Κυριακή 29 Αυγούστου 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο σταυραετός και η Κοκκινιά

Γρηγοριάδης Κώστας

Στο χωριό Μαριολάτα, στα ριζά του Παρνασσού, ήταν ένας χωριανός, αρχοντονοικοκύρης. Με πολλά πρόβατα, γίδια, άλογα, χωράφια, βιος ολόκληρο. Το σπίτι του καράβι αρματωμένο. Είχε παιδιά, γυναίκα, δεν του 'λειπε τίποτα.

Ολα πήγαιναν καλά μέχρι το 1934 που πέθανε η γυναίκα του. «Εφυγε» η κυρά του και τον άφησε «ορφανό» μόλις στα 38 του. Μεγάλη συμφορά με όλα αυτά τα κοπάδια, τα μικρά παιδιά, το σπίτι. Τι να κάνει;

Η Κρυστάλλω ήταν η πρώτη κόρη, 14 χρόνων. Μετά τα δίδυμα, ο Θανάσης και η Σταυρούλα, 10 χρόνων και η Λενίτσα 9 μηνών. Δεν ήξερε πού να πρωτοπάει. Τα παιδιά που καταλαβαίνανε, θέλανε να τον βοηθήσουν. Ο,τι μπορούσαν έκαναν. Η Κρυστάλλω στα πρόβατα και στο σπίτι. Ο Θανάσης, παρόλο που ήταν αγόρι ήταν πιο ντελικάτος από τα κορίτσια, ήταν και μοναχογιός. Ο πατέρας όλο στα κορίτσια ξεσπούσε «πάτε δω, πάτε κει».

Λέει στη Σταυρούλα να πάει να μαζέψει τα άλογα και «πρόσεχε το άλογο είναι πολύ αμούριο, μην το ζυγώνεις, άιντε σταυραϊτέ μου, να προσέχεις». «Μη φοβάσαι πατέρα, τα πάω καλά με το Αστέρι μας». Πράγματι ένα αστέρι ήταν. Αρχικά ο πατέρας προσπαθούσε να το δαμάσει. Μάταιος κόπος. Δεν κατάφερνε τίποτα, θύμωνε που του πήγαινε κόντρα και το φοβέριζε μα και το αγαπούσε.

Λοιπόν, η Σταυρούλα δεν το φοβότανε. Ηταν η μόνη που πήγαινε κοντά, το χάιδευε, το τάιζε στο χέρι, του μιλούσε με τις ώρες, του 'λεγε όλα τα βάσανα κι έκλαιγε. «Τι να σου πω Αστέρι μου και σένα όλο πίκρες και βάσανα...».

Το άλογο καθότανε και την κοίταγε κοντά της και περίμενε. Το χάιδευε, το αγάντιαζε και ξεσπούσε σε κλάματα. Τότε αυτό χλιμίντραγε, έφευγε από την αγκαλιά της, πήγαινε πιο πέρα και χτυπούσε τα μπροστινά του πόδια καταγής. Το δέσιμο του κοριτσιού με το άλογο γινόταν κάθε μέρα και πιο ισχυρό.

Μια μέρα λέει ο πατέρας:

-- Αιντε σταυραϊτέ μου να δεις εκείνα τα μαγκούφια δεν τα είδα καθόλου σήμερα.

Ηταν κάπως αργά και σουρούπωνε. Φώναζε το κορίτσι «Αστέρι μου, πού είσαι;». Για μια στιγμή πετάγεται μπροστά της και άρχισε τις χαρούλες και η Σταυρούλα το μάλωνε τάχα μου «Κακό παιδί, τώρα νύχτωσε κι εσύ μου κάνεις ναζάκια;».

Το θαύμαζε έτσι που το έβλεπε κατάμαυρο με τη χαίτη του μακριά κι ένα άσπρο αστέρι μπροστά, ανάμεσα στα αυτιά του, στητό και αγέρωχο να γυαλίζει η τρίχα του σαν πανοπλία βασιλική.

