Κυριακή 31 Δεκέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Σκότωσέ με με τέχνη

Ανηλεής ο ήλιος πυρπολούσε ό,τι έβρισκε μπρος του. Ανηλεής, πόρφυρας, πυρωμένος, εξαγριωμένος. Αναψε ένα τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά καφέ και διάβασε την αφιέρωση. «Στην Ευγενία μου, φιλικά και "φονικά" Αρης.»

Χαμογέλασε κουρασμένα. Πεθαίνω από την περιέργεια να το «διαβάσω. Πόσους φόνους «έκανες» Αρη; ρώτησε.

«Εναν μόνο».

«Αφού, λοιπόν, το πήρες απόφαση να γίνεις ένας Ελληνας Σιμενόν, οφείλω να σου ότι δεν πιστεύω πως στην Ελλάδα γίνονται «καθώς πρέπει» φόνοι. Είμαστε ένας λαός, τόσο επιπόλαιος, τόσο πρόχειρος, τόσο «του όσα έρθουν κι όσα πάνε», που δεν είμαστε ικανοί, έτσι νομίζω τουλάχιστον, να συλλάβουμε, να προετοιμαστούμε και να εκτελέσουμε μια σοβαρή δολοφονία. Λειτουργεί πιο πολύ το θυμικό παρά το λογικό. Βουτάει κάποιος την καραμπίνα και την αδειάζει στον γαμπρό του ή στον κουνιάδο του. Ετσι, γιατί του γουστάρει. Αν θελήσει κανείς ποτέ να με δολοφονήσει, θα του έλεγα: «Σκότωσέ με με τέχνη... Οπως ο Πιτιγκρίλι έγραφε. Απάτησέ με με τέχνη». Σε πόση ώρα φεύγεις;

«Σε δύο ώρες».

Η Ευγενία τον φίλησε και βγήκε. Κατέβηκε τις σκάλες και άρχισε να περπατάει στον αγαπημένο της δρόμο: στην οδό Σόλωνος. Η άσφαλτος έβραζε, η καυτή βρώμικη ανάσα του Αυγούστου τής έφερνε λιποθυμία. Οι λιγοστοί διαβάτες έμοιαζαν μαστουρωμένοι από το καυσαέριο και το νέφος. Θα πάθαινε θερμοπληξία.

«Ταξί, ταξί», φώναξε, λες και έκανε έκκληση στο θεό.

Κάθισε στο μπροστινό κάθισμα του συνοδηγού και είπε: «Στον περιφερειακό του Λυκαβηττού».

Ο ταξιτζής αντέδρασε αμέσως. Αρχισε την γκρίνια. Για μια κούρσα των 500 δραχμών να χαλούσε το αμάξι του;

Η Ευγενία δεν απάντησε, πλήρωσε και έστριψε στην οδό Μάρκου Ευγενικού.

Ο ταξιτζής έριξε μια ματιά στο άδειο κάθισμα από συνήθεια. Ενα βιβλίο είχε ξεχαστεί, που είχε για τίτλο «Φόνος στο περιοδικό».

Αν ξανάβλεπε αυτή τη μουρλή, τότε εκείνος θα έκανε φόνο μέσα στο ταξί. Αναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να το ξεφυλλίζει χωρίς να διαβάζει. Ξαφνικά, μια γυναίκα με γκρίζο φόρεμα, με γκρίζα μαλλιά, του έκανε νόημα. Δεν ήθελε να την πάρει, σιχαινόταν το γκρι χρώμα. Ολα γκρι ήταν: η πόλη, η άσφαλτος, οι σχέσεις οι άνθρωποι, οι συνήθειες... «Στη Γλυφάδα», την άκουσε να λέει. Παρηγορήθηκε. Τουλάχιστον θα έπαιρνε λίγο καθαρό αέρα.

Γκρίζα Μαργαρίτα

Δε συνειδητοποίησε αμέσως πως είχε ξεχάσει το βιβλίο του Αρη μέσα στο ταξί. Είχε τόσο χαρεί που θα γλίτωνε από τη μουρμούρα του οδηγού, που είχε κατέβει βιαστικά. Ετσι όπως ζούμε, συνεχώς προσπαθούμε από κάτι να γλιτώσουμε.

«Η κυρία Ευγενικού;». Μια φθινοπωρινή μεσόκοπη γυναίκα - αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο νου - διέκοψε τις σκέψεις της.

«Μάλιστα».

«Ονομάζομαι Μαργαρίτα Προμπονά».

«Τι μπορώ να κάνω για σας;».

