ., με την κρίση), θα τις δίνει σε ρεπό. Αρα έχουμε αύξηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου με αύξηση της απλήρωτης δουλειάς. Αρα ένταση της εκμετάλλευσης. Με το χωρισμό του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου σε ενεργό - ανενεργό, στον ανενεργό ο εργάτης θα βρίσκεται στην επιχείρηση, αλλά ο εργοδότης θα θεωρεί ότι δε δουλεύει. Επομένως, δε θα τον πληρώνει. Ετσι, στις 13 ώρες δουλειάς θα θεωρεί ο εργοδότης ότι ο εργάτης δουλεύει μόνο 8 ώρες σπαστά ή και μόνο 7 ώρες κ.ο.κ. Τις υπόλοιπες θα τον έχει τάχα στο χώρο δουλειάς χωρίς να κάνει τίποτα. Αυτό και αν είναι συγκάλυψη τεράστιας απλήρωτης δουλειάς, ενώ στο όνομα του ανενεργού χρόνου η 78ωρη βδομάδα μπορεί να ισχύει ακόμη και για όλο το χρόνο.

Δίνεται λοιπόν η δυνατότητα λόγω της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης και της μείωσης της παραγωγής, με ανάλογες επιπτώσεις σε εμπόριο και υπηρεσίες, να μπορούν οι επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν τους εργαζόμενους όταν έχουν δουλειά και να μην τους απασχολούν όταν δεν έχουν. Χρησιμοποιούν την εργατική δύναμη για όσο χρόνο τη χρειάζονται λόγω των αναγκών της παραγωγής τους, αυξάνοντας την απλήρωτη δουλειά, άρα βγάζουν πολλαπλάσιο κέρδος, ενώ με τον ενεργό - ανενεργό χρόνο ουσιαστικά θα δουλεύει ο εργάτης 13 ώρες, αλλά θα πληρώνεται λιγότερες ακόμη και από το 8ωρο. Η ανταπόδοση σε ελεύθερο χρόνο, όταν πέφτει η παραγωγή των επιχειρήσεων, δημιουργεί απατηλή εντύπωση πως ο εργάτης δουλεύει χωρίς να χάνει, αφού παίρνει το μισθό του. Αλλά συνολικά οι όροι ζωής του αλλάζουν προς το χειρότερο. Οι εργαζόμενοι γίνονται απόλυτο εξάρτημα των καπιταλιστών και των αναγκών τους στις συνθήκες κρίσης, σε όφελος του κεφαλαίου. Δουλειά 13 ώρες καθημερινά σημαίνει εξάντληση, που φθείρει ανεπανόρθωτα την υγεία των εργαζομένων, τους αναγκάζει να απέχουν από κάθε άλλη δραστηριότητα, όπως κοινωνικοπολιτική δράση, οικογενειακή ζωή, σχέσεις με φίλους, ψυχαγωγία κλπ., ενώ μετά βίας έχουν 11 ώρες την ημέρα για ξεκούραση.

Ο καπιταλιστής βγάζει πολλαπλάσιο κέρδος και ο εργάτης από την αξία της παραγωγής, δηλαδή τον πλούτο που παράγει, παίρνει μικρότερο μερίδιο. Και αυτό επίσης πρέπει να τον ενδιαφέρει άμεσα. Δεν έχει σημασία αν π.χ. δε μειώνεται ο μισθός ή το μεροκάματο, αφού αυξάνεται η εκμετάλλευση. Επίσης την ίδια περίοδο οι μεγαλοεπιχειρηματίες κλέβουν την υπερωρία βγάζοντας μεγαλύτερα κέρδη από τον εργάτη. Επομένως δεν καταστρέφουν απλά τη ζωή των εργαζομένων, αλλά αυξάνουν στο έπακρο την εκμετάλλευση για μεγαλύτερη κερδοφορία που σε συνδυασμό με τους μισθούς πείνας των 500 ευρώ τους καταδικάζουν σε σύγχρονη σκλαβιά, αργό θάνατο. Ανεξάρτητα αν τις 5 απλήρωτες ώρες καθημερινά τις δώσει η επιχείρηση σε ρεπό, σε χρόνο που δε θα χρειάζεται δουλειά.

Ταυτόχρονα μ' αυτές τις εργασιακές σχέσεις και συνθήκες, η εργατική δύναμη έχει φθορά που δεν αναπληρώνεται, όταν ο εργάτης δουλεύει περισσότερες, από την κανονική εργάσιμη μέρα, ώρες. Ετσι, η εργατική δύναμη καταστρέφεται ανεπανόρθωτα και σε συνδυασμό με τη δραστική μείωση του μισθού του, άρα τη μη κάλυψη στοιχειωδών αναγκών, έρχεται γοργή φθορά και της υγείας του. Αργός πρόωρος θάνατος.