«Θεούλη μου, έκανε το κορίτσι, τι όμορφο που είσαι, σαν αληθινός βασιλιάς! Τώρα, πώς κατεβαίνουμε που δε βλέπω τη μύτη μου; Θα γκρεμοτσακιστώ κι εσύ να γελάς. Αϊντε με πείσμωσες».

Τότε έγινε το θαύμα. Το ζώο πήγε κοντά σε μια μεγάλη πέτρα και χαμήλωσε το κορμί του και περίμενε. Την κοιτούσε μέσα στα μάτια σαν να της έλεγε «τι περιμένεις, έλα, καβάλα».

Αυτή κοίταζε καλά και του είπε «να με γκρεμοτσακίσεις και να με κοροϊδεύεις» και το κοιτούσε διστακτικά. «Θα το τολμήσω κι αν πέσω χάθηκες, τ' ακούς; Πρόσεχε κακομοίρη μου, θα μας κοροϊδεύουνε».

Ανέβηκε στην πέτρα και κάθησε μαλακά μαλακά, ένιωσε ένα δέος και το άλογο σαν να το κατάλαβε χλιμίντρισε δυο φορές και ξεκούνησε για το χωριό.

Ο πατέρας ανησύχησε, είχε νυχτώσει για τα καλά και βγήκε να την αναζητήσει. Δεν πήγε πολύ μακριά και τι να δει! Την Σταυρούλα καβάλα στ' άλογο! Τα 'χασε. Δεν ήξερε τι να πει στην αρχή. Φοβήθηκε. Μετά γελούσε. Με το άλογο κοιταχτήκανε στα μάτια σαν να κατάλαβε για την κόντρα που είχανε οι δυο τους. Αλλά καμάρωνε και για τη Σταυρούλα, το σταυραΐτό του όπως τη φώναζε.

Ο χρόνος κυλούσε σκληρός κι αδίστακτος για τη φαμίλια, θα 'πρεπε κάτι να γίνει. Τα πράγματα αλλάξανε. Ο πατέρας παντρεύτηκε, τα μεγάλα κορίτσια παντρευτήκανε. Οι σχέσεις πατέρα κοριτσιών αλλάξανε. Ο καθένας στο σπίτι του.

Ομως η Σταυρούλα δεν έπαψε ποτέ να βλέπει το αστέρι της. Ολο κι έκλεβε λίγο χρόνο να πάει, να το δει και να του πει τα βάσανά της.

Ετσι φτάσανε στον πόλεμο. Κατοχή. Τα ζώα στον πόλεμο. Οι νέοι στον πόλεμο. Τα «στούκας» χαμηλώνανε πάνω στο Καλλίδρομο και ξερνάγανε φωτιά και σίδερο.

Τρέμανε τα φυλλοκάρδια τους. Τρέχαμε να κρυφτούμε στα βουνά και στις πέτρες.

Κάποια φορά είδανε το άλογο ξεσαμάρωτο και φορτωμένο και τη Σταυρούλα καβάλα. Φωνάζανε «κατέβα, θα σε σκοτώσει το παλαβό», μα αυτή τη δουλειά της. Γελούσε ξεκαρδιστικά και του μιλούσε, άσ' τους να λένε κι αυτό προχωρούσε αγέρωχα, χωρίς να φοβάται τα αεροπλάνα που λυσσομανούσαν.

Ετσι, μες στην Κατοχή και στην κοσμοχαλασιά η Σταυρούλα τούς γέμισε χαρά. Εκανε ένα αγοράκι. Αλλά η πιο μεγάλη χαρά ήταν δική της. Χαιρόταν την κάθε στιγμή. Ηταν η πιο όμορφη και καλόκαρδη. Ενα κορίτσι χαρισματικό. Το χωριό την αγαπούσε. Οπου πήγαινε γινόταν πανηγύρι. Βιαζόταν να τα ζήσει όλα. Χορό, τραγούδι, δουλειά, παιδί, φαμίλια του άντρα της που μένανε όλοι μαζί. Προσπαθούσε να είναι με όλους καλή και χαρούμενη, καμάρι του πατέρα της...