Μια σκιά φόβου έδωσε ζωή στα άχρωμα μάτια της.

«Εχω ανάγκη από τη βοήθειά σας. Κινδυνεύω.»

Προσπάθησε να την παρηγορήσει, λέγοντάς της πως «όλοι, ναι όλοι, κυρία Προμπονά μου, κινδυνεύουμε», μα με κατάπληξη η Ευγενία άκουσε την άγνωστη να προφέρει μια τρομερή φράση. «Κινδυνεύει η ζωή μου. Θα προσπαθήσουν να με σκοτώσουν γιατί ξέρουν ότι ξέρω...».

Η ζέστη στην Αθήνα, Αύγουστο μήνα, χτυπάει κατακέφαλα. Η κυρία είχε φάει άσχημο χτύπημα. Να την αφήσει;

«Θέλετε να 'ρθετε στο σπίτι μου να σας κάνω έναν καφέ και να τα πούμε με την ησυχία μας,» πρότεινε.

«Τι πάτωμα μένετε;».

«Στον τελευταίο».

«Δεν αντέχω να ανέβω τόσα πατώματα».

«Μα, θα πάρουμε το ασανσέρ».

«Δεν μπαίνω ποτέ σε ασανσέρ», είπε δειλά η άλλη.

«Εχετε υπόνοιες πως κάποιος θα σας δολοφονήσει και φοβάστε να μπείτε σε ασανσέρ», είπε ειρωνικά η Ευγενία και αμέσως μετάνιωσε.

Αν η απελπισία, η απόγνωση, ο τρόμος και η ντροπή είχαν χρώμα, σίγουρα θα ήταν γκρίζο.

«Είναι κάτι υπεράνω των δυνάμεών μου. Ας μην κλέβω το χρόνο σας, θέλω μόνο να θυμάστε αυτό: Κανείς δεν πνίγεται από μήλο, όταν δεν το βάζει στο στόμα του... Κανείς δε σκοτώνεται από ασανσέρ, όταν φοβάται να μπει. Συγνώμην για την ενόχληση», είπε η γκρίζα σκιά και η φθινοπωρινή κυρία έστριψε την οδό Ναρσή, αφήνοντας άναυδη την Ευγενία.

Χωρίς ειδήσεις

Και η τελευταία γραφομηχανή σώπασε. Η σιωπή που απλώθηκε στην αίθουσα τής δημιούργησε ένα ενοχλητικό συναίσθημα. Ο συνάδελφος την κοίταξε με οίκτο.

«Μέρα κι αυτή για να έχεις υπηρεσία... Παραμονή της Παναγίας, θα ξημερώσει, και συ θα φυλάς τις Θερμοπύλες».

Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. Τι εδώ, τι στο σπίτι της, τι στην πλατεία Συντάγματος, το ίδιο έκανε.

«Να φεύγω, Ευγενία μου. Δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται, μπορεί να ξεσπάσει Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος και να αναγκαστώ να τον καλύψω δημοσιογραφικά...», είπε, ενώ την ίδια στιγμή ο αρχισυντάκτης έμπαινε στο γραφείο με δέκα μποφόρ.

«Ωραία εφημερίδα θα βγάλουμε αύριο. Μια μέρα που δε συνέβη τίποτε, μπορείς να φανταστείς μια μέρα άδεια από γεγονότα;

Η Ευγενία μπορούσε να το φανταστεί και πολύ καλά μάλιστα. Τον τελευταίο χρόνο, όλες οι μέρες της περνούσαν έτσι άδειες από γεγονότα. Ενιωσε μια τρυφερότητα γι' αυτόν τον κυνηγό του εφήμερου. Του χαμογέλασε με κατανόηση. Εκείνος συνέχισε; Γκρίνια του.

«Ολοι λείπουνε. Ο πρωθυπουργός, η αντιπολίτευση, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, η «17η Νοέμβρη», το νέφος, ο δήμαρχος, οι δολοφόνοι, τα θύματα... όλοι πάνε διακοπές. Ολοι... Μόνο εσύ και εγώ...