Με τη διευθέτηση και το χωρισμό του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου σε ενεργό - ανενεργό, ως οργάνωση του εργάσιμου χρόνου, καταργούν και τους τελευταίους υποτυπώδεις περιορισμούς σχετικά με τα χρονικά όρια του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου. Ο εργάσιμος χρόνος αποτελείται από τον αναγκαίο, όπου ο εργάτης δουλεύει για το μεροκάματό του, και τον πρόσθετο, όπου βγαίνει η υπεραξία, την οποία καρπώνεται ο καπιταλιστής. Είναι το μέρος του εργάσιμου χρόνου για το κέρδος στα πλαίσια του 8ωρου. Οσο αυξάνεται η εργάσιμη μέρα πέρα από το 8ωρο, αυξάνεται και ο πρόσθετος χρόνος, επομένως αυξάνεται η υπεραξία και το κέρδος. Γι' αυτό θέλουν το 78ωρο και το χωρισμό του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου σε ενεργό - ανενεργό οι καπιταλιστές.

Τα ζητήματα αυτά υπάρχουν, έρχονται και επανέρχονται από τότε που ο καπιταλισμός κυριάρχησε σαν κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, προκαλώντας αβάσταχτες συνέπειες και βάσανα για τους εργάτες από τη μη κανονικότητα στην εργασία στη διάρκεια της μέρας, τόσο ως προς την ένταση της εκμετάλλευσης, όσο και ως προς την ανεπανόρθωτη φθορά της εργατικής δύναμης, δηλαδή της υγείας των εργατών, επειδή ακριβώς η αναπλήρωση της εργατικής δύναμης γίνεται στη διάρκεια του 24ώρου. Οι ρυθμίσεις αυτές παραπέμπουν σ' αυτό που ο Μαρξ στο αξεπέραστο έργο του «Το Κεφάλαιο» στον πρώτο τόμο αναφέρει ότι «καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία» (σελ. 562-563).

Επίσης στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ αναφέρει: «Η αναστολή της παραγωγής θα αδρανοποιούσε ένα μέρος της εργατικής τάξης και θα έθετε έτσι το άλλο, το απασχολημένο μέρος της, σε συνθήκες, κάτω από τις οποίες θα υποχρεωνόταν να δεχθεί μια πτώση του μισθού της εργασίας κάτω ακόμα και από το μέσο επίπεδο, κάτω που για το κεφάλαιο έχει ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα που θα είχε αν με τον μέσο μισθό θα αυξανόταν η σχετική ή η απόλυτη υπεραξία» (σελ. 322).

Βλέπουμε λοιπόν πως ο Μαρξ με τη μνημειώδη μελέτη και ανάλυσή του μας έδωσε το θεωρητικό εργαλείο και για την ερμηνεία και της σύγχρονης καπιταλιστικής πραγματικότητας και τη δυνατότητα να αποκαλύπτουμε τις μεθόδους έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης οι οποίες δεν είναι και τόσο νέες και σύγχρονες. Βασικά έχουν την ηλικία του καπιταλισμού.

Με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, η αστική τάξη πασχίζει να διαχειριστεί την κρίση, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειές της για το κεφάλαιο σε βάρος της εργατικής τάξης. Δεν έχει άλλο μέσο από την ένταση χωρίς όρια της εκμετάλλευσης και δοκιμάζει όλες τις μεθόδους ταυτόχρονα και συνδυασμένα. Την παράταση του εργάσιμου χρόνου χωρίς πληρωμή υπερωρίας, τη μερική απασχόληση, την εκ περιτροπής εργασία κλπ. Ετσι γίνεται προσπάθεια να εξαναγκαστούν οι εργάτες να συμβιβαστούν με τη μερική απασχόληση, την εκ περιτροπής εργασία και με μεροκάματα και μισθούς που αντικειμενικά δεν φτάνουν για την αναπλήρωση της εργατικής τους δύναμης, των αναγκών τους για να μπορούν στοιχειωδώς να ζήσουν και να εργάζονται.

Ας παρακολουθήσουμε πώς ο Μαρξ αναλύει όλα τα παραπάνω ζητήματα στο «Κεφάλαιο».

Για την εργάσιμη μέρα

«Το άθροισμα της αναγκαίας εργασίας και της υπερεργασίας, των χρονικών διαστημάτων, στα οποία ο εργάτης παράγει την αξία που αναπληρώνει την εργατική του δύναμη και την υπεραξία, αποτελεί το απόλυτο μέγεθος του εργάσιμου χρόνου του - την εργάσιμη μέρα (241). (σ.σ. στο γράφημα α - - - - β - - - - γ, η γραμμή αγ παριστάνει την εργάσιμη μέρα, η γραμμή αβ το μέγεθος του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και η γραμμή βγ το μέγεθος της υπερεργασίας).

Την υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας την ονομάζω απόλυτη υπεραξία. Αντίθετα, την υπεραξία που προκύπτει από τη συντόμευση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και από την αντίστοιχη αλλαγή στη σχέση των μεγεθών των δυο συστατικών μερών της εργάσιμης μέρας την ονομάζω σχετική υπεραξία» (τ. 1ος, σελ. 330).