Η χαρά δεν κράτησε πολύ. Ηρθε η συμφορά. Ενα απριλιάτικο δειλινό αρρώστησε βαριά, έπαθε πνευμονικό οίδημα και σε τρεις μέρες πέθανε, αφήνοντας το Γιαννάκο της ορφανό και μικρό, χωρίς να προφτάσει να την γνωρίσει.

Ο πατέρας το πήρε πολύ βαριά. Μέρες ολόκληρες καθόταν κάτω από τη μουριά με το κεφάλι του μες στα χέρια και ούρλιαζε σαν το σκυλί και βογκούσε αρνούμενος να φάει. Το μαράζι κράτησε για πάντα, μα ο πόνος μαλάκωσε και προσπάθησε να σηκωθεί. Ηταν ένα κουβάρι. Δέντρο φύτρωσε ο καημός. Σαν σηκώθηκε, η πρώτη του δουλειά ήταν να πάει να δει τα άλογα και προπαντός το Αστέρι να του πει τα μαντάτα.

Μάταιος κόπος. Το ζωντανό δεν υπήρχε. Τα άλλα άλογα ήταν εκεί μα ο αρχηγός έλειπε. Δεν ήξερε τι να υποθέσει.

Μέρες ολόκληρες έψαχνε, ρωτούσε τους τσοπαναραίους μπας και το είδανε. Τίποτα που να δίνει κάποια ένδειξη. Παρακολουθούσε στις χαράδρες μπας και χτύπησε και δεν μπορεί να βγει. Τίποτα. Παρακολουθούσε τα κοράκια που τρώγανε τα ψοφίμια. Μήνες έψαχνε. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο, τίποτα. Το πήρε απόφαση. Κατάλαβε πως το άλογο δεν μπόρεσε να αντέξει το χαμό. Είπανε πως δυο μέρες το βλέπανε έξω από το νεκροταφείο. Μετά τίποτα. Χάθηκε...

ΚΟΚΚΙΝΙΑ

Ηρθα στην Κοκκινιά κάτω από πολύ τραγικές συνθήκες. Ηρθα την εποχή που η επαρχία ξέρναγε κατά εκατοντάδες τους ανθρώπους της σε άγνωστα μέρη.

Η Κοκκινιά έγινε το μετερίζι της απαντοχής για μένα και για κάθε κατατρεγμένο πρόσφυγα στον τόπο μας. Ο θάνατος ήταν εκεί σίγουρος. Και δεν ήταν ο βιολογικός θάνατος που τελειώνεις γρήγορα. Οχι, τούτος ο θάνατος ήταν αλλιώτικος. Αργά, μεθοδικά, σου 'σκαβε την ψυχή, σκότωνε το μυαλό, τον ένιωθες να περπατάμε μαζί.

Για μερικούς βέβαια δεν άλλαξε τίποτα ούτε με την Κατοχή ούτε ύστερα με τον Εμφύλιο. Φίλοι με τους πρώτους, συνεργάτες με τους δεύτερους, δε δυσκόλεψαν τη ζωή τους. Αρπαχτικά όρνια, στην αναμπουμπούλα ρήμαξαν τους γύρω τους, δεν άφησαν τίποτα. Ξέρασαν χολή και φωτιά και γίνανε δυνάστες και φονιάδες σε κάθε πατριώτη και αγωνιστή. Για όλα αυτά η καινούρια τάξη τους δώσανε αξιώματα, τους κάνανε ψηλά ιστάμενους, μεγάλωσαν οι περιουσίες τους, πήρανε κότερα, αυτοκίνητα, μετοχές, μεγάλωσε η κοιλιά τους και καθίσανε πάνω στη βρωμιά τους και αυτό το 'πανε ζωή. Οσο για τους ανυπόταχτους, μπόλιασαν τη ζωή τους με το θάνατο, δέσανε τα ιδανικά τους σε μαντήλι και ξεκίνησαν για το άγνωστο.