«Κατά βάθος σε ζηλεύω, είπε εκείνη. Σε ζηλεύω, διότι στενοχωριέσαι, που για μια μέρα δε θα φιλοξενήσεις στην εφημερίδα σου, μια ανόητη πρωθυπουργική δήλωση, μια απάντηση του Γραφείου Τύπου της αντιπολίτευσης και μια κουβέντα του κυβερνητικού εκπροσώπου, που θα χρειάζεται εξήγηση από παιδοψυχολόγο. Λυπάσαι που δε χτύπησε η «17 Νοέμβρη», λυπάσαι που ο σατανικός δολοφόνος έμεινε άπρακτος, γιατί το θύμα του πήγε να προσκυνήσει την Παναγιά της Τήνου; Αξιολύπητος είσαι». Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τις κεραίες της απέναντι πολυκατοικίας, σκορπίζοντας ένα κατακόκκινο χρώμα. «Πόλεμος». Από ποιο συρτάρι της μνήμης βρήκε αυτή η λέξη; Θυμήθηκε. Από έναν παλιό, μακρινό, παιδικό χρόνο! «Θα γίνει πόλεμος», λέγανε οι μεγάλοι όταν την ώρα που βασίλευε ο ήλιος έβαφε με πορφυρά χρώματα τα Τουρκοβούνια.

Ο αρχισυντάκτης, όμως, δεν της επέτρεπε ούτε να θυμηθεί, ούτε να αναπολήσει, ούτε να νοσταλγήσει.

«Μα, θυμάσαι ποτέ Αύγουστο χωρίς πυρκαγιές; Χωρίς εμπρηστές, χωρίς ληστές; Τραβεστί είναι τούτος; Να φανταστείς, αναγκάστηκα στην πρώτη σελίδα να βάλω ένα δυστυχηματάκι. Μια γυναίκα σκοτώθηκε σε κάποιο κλιμακοστάσιο. Αυτοκτονούν οι νταντάδες; Φαίνεται πως η άτυχη Μαργαρίτα είχε βαρεθεί τη ζωή της στο σπίτι του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, που δούλευε, ξέρεις του μεγαλοκαρχαρία».

«Πώς είπες ότι τη λέγανε;».

« Μαργαρίτα Προμπονά»...

Μια κραυγή ξέφυγε από μέσα της, από το στήθος της, από το βάθος της ψυχής της. Το δωμάτιο έχασε τις πραγματικές του διαστάσεις, μίκρυνε απότομα. Ολα μικραίνουν, στενεύουν. Και ξαφνικά άρχισαν να χορεύουν. Ενας δυνατός πόνος στο στέρνο και κρύος ιδρώτας της έλουσε το μέτωπο.

«Τι έπαθες;».

Σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα χωρίς να απαντήσει. Ανοιξε τη βρύση και έβαλε από κάτω το κεφάλι της. Είχε ανάγκη από ένα ουίσκι και από πολλά τσιγάρα. Είχε ανάγκη από ηρεμία από αέρα και έπειτα... Επειτα θα έβλεπε... Δεν κρατήθηκε και άρχισε τις φωνές.

«Εγκλήματα ήθελες; Εχεις ένα. Και στην πρώτη σελίδα μάλιστα ...παλιονεκροθάφτη. Ο θάνατός σου, η ζωή μου, ελεεινό, φτηνό, εφήμερο υποκείμενο».

«Τρελάθηκες;».

«Με συγχωρείς, παραφέρθηκα. Αν ήξερες...».

«Θέλω να μάθω».

Η Ευγενία τού διηγήθηκε όλα τα σχετικά με τη συνάντηση που είχε πριν δυο μέρες με την άγνωστη Μαργαρίτα μπροστά στο σπίτι της. Εκείνος, προσεκτικά, χωρίς να του ξεφεύγει λέξη, χωρίς να διακόπτει και, κυρίως, χωρίς να πει κάτι άπρεπο. Οπως «τι τύχη. Τι λαυράκι...». Οι άχρηστοι, οι περιστασιακοί, οι εκκολαπτόμενοι δημοσιογράφοι είχαν εξαφανιστεί, ενώ αυτός θα έβγαζε την είδηση της χρονιάς.

«Τι θα κάνουμε;», ρώτησε.

«Θα χρειαστούμε τα σώματα των εφημερίδων των τελευταίων μηνών».

Ενας καθώς πρέπει κύριος

Παρόλη τη ζέστη, το σαλόνι έμοιαζε ψυχρό. Ο κύριος Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, αλύγιστος και ατσαλάκωτος μέσα στο λινό λευκό κοστούμι του, κοιτούσε τους δυο δημοσιογράφους, που είχαν εισβάλει στο γραφείο του με απαξία.

«Καταλαβαίνω πως θέλετε να κάνετε τη δουλιά σας, αλλά ελάτε και στη δική μου θέση..».

«Αυτό προσπαθώ τόση ώρα», είπε διφορούμενα η Ευγενία.

