Κινηματογραφιστής, ποιητής, πεζογράφος, ο Σ. Καψάσκης ήταν ο δημιουργός του κινηματογράφου «Στούντιο» (μιας «εστίας», που κόντρα στα αμερικανοελεγχόμενα δίκτυα διανομής, πεισματικά αφιερωμένη στα αριστουργήματα της διεθνούς, προοδοτευτικού περιεχομένου 7ης Τέχνης, πρόβαλε ό,τι σημαντικότερο είχε να επιδείξει ο κινηματογράφος, λ.χ. όλες τις σπουδαίες ταινίες του Σοβιετικού Κινηματογράφου, του επαναστατικού Κουβανέζικου Κινηματογράφου, τις προοδευτικές ιστορικο-κοινωνικές ταινίες κορυφαίων Γάλλων, Ιταλών και άλλων Ευρωπαίων σκηνοθετών) και ο πρωτεργάτης - υποστηρικτής των προσπαθειών για τη δημιουργία Κινηματογραφικών Λεσχών από πολιτιστικούς συλλόγους.
Ο Σωκράτης Καψάσκης, σιωπηλά, επί πολλά χρόνια δούλευε τη μετάφραση του «Οδυσσέα». Στόχος του -που επετεύχθη απολύτως- ήταν να φτάσει στο κυριολεκτικό και μεταφορικό «μεδούλι» κάθε λέξης, κάθε φράσης, κάθε κεφαλαίου, κάθε μορφοπλαστικού στοιχείου αυτού του τεράστιου σε αξία αλλά και σε έκταση έργου, καθώς σ' αυτό απαντώνται όλες σχεδόν οι γνωστές αφηγηματικές φόρμες και τα είδη της λογοτεχνίας (πρόζα, ποίηση, θέατρο, φάρσα, ρομάντζο κ.λπ.).
«Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ενασχόλησής μου με τη μετάφραση του "Οδυσσέα" έφτασα συχνά μπροστά σε ανυπέρβλητες δυσκολίες και αρκετές φορές αποφάσισα να διακόψω το εγχείρημα», εξομολογούνταν ο Σ. Καψάσκης, προλογίζοντας την έκδοση. Δυσκολίες που, όπως γράφει, είχαν να κάνουν με τα λεκτικά παίγνια, τη σημειολογία, την πολυσημία, τα υπονοούμενα, την υπόγεια ειρωνεία, τις παρομοιώσεις, την «αποκωδικοποίηση του ύφους των παρωδούμενων συγγραφέων» (ο Τζόυς σκόπιμα μιμείται -για να τους παρωδήσει- διαφόρους «συγγραφείς κάθε φυλής και κάθε εποχής»). Ο Σ. Καψάσκης μετέφρασε το έργο από το πρωτότυπο, καταφεύγοντας όμως για «τη λύση των δυσκολιών που παρουσιάζονταν» στη γερμανική μετάφραση του έργου, αλλά κυρίως στη γαλλική, της οποίας -σύμφωνα με τον βιογράφο του Τζόυς, Ρίτσαρντ Ελμαν- πρωτεργάτες ήταν οι Βαλερύ Λαρμπώ και Ωγκύστ Μορέλ, οι οποίοι το 1924 δημοσίευσαν στο περιοδικό «Commerce», σε συνέχειες, την «Τηλεμάχεια» - δηλαδή τα τρία πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος, καθώς και αποσπάσματα από την «Ιθάκη» (το δέκατο έβδομο επεισόδιο) και την «Πηνελόπη» (το δέκατο όγδοο επεισόδιο»). Μόνος ο Μορέλ μετέφρασε λίγα ακόμα αποσπάσματα, που τα δημοσίευσε το 1926, στη λογοτεχνική επιθεώρηση «Τετράδια της Ιταλίας και της Ευρώπης». Τελικά, η γαλλική μετάφραση, που ολοκληρώθηκε από τον εγκαταστημένο στη Γαλλία, Στιούαρτ Γκίλμπερτ, εκδόθηκε το 1929.
