Πρακτική έκφραση αυτής της αντίληψης ήταν, ότι το ΚΚΕ και η Αριστερά θα έπρεπε να στηρίξουν την πολιτική του Πλαστήρα και να προσαρμοστούν αποκλειστικά στην αξιοποίηση των νόμιμων δυνατοτήτων, εγκαταλείποντας τους παράνομους μηχανισμούς και άλλες αδιέξοδες λογικές, που εξ αντικειμένου υπονόμευαν την κυβέρνηση Πλαστήρα και ζημίωναν τη δημοκρατική εξέλιξη και την Αριστερά!...
Αυτές οι απόψεις έγιναν πιο έντονες μετά τις βουλευτικές εκλογές του Μάρτη 1950 και ιδίως μετά την ίδρυση της ΕΔΑ, την 1η Αυγούστου 1951.
Προβάλλεται επίσης η άποψη, ότι οι ΗΠΑ δεν ήθελαν τον Πλαστήρα και προτιμούσαν τον Παπάγο. Ο στρατηγός Βαν Φλιτ φεύγοντας από την Ελλάδα (Ιούλης 1950) έστειλε μια επιστολή στο βασιλιά Παύλο, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε και τα εξής: «Εφόσον φοβόμαστε γενικό πόλεμο, εξαιτίας της Κορέας, η κατάσταση στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου ασφαλής με την παρούσα κυβέρνηση Πλαστήρα. Σε περίπτωση διεθνών περιπλοκών η κυβέρνηση αυτή θα αποτελέσει ουσιαστικά μια πέμπτη φάλαγγα του εχθρού. Οι ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας έχουν αρχίσει ραγδαίως να αποσυντίθενται. Τέλος, νομίζω ότι την κατάσταση θα έσωζε μόνο μια κυβέρνηση υπό τον στρατάρχη Παπάγο...» («ΑΥΓΗ» 12/4/1998).
Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 14 χρόνια μέχρι το δικομματικό σύστημα να σταθεροποιηθεί πλήρως. Τότε, όμως, ο χώρος του «Κέντρου» ήταν πολυδιασπασμένος, όπως και ο χώρος της «Δεξιάς». Οι προσωρινές συμμαχίες των διαφόρων τμημάτων τους διαδέχονταν η μία την άλλη, εν μέσω συγκρούσεων των κέντρων εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό - και από αυτή την άποψη - το στρατιωτικό κίνημα που επιχειρήθηκε - αλλά τελικά ματαιώθηκε - τη νύχτα της 30 προς 31 Μαΐου 1951, με πρωταγωνιστή τον ΙΔΕΑ, ο οποίος είχε το πάνω χέρι μέσα στο στρατό και επηρέαζε τις πολιτικές εξελίξεις. Χαρακτηριστική, από την ίδια άποψη, είναι και η σύγκρουση που ξέσπασε εκείνο τον καιρό, ανάμεσα στο Παλάτι και στον Παπάγο. Αν και το κόμμα που ηγείτο ο Αλ. Παπάγος ήρθε πρώτο στις εκλογές του 1951, με ποσοστό 36,5% ο σχηματισμός κυβέρνησης ανατέθηκε στους Πλαστήρα-Βενιζέλο! Το Παλάτι αρνήθηκε να δεχτεί το αίτημα του στρατάρχη για διεξαγωγή νέων εκλογών με το πλειοψηφικό σύστημα, ενώ ο Παπάγος αρνήθηκε να συμπράξει με την ΕΠΕΚ (Πλαστήρας) και τους «Φιλελεύθερους» (Σοφ. Βενιζέλος), όπως ζητούσε το Παλάτι. Απ' την άλλη, στις εκλογές του 1952 ο Γ. Παπανδρέου και άλλοι παράγοντες του «Κέντρου» (Τσουδερός, Μαλλιάκας, Λύχνος, Μερκούρης κ.ά.) πήγαν στους συνδυασμούς του Παπάγου.
Ομως, είναι σαφής η προσπάθεια που γινόταν να ξεπεραστεί ο κατακερματισμός. Οπως διαβάζουμε: «Στις 20 Ιουλίου 1951, ο Ελληνοαμερικανός βουλευτής της Μινεσότα Κρίστι θα εκφωνήσει λόγο στη Βουλή των Ελλήνων, στον οποίο θα υπάρχουν πολλές συμβουλές και συστάσεις: "Αξιούμε", θα αναφέρει ανάμεσα σε όλα τα άλλα, «από τους Ελληνες πολιτευόμενους να κάνουν το καθήκον τους και να είναι ενωμένοι τόσο εις τους εξωτερικούς όσο και τους εσωτερικούς κινδύνους, αφήνοντας κατά μέρος τόσο τα ατομικά όσο και τα πολιτικά συμφέροντα. Συστήνω να αναληφθεί μια προσπάθεια όλων των πολιτικών παραγόντων για μια συγχώνευση όλων των κομμάτων σε δύο, ή το πολύ τρία, ώστε ν' αποκτήσει η χώρα σταθερή κυβέρνηση και ισχυρή αντιπολίτευση!» (Γιάννη Αγγέλου: «Οι κομμουνιστές», σελ. 35).
Η κυβέρνηση Πλαστήρα απέρριψε το αίτημα της γενικής αμνηστίας. Ο Γ. Παπανδρέου, μιλώντας στη Βουλή (ο Πλαστήρας απουσίαζε στο Παρίσι), είπε: «... μόνον υπό μίαν θεωρητικήν προϋπόθεσιν θα ήτο ωφέλιμος και ενδεδειγμένη η γενική αμνηστία, εάν υπήρχε παγκόσμιος κατευνασμός, εάν η Κομινφόρμ εγκατέλειπε την επίθεσιν, εάν το κομμουνιστικό κόμμα έπαυε να είναι Πέμπτη Φάλαγξ και Τμήμα του Διεθνούς Επαναστατικού Στρατού. Αλλά αυτή η προϋπόθεσις, εάν αποτελεί ευχήν όλων των ανθρώπων, δεν αποτελεί δυστυχώς και πραγματικότητα». (Τ. Βουρνά: «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας», τόμος Δ', σελ. 506-507).