Αυτό που μας ξεχωρίζει απ' τα ζώα παρότι είμαστε σαρκοφάγοι οι άνθρωποι, σ' ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της πείνας των ζωντανών, είναι που επεξεργαζόμαστε την τροφή. Μαγειρεύουμε. Ψήνουμε. Στολίζουμε. Εχουμε τη νοητική ανάγκη, την έμφυτη πολιτισμική ικανότητα να επιθυμούμε τη μετατροπή του κορεσμού σε γεύμα. Κι ακόμα καλύτερα σε σύναξη, σε συμπόσιο. Να γινόμαστε συνδαιτυμόνες.
Στην κουζίνα του Θεού, σήμερα, εδώ και τώρα μπήκαν κτήνη. Τη μαγάρισαν. Πάντα το έκαναν. Από τότε που οι άνθρωποι περπατήσαμε στα δυο ποδάρια κοιτώντας ψηλά. Ανοιξαν το ντουλάπι και πήραν τα μαχαίρια, τους μπαλτάδες, τα σιδερικά. Κι ύστερα πήραν και τα κλειδιά, να 'χουν να βάζουν μέσα τα καλούδια, να σκάει το ντουλάπι. Να περισσεύουν για να φάνε όλοι, να τρώνε μόνο οι κλειδοκράτορες και να γίνεται ό,τι μπαζώνεται ως πρώτη ύλη της τροφής, σκουληκιασμένο αλεύρι, πεθαμένα αυγά, ζάχαρη που μαύρισε και πίκρισε φαρμάκι σκέτο. Και να 'σου να μη χωράει άλλο ξινισμένο γάλα κι αλάτι πετρωμένο σαν ταφόπλακα της παστωμένης ευφροσύνης.
Σάπισε ο πλούτος στο ντουλάπι του Θεού. Και βρώμισε η κουζίνα σαν απόπατος. Κι απ' όξω στήθηκαν φρουροί να το κρατάνε σφραγισμένο. Μοίρασαν μαχαίρια. Που αστράφτουν μέρα νύχτα στα δώματα και τις κάμαρες του κόσμου. Τα πεινασμένα πετεινά του ουρανού έγιναν δράκοι. Οι νοικοκυραίοι φονιάδες. Οι φονιάδες ήρωες στη σήψη.
Να 'σου κι ο φοβισμένος. Ο συλλέκτης των σάπιων που ξεχειλίζουν απ' το ντουλάπι του Θεού. Αυτός ο μικρός, δήθεν πολιτισμένος, με την μπάκα φουσκωμένη απ' το βρωμόφαγο που οι κλειδοκράτορες του πέταξαν για να γίνει σκυλί και να ταΐζεται σαν Κέρβερος. Που ορμάει μες τη νύχτα και σφάζει όποιον πεινάει ως ξένος. Που χιμάει στα λεωφορεία και κατεβάζει τα γυναικόπαιδα και τα σαπίζει στο ξύλο με τις σιδερένιες κουτάλες και τους μπαλτάδες που άνοιγε το φύλλο η μάνα τους να φτιάξει πίτα μ' ό,τι είχε, να ευφρανθούν.
Το ντουλάπι του Θεού άνοιξε. Είναι καταμεσίς στο μαγερειό της κόλασης. Συμπόσιο αίματος. Το κλειδί της εργασίας στα χέρια μας είναι. Οσο δεν το κρατάμε εμείς ανθρώπινο κρέας θα μυρίζει και θα πεινάμε...