Ετσι και εγώ μέσα από στρατοδικεία, διωγμούς και κατατρεγμούς, έφτασα στην Κοκκινιά. Αχ και να ξέρατε, πόση σιγουριά ένιωσα, πατώντας το ποδάρι μου εκεί. Νόμιζα πως με ξέρανε. Περπατώντας στα σοκάκια, νόμιζες ότι όλο και κάποια πόρτα θα ανοίξει να σε καλωσορίσει. Και έτσι ήτανε, θα έβγαινε η κόνα Μαριγώ, τάχα μου αδιάφορη, να ρίξει μια ματιά, αριστερά δεξιά, να κόψει κίνηση και να σε μπάσει μέσα. Και μη φανταστείτε πως ήταν εύκολο! Οχι, αν σε πιάνανε, πήγαινες στρατοδικείο!

Τότε, πίσω απ' την πόρτα είχανε ένα χαρτί των ατόμων που κατοικούσαν στο σπίτι. Και έτσι αν ήταν κανένας αδήλωτος, τον στέλνανε στρατοδικείο. Ομως οι άνθρωποι αυτοί είχαν ψυχή και ξέρανε από προσφυγιά. Και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν.

Τι να σας πω. Πέρασαν πενήντα χρόνια και δεν μπορώ να ξεχάσω. Παντού μαρασμός, ούτε τόση δα ευκαιρία δε δίνανε να κρατηθείς στον τόπο σου. Και σιγά σιγά μέσα από τη μιζέρια η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ξέπεφτε μέχρι το τελευταίο στάδιο. Και έτσι κάνοντας όλο αυτόν τον βιασμό, ασελγώντας στη συνείδηση της ψυχής, φτάσανε εκεί που θέλανε και όπως θέλανε.

Και να σήμερα, πέσανε πάνω στη συντρόφισσά μου Κοκκινιά, τάζοντάς σου πράσινους ήλιους και πράσινα άλογα. Σου λέρωσαν τη συνείδηση, σου φορέσανε νάιλον κορδελάκια, πράσινα, ροζ, μπλε, και σε έβγαλαν στο παζάρι για πούλημα όσο όσο. Αχ αντάρτισσά μου, Νίκαια, Κοκκινιά μου. Ετσι κάνουν αυτοί, αγοράζουν συνειδήσεις. Αλλά μη στεναχωριέστε, ο λαός τούς τη φυλάει. Και πιστεύω πως ο κοσμάκης ξέρει και πολύ γρήγορα θα πάρει την πρέπουσα θέση.

Τώρα θα μου πείτε, τι ψάχνεις ετούτα και μπερδεύεις τα παλιά με τα καινούρια. Εντάξει, βρε παιδιά, εγώ έτσι σαν απλή κουβεντούλα και να ξέρετε ότι όποιος δεν έχει παρελθόν δεν έχει και μέλλον. Αυτά για το περιοδικό, αν αρέσει καλώς, αν δεν αρέσει δεν πειράζει.

Με εκτίμηση και αγάπη.

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΟΦΟΝ.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Μια Ξενάγηση(2007-09-27 00:00:00.0)
Δισκογραφικές συναντήσεις(2007-05-20 00:00:00.0)
Τα ξερά βύσσινα(2005-07-03 00:00:00.0)
Γυναικείες παρουσίες(2004-09-12 00:00:00.0)
Τα σύμβολα των κομμάτων(2003-05-23 00:00:00.0)
ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ(1998-11-27 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