«Ξεκινήσαμε από την προϋπόθεση ότι η εργατική δύναμη αγοράζεται και πουλιέται στην αξία της. Η αξία της, όπως και η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της. Αν λοιπόν η παραγωγή των μέσων συντήρησης που χρειάζεται ο εργάτης κατά μέσο όρο τη μέρα απαιτεί 6 ώρες, πρέπει να εργάζεται κατά μέσο όρο 6 ώρες τη μέρα για να παράγει καθημερινά την εργατική του δύναμη ή για να αναπαράγει την αξία που παίρνει από την πώλησή της. Το αναγκαίο μέρος της εργάσιμης μέρας του είναι στην περίπτωση αυτή 6 ώρες, δηλαδή ένα δοσμένο μέγεθος αν όλοι οι άλλοι όροι μείνουν οι ίδιοι. Αυτό όμως δεν πάει να πει ότι έχει δοθεί κιόλας το μέγεθος της ίδιας της εργάσιμης μέρας.

Ας υποθέσουμε ότι η γραμμή α - - - - - - β παρασταίνει τη διάρκεια ή το μέγεθος του αναγκαίου χρόνου εργασίας, λ.χ. 6 ώρες. Ανάλογα με το αν η εργασία παραταθεί κατά 1, 3 ή 6 ώρες κλπ. πέρα από τη γραμμή αβ, θα 'χουμε 3 διαφορετικές γραμμές:

Εργάσιμη μέρα Ι. α - - - - - - β - γ,

Εργάσιμη μέρα ΙΙ. α - - - - - - β - - - γ,

Εργάσιμη μέρα ΙΙΙ. α - - - - - - β - - - - - - γ,

που παρασταίνουν τρεις διαφορετικές εργάσιμες μέρες, 7, 9 και 12 ωρών. Η γραμμή προέκτασης βγ παρασταίνει τη διάρκεια της υπερεργασίας. Επειδή η εργάσιμη μέρα=αβ+βγ, ή αγ, ποικίλλει ανάλογα με το μεταβλητό μέγεθος βγ. (...) Γι' αυτό οι διακυμάνσεις της εργάσιμης μέρας κινούνται μέσα σε φυσικά και κοινωνικά όρια. Και τα δύο αυτά όρια όμως είναι πολύ ελαστικά και επιτρέπουν τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Ετσι βρίσκουμε εργάσιμες μέρες 8, 10, 12, 14, 16 και 18 ωρών, δηλαδή των πιο διαφορετικών μεγεθών...

Τι είναι μια εργάσιμη ημέρα; Πόσος είναι ο χρόνος που στη διάρκειά του το κεφάλαιο επιτρέπεται να καταναλώνει την εργατική δύναμη που πληρώνει την ημερήσια αξία της; Πόσο μπορεί να παραταθεί η εργάσιμη ημέρα πέρα από το χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής δύναμης; Σ' αυτά τα ερωτήματα, όπως είδαμε, το κεφάλαιο απαντάει: Η εργάσιμη ημέρα αριθμεί καθημερινά 24 ολόκληρες ώρες, εκτός από λίγες ώρες ανάπαυσης, που χωρίς αυτές η εργατική δύναμη είναι απολύτως ανίκανη να επαναλάβει την υπηρεσία της. Πρώτα πρώτα είναι αυτονόητο πως σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του ο εργάτης δεν είναι τίποτα άλλο από εργατική δύναμη, ότι επομένως όλος ο χρόνος που διαθέτει είναι φύσει και νόμω χρόνος εργασίας και γι' αυτό ανήκει στην αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου. Ο χρόνος για τη μόρφωση του ανθρώπου, για την πνευματική ανάπτυξη, για την εκπλήρωση κοινωνικών λειτουργιών, για την κοινωνική συναναστροφή, για το ελεύθερο παιχνίδι των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων, ακόμα και ο ελεύθερος χρόνος της Κυριακής - κι ας είναι στη χώρα που γιορτάζουν ακόμα και το Σάββατο - όλα αυτά είναι καθαρή ανοησία! Το κεφάλαιο όμως, με το απεριόριστα τυφλό πάθος του και με την πείνα δράκου για υπερεργασία, σπάει όχι μόνο τα ηθικά, μα και τα φυσικά ανώτατα όρια της εργάσιμης ημέρας. Σφετερίζεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τη διατήρηση της υγείας του σώματος. Ληστεύει το χρόνο που είναι απαραίτητος για την κατανάλωση καθαρού αέρα και ηλιακού φωτός. Τσιγκουνεύεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για το φαγητό και όπου μπορεί τον ενσωματώνει στο ίδιο το προτσές παραγωγής, έτσι που τον εργάτη τον τροφοδοτούν με φαγητό σαν απλό μέσο παραγωγής, όπως τροφοδοτούν με κάρβουνο το ατμοκάζανο και με γράσο ή λάδι τις μηχανές. Τον υγιεινό ύπνο, που είναι απαραίτητος για τη συγκέντρωση, την ανανέωση και το φρεσκάρισμα της ζωικής δύναμης, τον περιορίζει το κεφάλαιο σε τόσες ώρες απονάρκωσης, όσες είναι οπωσδήποτε απαραίτητες για να ξαναζωντανέψει ένας απόλυτα εξαντλημένος οργανισμός. Αντί τα όρια της εργάσιμης ημέρας να τα καθορίζει εδώ η φυσιολογική συντήρηση της εργατικής δύναμης, αντίστροφα η μεγαλύτερη δυνατή ημερήσια κατανάλωση της εργατικής δύναμης - όσο νοσηρά βίαιη και επίπονη κι αν είναι η κατανάλωση αυτή - καθορίζει τα όρια για το χρόνο ανάπαυσης του εργάτη. Το κεφάλαιο δε ρωτάει πόσο διαρκεί η ζωή της εργατικής δύναμης. Αυτό που το ενδιαφέρει είναι αποκλειστικά και μόνο το ανώτατο όριο εργατικής δύναμης που μπορεί να ρευστοποιηθεί μέσα σε μια εργάσιμη ημέρα. Το σκοπό αυτό τον πετυχαίνει ελαττώνοντας τη διάρκεια της εργατικής δύναμης, όπως ένας άπληστος γεωργός πετυχαίνει μια μεγαλύτερη απόδοση του εδάφους καταληστεύοντας τη γονιμότητά του.