Το πολυάσχολο και αδιάφορο βλέμμα του Αλέξανδρου καρφώθηκε πάνω της.

«Αρα, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσετε πως ο άδικος θάνατος της νταντάς της κόρης μου, μας αναστάτωσε τόσο, που αναβάλαμε το ταξίδι μας. Η γυναίκα μου πήρε ηρεμιστικό, η κόρη μου κλαίει συνέχεια, ενώ εγώ σας ομολογώ πως δε νιώθω πολύ όμορφα»...

«Το φαντάζομαι».

Αυτή η γυναίκα είχε αρχίσει να του δίνει στα νεύρα.

«Αυτά ήταν όσα είχα να σας πω. Θα σας παρακαλούσα, όμως, να χειριστείτε το θέμα με διακριτικότητα. Εγώ δεν είμαι συνηθισμένος να βλέπω το όνομά μου στις εφημερίδες. Μπορεί να έχω μια οικονομική άνεση, όμως ποτέ δεν πέρασα στις στήλες των εφημερίδων. Μόνον από τις οικονομικές, και αυτό όσο γίνεται πιο σπάνια. Είμαι χαμηλών τόνων και χαμηλού προφίλ».

«Ναι, διακρίνεστε από ασυνήθιστη σεμνότητα.»

Είχε αποφασίσει να σπάσει τα νεύρα του «σεμνού» κυρίου με την «κάποια» άνεση.

Το δωμάτιο έγινε ακόμη πιο ψυχρό, έγινε ένα με την έκφραση του οικοδεσπότη.

«Νομίζω πως τελειώσαμε».

Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και με κατάπληξη είδε πως οι συνομιλητές τους δεν είχαν κουνηθεί από τη θέση τους. Ενιωσε μια αμηχανία. Μια εχθρική σιωπή έπεσε βαριά σαν πέτρα λίγα δευτερόλεπτα πριν τραυματιστεί από το σάλπισμα της επίθεσης.

«Καθίστε κύριε, δεν τελειώσαμε». Η φωνή της γυναίκας ήταν αυστηρή.

Διαταγή μέσα στο ίδιο του σπίτι; Δυο ανθρωπάκια με το πολύ τριακόσιες χιλιάδες το μήνα, τον διέτασσαν; Θα τους την έκλεινε τη φυλλάδα μόλις περνούσε η μπόρα.

«Λοιπόν;», έκανε ανυπόμονα.

«Λοιπόν, αφού το θέτετε έτσι το ζήτημα, θέλουμε να μάθουμε τι κάνατε την πρώτη Φεβρουαρίου γύρω στις 10 το βράδυ».

«Θα σας απαντούσα, αν ήξερα με ποια ιδιότητα με ρωτάτε».

«Θα μας πείτε; Η ερώτηση παραμένει και περιμένει».

Με αργές κινήσεις που είχαν ξαναβρεί κάτι από τη χαμένη σιγουριά του, σήκωσε το ακουστικό.

«Νομίζω πως η αστυνομία είναι περισσότερο αρμόδια», είπε περιφρονητικά.

Δυο ζευγάρια μάτια σκληρά, παγωμένα, τον κάρφωναν απειλητικά. Κατέβασε το ακουστικό και επανέλαβε. «Δε μου αρέσει η δημοσιότητα... Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω τι θέλετε».

«Ο συνέταιρός σας ο Νισίμ Ναούμ πέθανε την 1η Φεβρουαρίου στις 10 το πρωί, εδώ μέσα. Σ' αυτό ακριβώς το δωμάτιο. Εκείνη την ημέρα η γυναίκα σας και η κόρη σας έλειπαν στο βουνό. Είσαστε μόνοι και τρώγατε μήλα.... Το ψυγείο ήταν άδειο... Ο Νισίμ Ναούμ έφαγε ένα μήλο και πνίγηκε.

«Ναι, έτσι έγινε δυστυχώς. Εσάς, όμως, τι σας ενδιαφέρει;».

«Πάντα ένας φόνος, ένας τέλειος φόνος ενδιαφέρει τους αναγνώστες, τον Τύπο και τη Δικαιοσύνη, κύριε Αλεξάνδρου».

«Φόνος είπατε;».

«Ακριβώς».

«Είστε τρελοί ή εκβιαστές».

