α. Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν.
*
β. Στην στεριάν, στα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας.
*
γ. Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Ελληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες
*
δ. Παρά προστάτας να 'χωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
*
ε. Αν οπόταν πεθαίνη
πονηρός βασιλεύς
έσβυν' η νύκτα εν' άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα.
*
στ. Το χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος,
έπνιξε και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι, και ακόμα.
*
ζ. Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
όχι ψωμί, φιλήματα
στα πεινασμένα τέκνα τους,
ενώ λάμπουν στα χείλη σας
χρυσά ποτήρια!
*
η. Οταν υπό τα σκήπτρα σας
νέους λαούς καλείτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς δια να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,
*
θ. Τα ξίφη οπού φυλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλεια σας
τα ξίφη οπού τρομάζουσι
την αρετήν, και σφάζουσι
τους λειτουργούς της.
*
ι. Θέλετε θησαυρούς
πολλούς δια ν' αγοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ' άπιστον θυμίαμα
της κολακείας.
*
ια. Ημείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
σταυρόν και αλήθειαν.
*
ιβ. Δια να θεμελιώσητε
την τυραννίαν τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Ελλάδα.
*
ιγ. Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλόνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω.
βλέπει ο Θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους.
*
ιδ. Οταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν,
ενδυναμώθη τώρα
φθάνει η ισχύς του.
*
ιε. Το ξίφος σφίγξατ' Ελληνες-
-τα ομμάτια σας σηκώσατε-
-ιδού - εις τους ουρανούς
προστάτης ο Θεός
μόνος σάς είναι. (...)
*
ιζ. Παρά... Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι (...).
*
(Ανδρέας Κάλβος - Αι Ευχαί)