Ετσι, με την παράταση της εργάσιμης ημέρας η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, που είναι ουσιαστικά παραγωγή υπεραξίας, απορρόφηση υπερεργασίας, δεν προκαλεί απλώς το μαρασμό της ανθρώπινης εργατικής δύναμης, που της στερούν τους κανονικούς όρους της ηθικής και φυσικής ανάπτυξης και δραστηριότητάς της. Προκαλεί την πρόωρη εξάντληση και θανάτωση αυτής της ίδιας της εργατικής δύναμης. Παρατείνει για ένα ορισμένο διάστημα τον παραγωγικό χρόνο του εργάτη, συντομεύοντας το χρόνο της ζωής του.

Η αξία της εργατικής δύναμης όμως περιλαμβάνει την αξία των εμπορευμάτων που απαιτούνται για την αναπαραγωγή του εργάτη ή για την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Αν λοιπόν η παράταση της εργάσιμης ημέρας πέρα από τα φυσικά της όρια, που επιδιώκει κατ' ανάγκην το κεφάλαιο με την απεριόριστη τάση του ν' αυτοαξιοποιείται, συντομεύει τη διάρκεια της ζωής των ξεχωριστών εργατών και επομένως τη διάρκεια λειτουργίας της εργατικής τους δύναμης, γίνεται απαραίτητη η γρηγορότερη αναπλήρωση των φθαρμένων εργατικών δυνάμεων και επομένως η διάθεση μεγαλύτερων εξόδων φθοράς για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ακριβώς όπως το μέρος της αξίας μιας μηχανής που πρέπει ν' αναπαράγεται καθημερινά είναι τόσο πιο μεγάλο, όσο πιο γρήγορα φθείρεται η μηχανή. Θα νόμιζε λοιπόν κανένας ότι το κεφάλαιο απ' αυτό το ίδιο του το συμφέρον τείνει προς μια κανονική εργάσιμη ημέρα...

Το κεφάλαιο, όμως, που έχει τόσο "σοβαρούς λόγους" ν' αρνιέται τα βάσανα της εργατικής γενιάς που το περιβάλλει σήμερα, καθορίζεται τόσο λίγο στην πραχτική κίνησή του από την προοπτική του μελλοντικού σαπίσματος της ανθρωπότητας, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση από το ασυγκράτητο ξεκλήρισμα του πληθυσμού, όσο και από την ενδεχόμενη πτώση της Γης πάνω στον Ηλιο. Κάθε φορά που γίνεται κάποια χρηματιστηριακή απάτη με τις μετοχές όλοι ξέρουν ότι κάποτε θα ξεσπάσει οπωσδήποτε η μπόρα, όμως ο καθένας ελπίζει ότι θα ξεσπάσει στο κεφάλι του διπλανού του, αφού ο ίδιος προηγούμενα θα 'χει συλλέξει τη χρυσή βροχή και θα την έχει μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Aprs moi le deluge! (Υστερα από μένα ας γίνει κατακλυσμός!) - είναι το σύνθημα κάθε κεφαλαιοκράτη και κάθε κεφαλαιοκρατικού έθνους. Γι' αυτό το λόγο το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει η κοινωνία να τις υπολογίζει. Στην κατηγορία για σωματικό και πνευματικό μαρασμό, για πρόωρο θάνατο και για το μαρτύριο της υπερβολικής εργασίας απαντάει: Μήπως θα 'πρεπε να μας βασανίζει αυτό το βάσανο μια και αυξάνει τις απολαύσεις (τα κέρδη) μας; Γενικά όμως αυτό δεν εξαρτιέται από την καλή ή κακή θέληση του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη. Ο ελεύθερος συναγωνισμός επιβάλλει στον ξεχωριστό κεφαλαιοκράτη σαν εξωτερικό αναγκαστικό νόμο τους εσωτερικούς νόμους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής» (τ. 1ος, σελ. 242-246).

Για την εργατική δύναμη

«Οταν λέμε εργατική δύναμη ή ικανότητα για εργασία εννοούμε το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης» (τ. 1ος, σελ. 180).

«Οπως η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, και η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το χρόνο εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή, επομένως και για την αναπαραγωγή αυτού του ειδικού είδους» (τ. 1ος, σελ. 183).

«Ετσι, ο χρόνος εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή της εργατικής δύναμης, αναλύεται στο χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή αυτών των μέσων συντήρησης ή η αξία της εργατικής δύναμης είναι η αξία των μέσων συντήρησης που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του κατόχου της» (τ. 1ος, σελ. 183).

