Σάββατο 16 Ιούνη 2012 - Κυριακή 17 Ιούνη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μάρκος, ο Φραγκοσυριανός

Διήμερο αφιέρωμα στον μεγαλύτερο δημιουργό του ρεμπέτικου, στις 22 και 23 Ιούνη, στο Ηρώδειο

«Μας έμαθε τι ήταν το μπουζούκι, μέχρι τότε δεν ξέραμε αν ήταν ντουλάπα ή όργανο», έλεγε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Παπαϊωάννου για τον Μάρκο Βαμβακάρη, τη σημαντικότερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο Μάρκος της φτώχειας και της μαγκιάς, ήταν εκείνος που έβγαλε το μπουζούκι από το περιθώριο και το επέβαλε ως όργανο, ενώ στα τραγούδια του εξέφρασε, όσο πιο αυθεντικά μπορούσε, τους καημούς των ανθρώπων που ταλαιπωρούνταν από τη φτώχεια και την κοινωνική αδικία.

Στον Μάρκο Βαμβακάρη, τον «πατριάρχη του ρεμπέτικου», από το θάνατο του οποίου φέτος συμπληρώθηκαν 40 χρόνια, είναι αφιερωμένη η συναυλία με τίτλο «Μάρκος ο Φραγκοσυριανός», που θα πραγματοποιηθεί στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ, στις 22 και 23 Ιούνη (9 μ.μ.). Δυο βραδιές πλημμυρισμένες από τα ατόφια, σπαρακτικά, μαγευτικά, αθάνατα τραγούδια του λαϊκού δημιουργού, του οποίου το έργο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και επηρέασε όλους τους κατοπινούς συνθέτες του ελληνικού τραγουδιού.

Θα τραγουδήσουν οι Γιάννης Κότσιρας, Δημήτρης Ζερβουδάκης, Σοφία Παπάζογλου, Απόστολος Ρίζος, Δημήτρης Νικολούδης, ο γιος του Στέλιος Βαμβακάρης και η Εβελίνα Αγγέλου. Θα συμμετάσχουν οι Vinicio Capossela, Νέα Τάξη Πραγμάτων ΝΤΠ και Στίχοιμα. Eπιλογή ρεπερτορίου, ιδέα, καλλιτεχνική διεύθυνση: Λίνα Νικολακοπούλου. Σκηνογραφία: Αγγελος Μέντης. Θα παίξουν οι μουσικοί: Μανώλης Πάππος (μπουζούκι), Γιώργος Κοντογιάννης (μπουζούκι, κιθάρα, μπάντζο), Παναγιώτης Τσεβάς (ακορντεόν), Βασίλης Μασσαλάς (ακουστική κιθάρα, μπαγλαμά), Γιάννης Πολυχρονάκης (κοντραμπάσο), Βασίλης Μαντζούκης (τύμπανα, κρουστά), Κώστας Νικολόπουλος (ενορχήστρωση, ηλεκτρική κιθάρα).

Εικόνες από τη γενέτειρά του, την όμορφη Σύρα, θα είναι το ζωντανό σκηνικό της παράστασης, καθώς θα προβληθεί βίντεο που γυρίστηκε στη Σύρα ειδικά γι' αυτό το αφιέρωμα.

Στη βιοπάλη και τη δημιουργία

«Σύρα η απάνω χώρα σου με την ανηφοριά σου με τα πολλά σκαλάκια σου και με τον Σαμπαστιά σου / Με έβγαλες απ' τα σπλάχνα σου μέσα από την καρδιά σου και ξακουστό σου το 'κανα Σύρα μου το όνομά σου...» τραγούδησε ο Μ. Βαμβακάρης, που όπως ανέφερε, «εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, στην ωραία Σύρα, και συγκεκριμένα σε μια φτωχική συνοικία της Ανω Χώρας ονομαζόμενη Σκαλί το έτος 1905 στις 10 Μαΐου ημέραν Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή, από γονείς πάμπτωχους...».