«Πώς θα εκβιάζαμε κάποιον, που απλώς έτρωγε ένα μήλο μαζί με τον συνέταιρό του; Εκτός και αν ο "σεμνός" επιχειρηματίας γνώριζε πως ο Νισίμ Ναούμ δεν έβαζε ποτέ μήλο στο στόμα του, γιατί κόντεψε μια φορά, όταν ήταν μικρός, να πνιγεί. Μήπως αυτός ο χαμηλών τόνων κύριος, επειδή το ήξερε πολύ καλά, υποχρέωσε το θύμα του με την απειλή περιστρόφου να φάει το μήλο; Μήπως συνέλαβε και εκτέλεσε το τέλειο έγκλημα; Με την πρώτη μπουκιά ο Ναούμ πνίγηκε... Ναι κύριε, είναι όπως το λέτε. Δεν είστε συνηθισμένος στη δημοσιότητα, όπως δεν είσαστε συνηθισμένος και στο χρήμα πριν λίγα χρόνια. Συνηθίσατε στο χρήμα, θα συνηθίσετε και στη δημοσιότητα. Εκτελέσατε εν ψυχρώ τον καλύτερο, το μοναδικό, τον παιδικό σας φίλο. Πριν από τρεις ημέρες, δολοφονήσατε την νταντά της κόρης σας».

«Μα, ατύχημα ήτανε».

«Ο ιατροδικαστής δήλωσε ότι ο θάνατος της νταντάς οφείλεται στην πτώση στο κλιμακοστάσιο. Ποιος, όμως, παγίδεψε την άτυχη Μαργαρίτα στο γραφείο του; Εσείς. Εσείς που είχατε όλη την ώρα στο σπίτι σας την ευκαιρία να κουβεντιάσετε μαζί της. Γιατί, λοιπόν, την καλέσατε στο γραφείο και τη συνοδέψατε μέχρι το ασανσέρ; Γιατί ήξερε... Ανοίξατε, λοιπόν, την πόρτα και την πετάξατε, σα να ήταν ένα σκουπιδάκι. Ακόμη ένα τέλειο έγκλημα. Διότι η Μαργαρίτα Προμπονά φοβόταν τα ασανσέρ, όσο και ο Ναούμ τα μήλα...».

«Πώς το ξέρετε;».

«Μου το είπε η ίδια. Οπως ακόμη μου είπε πως σας είδε να απειλείτε τον φίλο σας με το πιστόλι στο χέρι. Ηταν αυτόπτης μάρτυρας...».

Ολη η ευγένεια και το αδιάφορο ύψος του Αλεξάνδρου χάθηκαν εντελώς.

«Παλιοτσουλί, είσαι ικανή να τα αποδείξεις;».

«Ω, μα φυσικά. Εχω γραμμένη στο κασετόφωνο όλη τη συνομιλία μου με την Προμπονά».

Εβαλε το χέρι του στο συρτάρι και έβγαλε ένα περίστροφο: Είπε «Ακίνητοι».

Μα, εκείνοι τον αγνόησαν και σηκώθηκαν για την απειλή.

«Εμείς φεύγουμε. Η αστυνομία είναι εδώ, έξω από την πόρτα. Κάντε ό,τι θέλετε».

Με τέχνη

Ο ήλιος πυρπολούσε ό,τι έβρισκε μπρος του, ανηλεής, λαμπρός, πυρωμένος, εξαγριωμένος. Αναψε ένα τσιγάρο, ήπιε λίγο από τον καφέ και τη ρώτησε.

«Πώς σου φάνηκε το μυθιστόρημά μου, ακόμη δε μου είπες».

«Προφητικό», απάντησε. Ντράπηκε να πει πως το είχε ξεχάσει μέσα στο ταξί, εκείνη τη φοβερή ημέρα.

Η συσσωρευμένη κούραση ξέσπασε σαν μια λιποθυμική κατάσταση. Με κόπο σηκώθηκε και με την εφημερίδα στο χέρι άρχισε να κατεβαίνει τη Σόλωνος. Δεν άντεχε να συνεχίσει.

«Ταξί, ταξί», φώναξε σα να 'λεγε «βοήθεια - βοήθεια». Στον περιφερειακό, είπε κουρασμένα.

Από τον καθρέφτη συνάντησε τη ματιά του οδηγού και τον αναγνώρισε.

«Πάλι στον περιφερειακό;».

«Πάλι. Το διαβάσατε τουλάχιστον το βιβλίο;».

«Ναι, αλλά δε μου πολυάρεσε. Δε σκοτώνουν έτσι. Θέλει τέχνη το πράγμα...».

«Κύριέ μου, ο καθένας έχει το δικό τρόπο να σκοτώνει», είπε κουρασμένα η Ευγενία καθώς πλήρωνε.


Τιτίνα ΔΑΝΕΛΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