«Το μέρος, λοιπόν, της εργάσιμης μέρας, που στη διάρκειά της συντελείται αυτή η αναπαραγωγή (σ.σ. της ημερήσιας αξίας της εργατικής δύναμης) το ονομάζω αναγκαίο χρόνο εργασίας και την εργασία, που ξοδεύτηκε στο διάστημά της, αναγκαία εργασία. Αναγκαία για τον εργάτη, γιατί είναι ανεξάρτητη από την κοινωνική μορφή της εργασίας του. Αναγκαία για το κεφάλαιο και τον κόσμο του, γιατί ο κόσμος αυτός έχει για βάση του τη διαρκή ύπαρξη του εργάτη» (τ. 1ος, σελ. 228-229).

«Η δεύτερη περίοδος του προτσές εργασίας, που ο εργάτης μοχθεί πέρα από τα όρια της αναγκαίας εργασίας, του στοιχίζει βέβαια εργασία, ξόδεμα εργατικής δύναμης, δε δημιουργεί όμως αξία γι' αυτόν. Δημιουργεί υπεραξία, που χαμογελάει του κεφαλαιοκράτη με όλες τις χάρες μιας δημιουργίας εκ του μηδενός. Το μέρος αυτό της εργάσιμης μέρας το ονομάζω χρόνο υπερεργασίας και την εργασία που ξοδεύεται στη διάρκειά του υπερεργασία» (τ. 1ος, σελ. 229).

Για τη σχέση αναγκαίου χρόνου εργασίας και υπερεργασίας

Οταν αναφερόμαστε στον εργάσιμο χρόνο αναφερόμαστε πάντα και υποχρεωτικά στην εργάσιμη μέρα και όχι στη βδομάδα, το μήνα, το έτος κ.λπ. Οπως ο φυσικός χρόνος της ζωής του ανθρώπου υπολογίζεται με βάση τη φυσική μέρα, δηλαδή το 24ωρο, έτσι υπολογίζεται και ο εργάσιμος χρόνος και ο μισθός της εργασίας.

Η τάση στον καπιταλισμό είναι να αυξάνεται ο ημερήσιος απλήρωτος εργάσιμος χρόνος, η υπερεργασία, και να μειώνεται ο αναγκαίος, είτε απόλυτα, είτε σχετικά, είτε ταυτόχρονα απόλυτα και σχετικά και αυτό ισχύει στην πράξη. Η αύξηση του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου γίνεται είτε με την παράταση συνολικά του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, είτε με σταθερό τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο και τη μείωση του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου, λόγω αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, είτε συνδυασμένα.

Ταυτόχρονα, επειδή ο εργάσιμος χρόνος υπόκειται στους νόμους της ταξικής πάλης, και η εργατική τάξη διεκδικεί τη μείωσή του, ο καπιταλιστής στη διάρκεια μιας δοσμένης εργάσιμης μέρας, με καθορισμένες ή όχι τις εργάσιμες ώρες, εντατικοποιεί τη δουλειά, παράγει περισσότερα προϊόντα, άρα μπορεί ο αναγκαίος χρόνος να παραμένει σταθερός αλλά ο καπιταλιστής καρπώνεται μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος. Αυτό ισοδυναμεί με παράταση του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου. Αλλαγές μπορούν να συντελούνται ταυτόχρονα και στον εργάσιμο χρόνο και στην παραγωγικότητα της εργασίας και στην εντατικότητά της ή κάποιος απ' αυτούς τους παράγοντες να μένει σταθερός και να αλλάζουν οι υπόλοιποι, αλλά οι συνέπειες εστιάζονται στην αλλαγή της αναλογίας ανάμεσα στον αναγκαίο ημερήσιο εργάσιμο χρόνο και το χρόνο υπερεργασίας. Γι' αυτό το ζήτημα, ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει:

«Γι' αυτό, εσωτερικό κίνητρο και μόνιμη τάση του κεφαλαίου είναι ν' ανεβάζει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, για να φτηναίνει τα εμπορεύματα και με το φτήνεμα των εμπορευμάτων να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη (τ. 1ος σελ. 334)... Στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, λοιπόν, η εξοικονόμηση εργασίας με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας δεν αποβλέπει καθόλου στη συντόμευση της εργάσιμης μέρας. Αποβλέπει μόνο στην ελάττωση του χρόνου εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή μιας ορισμένης ποσότητας εμπορευμάτων. (...) Η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας μέσα στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή έχει σκοπό να συντομέψει το μέρος της εργάσιμης μέρας που ο εργάτης εργάζεται για τον ίδιο τον εαυτό του, για να παρατείνει ίσα ίσα έτσι το άλλο μέρος της εργάσιμης μέρας που εργάζεται δωρεάν για τον κεφαλαιοκράτη» (τ. 1ος σελ. 335 - 336).

Για την τιμή της εργατικής δύναμης

Στο δεύτερο τόμο του «Κεφαλαίου», σε υποσημείωση, ο Μαρξ κάνει της εξής αναφορά: «Οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορεύματος έχουν σημασία για την αγορά. Η κεφαλαιοκρατική όμως κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή του εμπορεύματός τους - της εργατικής δύναμης - όταν αντικρίζει τους εργάτες σαν πουλητές» (τ. 2ος σελ. 315).

