Κυριακή 18 Απρίλη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο Γιακής

Γρηγοριάδης Κώστας

Τον Γιακή τον είχανε λιγάκι παλαβό. Κάτι τεράστια παπούτσια, ένα παντελόνι αταίριαστο, ακανόνιστο, κι όπου να βρισκόταν θα σου τύχαινε μπροστά. Το πώς τα κατάφερνε με τη δουλειά άλλο κεφάλαιο.

Κάθε μέρα, πρωί - βράδυ, δούλευε στα χωράφια. Του τάχανε αφήσει κάτι θειάδες του, που τις πρόσεχε, κι η μακαρίτισσα η μάνα. «Χωράφιον εκτάσεως ημεροδουλίου ενός» και είχε τρελαθεί στα μεροδούλια ο Γιακής.

Οσο ζούσε η μάνα του, μένανε μέσα στο χωριό. Τον εφρόντιζε η καημένη, νάναι καθαρός, να κοιμάται με καθαρό σεντόνι, να τρώει κάτι της προκοπής, να βάζει κάνα ρούχο. Μπας και παντρευότανε καμιά κοπελιά, να στρώσει, να φτιάξει τη φαμίλια του. Μαράζι. Μα ετούτος, τίποτε.

Τη μάνα του την αγάπαγε σαν το Θεό. Κι όσο γέρναγε εκείνη, τόσο μεγάλωνε η αγάπη. Μα μην τούλεγες για παντρειά. Θεωρία ολόκληρη θα σούφτιαχνε. Πιο βάθος, κάτι σα να φοβότανε. Μη που δεν είχε πολλά με τη γυναίκα, μη που είχε αρρωστήσει παλιά και δεν ήθελε να πάρει άνθρωπο στο κρίμα ή που νόμιζε, πως είχε κάτι, μέχρι που το πίστεψε. Στο βάθος της ψυχής του κρυμμένα.

Δουλειά με τα χωράφια, λάσπη και γαλότσα. Τούγινε μανία του Γιακή και με την εκκλησία. Οπου παππάς και αυτός. Αν ήσουνα ξένος, να σου δείξει την εκκλησία, που ήταν από πέτρα, να σου πει το πότε χτίστηκε.

Οταν πέθανε η μάνα, απόγινε ο Γιακής από τη στεναχώρια και τη μοναξιά του. Δεν τον χωρούσε τίποτε. Πούλησε το σπίτι στο χωριό και τράβηξε στα χωράφια. Σαν ερημίτης. Εκεί ξημέρωνε και νύχτωνε. Σε δυο κάμαρες μικρές. Στη μια αυτός, στην άλλη μια γελάδα, για το γάλα. Και παιδευότανε με το χορτάρι, τις ελιές και τα βάσανα. Μάζευε μόνος τις ελιές φρόντιζε τ' αμπέλι, πήγαινε πότε - πότε πάνω στο βουνό, καθότανε κι αγνάντευε τη θάλασσα.

«Θε να σε κλέψω στσι ελιές

μέσα στσι κεντρομάδες,

να σε γυρεύει η μάνα σου

σαράντα δυο βδομάδες»

σιγομουρμούριζε και κατέβαινε.

Βρέθηκε κάποτε μια κοντοχωριανή μεγαλοκοπέλα, αλλά τούτος έβαλε όρο άμα θα παντρευότανε, να ζήσουνε στα χωράφια και τις κεντρομάδες.

Το σόι, αφού παιδεύτηκε στην αρχή να τον παντρέψει, άφησε το πράμα στην τύχη του. Υστερα άρχισαν να τον βλέπουνε σαν υποψήφιο για κληρονόμηση. «Θες νάχει την καρδιά του;», «έτσι κι αλλιώς μονάχος του θα πάει». Κι αρχίζανε οι κρυφές οι σκέψεις, οι φιλοδοξίες.

Αυτός όπου στεκότανε, παντού κουβέντα και θυμοσοφία. Σαν κουραζότανε, ανέβαινε επάνω στο βουνό κι έβλεπε με τις ώρες, τους αέρηδες και το γαλάζιο.

***

Καθώς προχώραγε ο χρόνος, αλλάζανε οι καταστάσεις, άλλαζε σιγά-σιγά και το νησί.

Στην αρχή ήρθανε κάτι μεγαλολεφτάδες δικοί μας. Σιγά-σιγά ξεκινήσανε και οι ξένοι.

Κοιτάγανε τις παραλίες, τα βουναλάκια, μετράγανε, ξαναμετράγανε και δίνανε και παίρνανε οι αγορές. «Χωράφιον εκτάσεως μουντζουρίου ενός», σχεδιαγράμματα, κονδυλοφόροι, «εις νεωτέραν καταμέτρησιν», «αντί δραχμών»... Ολες οι μεγαλοεθνότητες περνάγανε με τη σειρά. Λεφτά και μέτρημα.

Λέγανε για έναν εγγλέζο, που έχτισε πύργο ολόκληρο στην ακτή, τον έφραξε γύρω-γύρω μέχρι τη θάλασσα, έβαλε κάτι σκυλιά θεόρατα μέσα και πού να πλησιάσεις. Μόνο το έμβλημά του δεν είχε βάλει ο κερατάς και τη σημαία του.

Οταν φτάσανε στον Γιακή, επαιδευτήκανε πολύ. Αλλα τους έλεγε τη μια, άλλα την άλλη. Κοίταγε ο φουκαράς τις φυσιογνωμίες με τα περιλαίμια και τα γυαλιά καχύποπτος.

Ο κόσμος όμως γύρω του, όλο και πουλούσε και πέφτανε τα χρήματα.

Ανεβήκανε λοιπόν επάνω στη βουνοπλαγιά, κοιτάζανε προς τη θάλασσα κάτι Γερμανοί κι ύστερα καταλήξανε. Κι αφού καταλήξανε για τα καλά, σηκώθηκε, έτσι στα καλά καθούμενα, ο Γιακής, ξεφούσκωσε και σιγανά - σιγανά, ξεστόμισε.

-- Πάει, τέλειωσε. Δεν το πουλώ ορέ.

«Φεγγαράδα να σε βλέπω

κάθε βράδυ μοναχός μου»

Τα χάσανε. Ρωτήσανε μήπως θα έπρεπε ν' ανέβει η προσφορά. Κι εκείνος, ήρεμος, σιγανά - σιγανά:

-- Αϊντε ορέ, με τα όβολα.

Κάτι ελιές εκεί κοντά, αγκαλιάσανε τα κλαριά τους η μια με την άλλη και σα να χορέψανε, για μια στιγμή, πάνω στην άκρη του βουνού. Κι ήρθε η μάνα του και τον εφίλησε τον τρελό και οι θειάδες του και οι μπαρμπάδες του, οι πεθαμένοι.

Το σόι, αν και το πήρε ανάποδα στην αρχή, ύστερα, βρήκε το ζήτημα καλό, γιατί παράμενε η κληρονομιά του Γιακή.

Κι αυτός, ανέβηκε ψηλά, ψηλότερα, έφτασε μέχρι την κορφή και πήρε μιαν ανάσα βαθιά ο παλαβός, όλο δροσιά και πέλαγο.


Σέργιος ΣΥΝΤΕΛΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