Ο Τζόυς άρχισε να γράφει τον «Οδυσσέα» στα 1914. Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες (Μάρτιος 1918 - Δεκέμβριος 1920) στην επιθεώρηση «The Little Revue», την οποία συνδιηύθυνε ο ποιητής Εζρα Πάουντ. Οι περισσότεροι Αγγλοι εκδότες της εποχής αρνούνταν να εκδώσουν το μυθιστόρημα, λόγω της τολμηρής γλώσσας και της εντελώς ασυνήθιστης αφηγηματικής δομής του. Τελικά, η Σίλβια Μπιτς, εκδότρια του οίκου «Shakespeare and Company» και ιδιοκτήτρια του ομώνυμου παρισινού βιβλιοπωλείου, τόλμησε να θέσει σε κυκλοφορία τον «Οδυσσέα, στις 2 Φεβρουαρίου του 1922, ανήμερα των 40χρονων γενεθλίων του συγγραφέα. Η έκδοση του «Οδυσσέα» καθιέρωσε τον Τζόυς ως τον συγγραφέα που έφερε επαναστατικές αλλαγές στη μορφή και δομή του μυθιστορήματος.
Η μυθοπλοκή του έργου, ενώ εξελίσσεται στη διάρκεια ενός μόνου μερόνυχτου, συμπυκνώνει όλα τα προβλήματα, τις καλές και κακές πτυχές, τις προσδοκίες και απογοητεύσεις, τους πόθους και τα πάθη ολόκληρης της ανθρώπινης ζωής. Ο Τζόυς αφηγείται ένα 24ωρο από τη ζωή του κεντρικού προσώπου, του Λεοπόλδου Μπλουμ. Το 24ωρο εκτυλίσσεται στο Δουβλίνο, τη γενέθλια πόλη του συγγραφέα, στις 16 Ιουνίου του 1904. Την ημέρα αυτή ο Τζόυς γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Νόρα Μπάρνακλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι, έκτοτε, την ημερομηνία αυτή, οι Ιρλανδοί την αποκαλούν «Bloomsday».
Η δομή του βιβλίου παραπέμπει ευθέως στην «Οδύσσεια» του Ομήρου και χωρίζεται σε 18 κεφάλαια, με τους εξής τίτλους: «Τηλέμαχος», «Νέστορας», «Πρωτέας», «Καλυψώ», «Λωτοφάγοι», «Αδης», «Αίολος», «Λαιστρυγόνες», «Σκύλλα και Χάρυβδις», «Συμπληγάδες», «Σειρήνες», «Κύκλωπας», «Ναυσικά», «Βόδια του Ηλιου», «Κίρκη», «Ευμαίος», «Ιθάκη», «Πηνελόπη».
Η δράση είναι ελάχιστη. Ομως, οι τεχνικές του «εσωτερικού μονόλογου» και της «συνειδησιακής ροής» που επινοεί ο συγγραφέας για την εξέλιξη της αφήγησής του, συμβάλλουν στο στόχο του: στο σχολιασμό όλου του πλέγματος των πολιτικών, κοινωνικών και ανθρωπίνων σχέσεων, μέσω των προσώπων που περιλαμβάνει αυτό το 24ωρης -όλο κι όλο- διάρκειας λογοτεχνικό «έπος». Ο μεσήλικας κύριος Μπλουμ (προσωπείο του Τζόυς) και ο νεαρός Στίβεν Ντένταλους (παραπέμπει στον ομηρικό Τηλέμαχο), ανασυνθέτουν και επανεξετάζουν, μέσα από συλλογισμούς, όλα τα προβλήματα που θίγει και ο αρχαίος ποιητής. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα ο αναγνώστης διακρίνει τις ομοιότητες του ομηρικού μύθου με το σήμερα, αλλά και τις διαφορές και ανατροπές του, οι οποίες τον «ωθούν» σε μια σύγκριση του αρχαίου με το σύγχρονο κόσμο, σε προβληματισμό και συμπεράσματα για την ιστορική, κοινωνική, ηθική και πνευματική πορεία του σημερινού κόσμου.