Το σύνολο των στοιχείων, που αποτελούν την αξία του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», εκφράζεται σήμερα με το μισθό εργασίας ή το μεροκάματο, για την κάλυψη των αναγκών για την τροφή, την ένδυση, την υπόδηση, την κατοικία κ.λπ., που συμπληρώνεται με την Κοινωνική Ασφάλιση, με τη σύνταξη, με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με την εκπαίδευση, με την ανάπαυση και την ψυχαγωγία, με την άθληση, με τις προνοιακές υπηρεσίες, τις διαφόρων μορφών άδειες κ.λπ. Και τα στοιχεία αυτά δε συνδέονται μόνο με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αλλά και με την αναπαραγωγή του είδους που την έχει, δηλαδή του ανθρώπου. Ας παρακολουθήσουμε πώς το δίνει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου».

«Ο ιδιοκτήτης της εργατικής δύναμης είναι θνητός. Αν πρόκειται, λοιπόν, η παρουσία του στην αγορά να είναι συνεχής, όπως προϋποθέτει η συνεχής μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο, πρέπει να διαιωνίζεται ο πουλητής της εργατικής δύναμης "όπως διαιωνίζεται με την αναπαραγωγή του είδους κάθε ζωντανό άτομο". Οι εργατικές δυνάμεις που αφαιρούνται από την αγορά με τη φθορά και το θάνατο, πρέπει διαρκώς να αντικατασταίνονται τουλάχιστον με έναν ίσο αριθμό νέων εργατικών δυνάμεων. Γι' αυτό, το ποσό των μέσων συντήρησης που είναι αναγκαίο για την παραγωγή της εργατικής δύναμης περιλαβαίνει και τα μέσα συντήρησης των αντικαταστατών, δηλαδή των παιδιών των εργατών, έτσι που να διαιωνίζεται στην αγορά η φυλή αυτή των ιδιόμορφων κατόχων εμπορευμάτων.

Για να μεταβληθεί η γενική ανθρώπινη φύση έτσι που ν' αποκτήσει δεξιότητα και επιτηδειότητα σ' έναν καθορισμένο κλάδο εργασίας και να γίνει αναπτυγμένη και ειδική εργατική δύναμη, χρειάζεται μια καθορισμένη μόρφωση και εκπαίδευση, πράγμα που με τη σειρά του κοστίζει ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσό ισοδύναμων του εμπορεύματος. Τα έξοδα αυτά της μόρφωσης ποικίλλουν ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ειδίκευση της εργατικής δύναμης. Αυτά, λοιπόν, τα έξοδα μάθησης, μηδαμινά για τη συνηθισμένη εργατική δύναμη, προστίθενται στο σύνολο των αξιών που ξοδεύονται για την παραγωγή της» (τ. 1ος σελ. 184).

«Το ποσό των μέσων συντήρησης πρέπει, επομένως, να επαρκεί για να συντηρεί το εργαζόμενο άτομο σαν εργαζόμενο άτομο στη φυσιολογική κατάσταση της ζωής του. Οι ίδιες φυσικές ανάγκες, όπως η τροφή, ο ιματισμός, η θέρμανση, η κατοικία κ.λπ. διαφέρουν ανάλογα με τις κλιματικές και άλλες φυσικές ιδιομορφίες μιας χώρας. Από την άλλη, η ίδια η έκταση των λεγόμενων απαραίτητων αναγκών, όπως και ο τρόπος της ικανοποίησής τους, είναι ιστορικό προϊόν και γι' αυτό εξαρτιέται κατά ένα μεγάλο μέρος από τη βαθμίδα του πολιτισμού μιας χώρας, και ανάμεσα στ' άλλα ουσιαστικά από το μέσα σε ποιες συνθήκες κι επομένως με τι συνήθειες και απαιτήσεις της ζωής σχηματίστηκε η τάξη των ελεύθερων εργατών. Ετσι, αντίθετα από τ' άλλα εμπορεύματα, ο καθορισμός της αξίας της εργατικής δύναμης περιέχει ένα ιστορικό και ηθικό στοιχείο. Ωστόσο, για μια ορισμένη χώρα και μια ορισμένη περίοδο, είναι δοσμένο το μέσο σύνολο των αναγκαίων μέσων συντήρησης» (τ. 1ος σελ. 184).