Από την «ωραία Σύρα», κι έχοντας βιώσει μεγάλη φτώχεια, το 1917, σε ηλικία 12 ετών, ο Μάρκος φεύγει κι έρχεται να βρει την τύχη του στον Πειραιά. Δουλεύει σε διάφορα επαγγέλματα - πάντα χειρώνακτας - όπως φορτοεκφορτωτής, εργάτης σε ορυχείο, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, και περίπου το 1925 ως εκδορέας. Συναναστράφηκε φτωχούς ανθρώπους που έκαναν περιστασιακές δουλειές και δεν είχαν καμιά ασφάλεια επαγγελματική και οικονομική, ενώ ο κόσμος του εμπλουτίζεται από τις παραδόσεις και τους καημούς των προσφύγων που καταφθάνουν ξεριζωμένοι. Μαθαίνει μπουζούκι με εντυπωσιακή ταχύτητα κι αρχίζει να γράφει τραγούδια. Ζώντας ζωή δύσκολη και ο ίδιος, μαζί με τους ανθρώπους του μόχθου και του κοινωνικού περιθωρίου, μπόρεσε να γράψει με τρόπο αυθεντικό για τα βάσανα και τις πίκρες τους. Ηξερε, όσο κανείς άλλος, τους «δρόμους», τις παραδοσιακές κλίμακες και τα κουρδίσματα του τρίχορδου μπουζουκιού, ενώ ήταν αυτός που καθιέρωσε την κομπανία με «μπουζουκομπαγλαμάδες». Το 1933, με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» («Να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου»). Λίγο αργότερα, μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Αντώνη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή, δημιουργεί το πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», το πρώτο συγκρότημα με μπουζούκια, στο κέντρο του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Από τότε, χάρη στον Μάρκο, επικρατεί το «πειραιώτικο» ρεμπέτικο, που αφομοιώνει το ήθος και τα διδάγματα της Ανατολής μέσα από μια νέα επεξεργασία με βάση το μπουζούκι. Δημιουργούνται τα σημαντικότερα δείγματα αυτής της παράδοσης, τα «κλασικά» στη μορφή, στο περιεχόμενο και στη λειτουργία τους ρεμπέτικα τραγούδια, ενώ με την τετράδα του Πειραιά το ρεμπέτικο τραγούδι μπαίνει στη δισκογραφία. Η περίοδος λίγο πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερη του Μ. Βαμβακάρη. Ανάμεσα στα τραγούδια του: «Η Φραγκοσυριανή», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Τα έμορφα τα γαλανά σου μάτια», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Για σένα μαυρομάτα μου», «Δε θέλω πλούτη και λεφτά», «Η κλωστηρού», «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης», «Ο Μάρκος υπουργός», «Οσοι έχουνε πολλά λεφτά» και τόσα άλλα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα τραγούδια του Μάρκου η παραδοσιακή σχέση στίχου - μουσικής - χορού διατηρούνταν άρρηκτη. Είναι γνωστό, δε, ότι πριν ηχογραφήσει κάποιο νέο τραγούδι του το «δοκίμαζε» στα πόδια ενός φίλου του, του Γάριζα του λουλουδά, εξαιρετικού χορευτή, που «χόρευε ζεϊμπέκικο πάνω στο ποτήρι»: «Σήκω να χορέψεις ένα καινούργιο μου - έλεγε - θέλω να δω πώς πάει στα πόδια σου...».

Μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948 - 1959 περνάει δύσκολες ώρες, καθώς η ελληνική μουσική βιομηχανία φέρεται αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού που θεωρείται «ξεπερασμένος». Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, οπότε η δισκογραφική εταιρεία «Columbia» αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέυ, η Αντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο. Αναγνωρίζεται ως η μεγαλύτερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου.

Εγραφε μέχρι να πεθάνει...

Παρ' όλα αυτά, ο μεγάλος λαϊκός συνθέτης έφυγε από τη ζωή πάμφτωχος και παραπονεμένος. Γιατί παρότι έγραφε μέχρι να πεθάνει και βρέθηκε για αρκετά χρόνια στη δίνη της εμπορικότητας, παρόλο που άλλοι θησαύρισαν μέσα από το έργο του, ο ίδιος δεν προσχώρησε στο «παιχνίδι». Μην έχοντας πόρους, πέθανε σ' έναν από τους διαδρόμους του «Ερυθρού Σταυρού».

«Ο πατέρας μου πέθανε από το μαράζι», έγραφε παλιότερα στο περιοδικό «Ντέφι» ο γιος του Στέλιος. «Ηταν άνθρωπος ειλικρινής. Εγραψε την εποχή του αληθινά. Κι έγραφε μέχρι να πεθάνει. Το μυαλό του ήταν ματσακόνι, κι ας ήταν άρρωστος. Επαιζε και έγραφε. Από τις εταιρείες ήτανε ριγμένος. Τον πολεμήσανε ακόμα κι οι φίλοι του. Κι ας είχαν περάσει όλοι απ' τα χέρια του. Στα μέσα της δεκαετίας του '50 η παραμορφωτική αρθρίτιδα στα χέρια του δεν τον άφηνε να δουλέψει... Το 1957 αναγκάστηκε να βγει στη γύρα. Εγώ ήμουν 8 - 9 χρόνων και μ' έπαιρνε μαζί του στα διάφορα ταβερνάκια που είχαν βγάλει τζουκ - μποξ κι ο κόσμος διασκέδαζε τότε μ' αυτά. Πηγαίναμε και κάναμε "σφουγγάρα", δηλαδή έπαιζε ο πατέρας μου κι εγώ έβγαζα πιατάκι. Οι καταστηματάρχες τον λυπούνταν, επειδή είχε παιδιά, σταματάγανε το τζουκ - μποξ και μας αφήνανε. Κάθε πρωί που φεύγαμε για το σπίτι έκλαιγε. Σου λέει, εγώ ο Μάρκος, πώς έγινα έτσι!... Κι όταν πέθανε, πήγαμε και πήραμε χρήματα από την ΑΕΠΙ για να τον κηδέψουμε! Για μια αξιοπρεπή κηδεία!...».

Ο Μάρκος της φτώχειας, της μαγκιάς και του ρεμπέτικου άφησε πίσω του σπουδαία παρακαταθήκη. Η περίφημη «Φραγκοσυριανή», γραμμένη το 1935, γίνεται το πιο διάσημο χασάπικο στον πλανήτη, ενώ ο δημιουργός της αποτελεί πηγή έμπνευσης όλων των γνωστών συνθετών που επακολούθησαν. Ποιος δεν έχει σιγοτραγουδήσει το «Χαράματα η ώρα τρεις θα 'ρθω να σε ξυπνήσω», ή «Μια φούντωση μια φλόγα έχω απόψε στην καρδιά», ή «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου»... Η συμβολή του υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, ενώ τα ζεϊμπέκικα και τα χασάπικά του συνεχίζουν και σήμερα να μιλούν στην καρδιά μας.

Τιμές εισιτηρίων για το αφιέρωμα: 30 ευρώ (κάτω διάζωμα), 15 ευρώ (άνω διάζωμα), 10 ευρώ (φοιτητικό, μόνο στο άνω διάζωμα) και 10 ευρώ ΑμΕΑ.


Ρ. Σ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