Και πάλι το αίμα ρέει στην κατεχόμενη Βαγδάτη |
Μπαράζ βομβιστικών επιθέσεων με παγιδευμένα αυτοκίνητα σάρωσε, χτες, την ιρακινή πρωτεύουσα προκαλώντας μακελειό: Τουλάχιστον 60 νεκροί και 112 τραυματίες είναι ο προσωρινός απολογισμός που αναμένεται ν' αυξηθεί. Στόχος των τουλάχιστον 10 επιθέσεων ήταν σιιτικές συνοικίες της πόλης (Σαφαρανίγια, Χουρίγια, Αμίν αλ Θανίγια) και συγκεκριμένα τα τεμένη τους, ενώ διόλου τυχαία επιλέχτηκε οι βόμβες να εκραγούν την ώρα που χιλιάδες πιστοί έφευγαν από τα τζαμιά μετά την καθιερωμένη προσευχή της Παρασκευής.
Οι δύο πλέον αιματηρές εκρήξεις σημειώθηκαν δίπλα σε ένα από τα γραφεία του ακραίου νεαρού σιίτη ηγέτη Μουκτάντα Σαντρ, στην πυκνοκατοικημένη παραγκούπολη, Σαντρ Σίτι, της πρωτεύουσας. Η επιλογή των στόχων αυτών καθιστά περισσότερο από εμφανές ότι οι δράστες των επιθέσεων επιδιώκουν να προκαλέσουν ανάφλεξη της εμφύλιας σεχταριστικής αντιπαράθεσης μεταξύ σιιτών - σουνιτών. Επισήμως, καμία οργάνωση δεν ανέλαβε την ευθύνη.
Ο εκπρόσωπος, όμως, των δυνάμεων ασφαλείας της Βαγδάτης, Κασίμ Μουσάουι, εκτίμησε πως είναι ηλίου φαεινότερο ότι πίσω από τις επιθέσεις κρύβονται παρακλάδια της «αλ Κάιντα» του Ιράκ, που, όπως υποστήριξε, «επιδιώκει να εκδικηθεί για την εξολόθρευση της ηγεσίας της στις αρχές της εβδομάδας». Υπενθυμίζεται ότι τη Δευτέρα, εκπρόσωποι των ιρακινών και κατοχικών δυνάμεων ανακοίνωσαν ότι σε κοινή επιδρομή τους σε περιοχή βορειοδυτικά της Βαγδάτης σκότωσαν τους Αχμαντ αλ Ομπάιντι, Αμπού Αγιούμπ αλ Μάσρι και Αμπού Ομάρ αλ Μπαγκντάνι, που θεωρούνται τα τρία πιο υψηλόβαθμα στελέχη της «αλ Κάιντα» στο Ιράκ. Η απώλειά τους, πάντως, δεν είχε, μέχρι χτες, επιβεβαιωθεί από την ίδια την ισλαμιστική οργάνωση.
Αν και το χτεσινό πλήγμα ήταν εξαιρετικά βαρύ για τη σιιτική κοινότητα, τόνο αυτοσυγκράτησης έδωσε ο Μουκτάντα Σαντρ. Ο συνεργάτης του και βουλευτής Μπαχάα αλ Ααράτζι επέρριψε την ευθύνη του αιματοκυλίσματος «στο πολιτικό κενό που υπάρχει στο Ιράκ μετά τη διενέργεια των εκλογών», υπογραμμίζοντας ότι «οι ηγεσίες των μεγάλων πολιτικών κομμάτων δείχνουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την εξουσία παρά για την ασφάλεια των πολιτών, αφήνοντας περιθώριο δράσης σε όσους θέλουν να υποσκάψουν τη σταθερότητα και την εθνική ενότητα της χώρας».