Η ικανοποίηση όλων αυτών, σαν ξεχωριστές ανάγκες για τη ζωή της εργατικής τάξης, αποτελεί στον καπιταλισμό περιεχόμενο της ταξικής πάλης. Αυτό που δε γίνεται αυτόματα αντιληπτό, ούτε μόνο από την εμπειρία των εργατών, είναι το ότι αποτελούν το ενιαίο σύνολο της αξίας της εργατικής δύναμης. Η γνώση τους ως ενιαίο σύνολο αποτελεί τη βάση για τη συνειδητοποίηση αυτής της μοναδικής ιδιοκτησίας που έχουν οι εργάτες, προκειμένου να διαμορφώνονται όροι ταξικής πάλης για τα δικά τους συμφέροντα. Οχι για ένα - ένα ξεχωριστά τα μέρη που αποτελούν το σύνολο της αξίας της εργατικής δύναμης, αλλά γι' αυτή την ίδια την αξία της, που βρίσκεται στο πεδίο των αντιθέσεων ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, αλλά που δε συνειδητοποιείται πάντα στην καθημερινότητα της πάλης, ακριβώς γιατί η εκμετάλλευση είναι συγκαλυμμένη. Ο εργάτης αντιλαμβάνεται ότι δουλεύει μια μέρα και πληρώνεται για μια μέρα, ενώ πληρώνεται μόνο για ένα μέρος της εργάσιμης μέρας, όσο κάνει το σύνολο των παραγόντων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, που η αξία τους, άρα και η τιμή τους απαιτούν λιγότερο από τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο για να παραχθούν. Τις υπόλοιπες ώρες της μέρας δουλεύει και παράγει για τον καπιταλιστή. Αυτό όμως δε φαίνεται.

Αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι αναγκαία μόνο από το γεγονός ότι ο εργάτης θέλει να έχει όλα εκείνα τα εφόδια που αναπαράγουν την εργατική του δύναμη, για να μπορεί να δουλεύει, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να ζήσει. Και ο καπιταλιστής το θέλει, αλλά για διαφορετικούς λόγους, γιατί βγάζει κέρδος. Μόνο που ο καπιταλιστής μπροστά στην αύξηση του κέρδους, λογαριάζει αντίθετα από τον εργάτη την αξία της εργατικής δύναμης. Ετσι οι καπιταλιστές επιδιώκουν πάντα τη μείωση της αξίας αυτού του εμπορεύματος, αλλά και της τιμής του, προκειμένου να αυξάνουν ολοένα περισσότερο τα κέρδη τους. Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», αναφέρει τα εξής:

«Το τελευταίο ελάχιστο όριο της αξίας της εργατικής δύναμης αποτελείται από την αξία της μάζας των εμπορευμάτων, που χωρίς την καθημερινή τους πρόσληψη ο φορέας της εργατικής δύναμης, ο άνθρωπος, δεν μπορεί να ανανεώνει το προτσές της ζωής του, επομένως αποτελείται από την αξία των μέσων συντήρησης που του είναι απαραίτητα για να κρατηθεί στη ζωή. Αν η τιμή της εργατικής δύναμης πέσει σ' αυτό το ελάχιστο όριο, τότε πέφτει κάτω από την αξία της, γιατί έτσι μπορεί να συντηρείται και να αναπτύσσεται μόνο σε φθίνουσα μορφή. Ομως, η αξία κάθε εμπορεύματος καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτείται, για να προσφέρεται σε κανονική ποιότητα» (τ. 1ος σελ. 185).

Η τιμή κάθε εμπορεύματος είναι, σε τελευταία ανάλυση, η χρηματική έκφραση της αξίας του. Στην αγορά, για το εμπόρευμα «εργατική δύναμη», ο καπιταλιστής κλείνει συμφωνία με τον εργάτη για να αγοράσει το εμπόρευμά του, ενώ ο εργάτης είναι ο πουλητής του. Ο εργάτης ενδιαφέρεται να πουλήσει σε μεγαλύτερη τιμή το εμπόρευμά του, αλλά ο καπιταλιστής ενδιαφέρεται να το αγοράσει σε όσο το δυνατό μικρότερη τιμή. Στην τιμή, λοιπόν, πρέπει να συμπεριλαμβάνεται το σύνολο των στοιχείων που αποτελούν την αξία της εργατικής δύναμης. Σ' αυτήν τη διαδικασία εμφανίζονται δύο αντίθετα δίκαια. Αυτό του εργάτη και αυτό του καπιταλιστή. Γύρω απ' αυτό το ζήτημα, οι καπιταλιστές επιδιώκουν να διαμορφώνουν συνείδηση μειωμένων απαιτήσεων στην εργατική τάξη, ή και να την επιβάλλουν. Στις μέρες μας, η επίθεση ενάντια στην τιμή της εργατικής δύναμης εμφανίζεται με την εφαρμογή της πολιτικής των αναδιαρθρώσεων, που δεν είναι τίποτε άλλο από αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, σε βάρος της εργατικής τάξης. Οπως οι μεγάλες μειώσεις μισθών και συντάξεων, οι αντιδραστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που καταργούν το σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, η άγρια φοροληστεία, οι ιδιωτικοποιήσεις στην Υγεία, στην Παιδεία, στην Πρόνοια, οι αυξήσεις στις τιμές των εμπορευμάτων που αγοράζει για να ζήσει κ.λπ., αποτελούν ένα σύνολο μέτρων μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης.

Πιο πάνω, είδαμε πώς ο καπιταλιστής επιδιώκει να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη, με βάση τη σχέση αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και του χρόνου υπερεργασίας, του απλήρωτου χρόνου, στη διάρκεια μιας εργάσιμης μέρας. Ταυτόχρονα με τις αλλαγές στον εργάσιμο χρόνο δημιουργούνται συνθήκες πτώσης της τιμής της εργατικής δύναμης, άρα φτήνεμα του εργάτη και υπερεκμετάλλευσή του. Ανάλογα φαινόμενα έχουμε με το νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις. Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» επεξεργάστηκε το συγκεκριμένο ζήτημα, αναλύοντας το «χρονομίσθιο», δηλαδή το μισθό ανάλογα με τις ώρες δουλειάς στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας.

«Η μονάδα μέτρου του χρονομίσθιου, δηλαδή η τιμή της μιας ώρας εργασίας, είναι το πηλίκον που προκύπτει, όταν η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης διαιρεθεί με τον αριθμό των ωρών της συνηθισμένης εργάσιμης μέρας. (...) Υποσημείωση: Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ανώμαλης υποαπασχόλησης είναι τελείως διαφορετικό από το αποτέλεσμα μιας γενικής αναγκαστικής ελάττωσης της εργάσιμης μέρας με νόμο. Το πρώτο δεν έχει καμιά σχέση με το απόλυτο μέγεθος της εργάσιμης μέρας και μπορεί εξίσου να παρουσιαστεί και με 15ωρη και με 6ωρη εργάσιμη μέρα. Η κανονική τιμή της εργασίας στην πρώτη περίπτωση υπολογίζεται με βάση το γεγονός ότι ο εργάτης κατά μέσο όρο εργάζεται 15 ώρες τη μέρα, στη δεύτερη υπολογίζεται με βάση το γεγονός ότι εργάζεται 6 ώρες. Γι' αυτό το λόγο το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο, αν στην πρώτη περίπτωση εργαζόταν μόνο 7 1/2 ώρες και στη δεύτερη μόνο 3. (...) Επειδή, σύμφωνα με την προϋπόθεσή μας, ο ίδιος εργάτης είναι υποχρεωμένος να εργάζεται κατά μέσο όρο 6 ώρες τη μέρα για να παράγει απλώς ένα μεροκάματο, που ν' ανταποκρίνεται στην αξία της εργατικής του δύναμης, επειδή, σύμφωνα με την ίδια προϋπόθεση, από κάθε ώρα μόνο τη μισή εργάζεται για τον εαυτό του, ενώ την άλλη μισή ώρα εργάζεται για τον κεφαλαιοκράτη, είναι φανερό πως δεν μπορεί να βγάλει τη νέα αξία των 6 ωρών, όταν απασχολείται λιγότερο από 12 ώρες. Αν πρωτύτερα είδαμε τις καταστρεπτικές συνέπειες της υπερβολικής εργασίας, τώρα ανακαλύπτουμε τις πηγές των βασάνων του εργάτη που προκύπτουν από την υποαπασχόλησή του.

Αν το ωρομίσθιο καθοριστεί έτσι που ο κεφαλαιοκράτης να υποχρεώνεται να πληρώνει όχι ένα ημερήσιο ή βδομαδιάτικο μισθό, αλλά μόνο τις ώρες εργασίας που στη διάρκειά τους ευαρεστείται ν' απασχολεί τον εργάτη, τότε μπορεί να τον απασχολεί λιγότερο από το χρόνο που βρίσκεται αρχικά στη βάση του υπολογισμού του ωρομισθίου ή της μονάδας μέτρου για την τιμή της εργασίας. Επειδή αυτή η μονάδα μέτρου καθορίζεται από την αναλογία:

ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

εργάσιμη μέρα δοσμένου αριθμού ωρών

χάνει φυσικά κάθε έννοια, μόλις η εργάσιμη μέρα παύσει να 'χει έναν καθορισμένο αριθμό ωρών. Καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία. Με το πρόσχημα ότι πληρώνει την «κανονική τιμή της εργασίας», μπορεί να παρατείνει αφύσικα την εργάσιμη μέρα, χωρίς καμιά αντίστοιχη ισοστάθμιση για τον εργάτη. Σ' αυτό οφείλεται η πέρα για πέρα λογική εξέγερση (1860) των εργατών οικοδόμων του Λονδίνου ενάντια στην απόπειρα των κεφαλαιοκρατών να επιβάλουν αυτό το ωρομίσθιο. Ο περιορισμός με νόμο της εργάσιμης μέρας βάζει τέρμα σ' αυτήν την ασχημία αν και δε βάζει φυσικά τέρμα στην υποαπασχόληση που πηγάζει από το συναγωνισμό των μηχανών, από την αλλαγή στην ποιότητα των χρησιμοποιουμένων εργατών, καθώς και από τις μερικές και γενικές κρίσεις» (τ. 1ος σελ. 562 - 563).

«Υποσημείωση: Οι εργάτες οικοδόμοι του Λονδίνου, κριτικάροντας πολύ σωστά την κατάσταση, δήλωσαν στη διάρκεια της μεγάλης απεργίας και του λοκ άουτ του 1860, ότι δέχονται το ωρομίσθιο μόνο με δύο όρους: 1) Μαζί με την τιμή της μιας ώρας εργασίας να καθοριστεί μια κανονική εργάσιμη μέρα 9 ή 10 ωρών και η τιμή της ώρας της δεκάωρης εργάσιμης μέρας να είναι μεγαλύτερη από την τιμή της ώρας της εννιάωρης εργάσιμης μέρας. 2) Κάθε ώρα πέρα από την κανονική εργάσιμη μέρα να πληρώνεται σαν υπερωρία σχετικά καλύτερα» (τ. 1ος σελ. 565).


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