Κυριακή 26 Νοέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 5
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πατριδογνωμόνιο
Πατέρα, οι σύντροφοι είναι εδώ...

Οταν ήμουνα εννιά χρόνων, στην οδό Μεϊντάνη στο Κουκάκι έμενα. Τα καλοκαίρια εκείνης της εποχής οι Αθηναίοι κι όλοι οι Ελληνες τις νύχτες της ζέστης, άμαθοι στα κλιματιστικά, πιάναν τις βεράντες για να κοιμηθούν. Τις αυλές. Τις κρεβατίνες στα χωριά. Καμιά κληματαριά με παχιά σκιά τ' απομεσήμερα.

Είχα που λέτε, σύντροφοι, φριχτό πονόδοντο. Ο πατέρας μου κοιμόταν στρωματσάδα στη μικρή βεράντα - πλακόστρωτο της εισόδου. Κοιμόταν λίγο όλη του τη ζωή και δεν ήξερα ως τότε γιατί. Σ' αυτόν κατέφυγα να παρηγορηθώ από τον πόνο γιατί τη μάνα μου δεν τόλμαγα να την ξυπνήσω αφού κοιμόταν δύσκολα κι αλαφροπατούσαμε με την αδελφή μου, μπας και την ταράξουμε.

Ανακάθισε ο Χρήστος ο πατέρας μου και μου 'πε πως με το μυαλό του ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τον πόνο. Δεν ήμερα πώς γίνεται κάτι τέτοιο. Και για να με πείσει ότι ο άνθρωπος άμα θέλει μπορεί και το ακατόρθωτο, μου διηγήθηκε για πρώτη φορά τι τράβηξε και τι πόνεσε, τι είδε και τι άντεξε στο στρατόπεδο των ναζί, στην Πολωνία, σπάζοντας πέτρες, βγάζοντας ορυκτό αλάτι. Υστερα από τρεις νύχτες στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν, τρεις μήνες στο κολαστήριο στο Χαϊδάρι, ύστερα το τρένο της φρίκης, το στρατόπεδο, την καθυστερημένη επιστροφή, «είχα ένα φίλο φυματικό συγκρατούμενο, παιδί μου, και δεν μπορούσα να τον αφήσω. Τους συντρόφους, τους φίλους τούς διαλέγεις και σε διαλέγουν και τότε μόνο είσαι πλούσιος άνθρωπος σ' αυτή τη ζωή...».

Κοντά ξημέρωμα πια, θυμήθηκε της μάνας του τη συνταγή: Βράζεις γαρίφαλο και κανέλα και κάνεις μπουκώματα με το μαντζούνι και περνάει ο πόνος. Κάναμε πλάκα στα μουλωχτά αφού σαν τη γιαγιά με λένε και κανέλα και γαρίφαλο - γαριφαλιά.

Ηταν λάτρης της μουσικής αλλά εκ φύσεως ψιλοπαράφωνος. Μου 'πε να ξαπλώσω δίπλα του να κοιμηθώ να ξεχαστώ. Μου διηγήθηκε τα πιο φριχτά «έργα» ανθρώπων που εκμεταλλεύονται τον άλλον άνθρωπο. Από κείνη τη νύχτα δεν ξαναμιλήσαμε γι' αυτό παρά μονάχα όταν γλίστρησε στα 72 του κι έσπασε τη λεκάνη και πέρασε όλη τη νύχτα στο Ασκληπιείο της Βούλας. Πεταμένος σ' ένα κρεβάτι χωρίς ούτε ένα παυσίπονο, ως το πρωί που ειδοποίησαν εμένα. Από την επομένη που χειρουργήθηκε επί σχεδόν πέντε χρόνια ώσπου πέθανε, μίλαγε κάθε μέρα για τους ναζί και το στρατόπεδο. Οι πόνοι της νύχτας του νοσοκομείου της εγκατάλειψης είχαν ξυπνήσει στη μνήμη του τη φρίκη άλλων πόνων. Κι από σύμπτωση, είχε πέσει στο κατώφλι του Λυκούργου του Σταυράκου. Αυτού που αρνήθηκε να προδώσει ως συγκάτοικος στην Κατοχή όταν οι δοσίλογοι μπήκαν στο φοιτητικό δωμάτιο στα Εξάρχεια για να τους πιάσουν κι ο Λυκούργος έλειπε.

Τη νύχτα του πονόδοντου ο πατέρας μου ο παράφωνος άρχισε να μου τραγουδάει το τραγούδι που ψιθύριζαν αυτοί που άντεχαν στα κολαστήρια των ναζί... Επέσατε θύματ' αδέρφια εσείς σε άνιση μάχη κι αγώνα...

Παιδί ήμουνα. Και ρώτησα «γιατί άνιση η μάχη πατέρα;». Και μου απάντησε λίγο κοφτά, λίγο βαθιά συλλογισμένα: «Θα το μάθεις παιδί μου άμα τη δώσεις αυτή τη μάχη».

Συγχωράτε με, σύντροφοι, που 'γινα λίγο προσωπική αλλά μετά την εγκληματική εμπρηστική βόμβα, όταν βράδυ Παρασκευής γράφω αυτό το πατριδογνωμόνιο, τα σκέφτηκα όλα ξανά. Με το πετσί μου και με το μυαλό μου. Αυτό το «άνιση» του φασισμού και του εκσυγχρονισμένου νεοταξίτικου κυρίαρχου ταξικού μηχανισμού, τώρα το ξέρω.

Το βράδυ της τραγωδίας των Ιμίων ο γέρος μου μου τηλεφώνησε για να μου πει «φοβάμαι για σας παιδιά μου. Για το μέλλον σας. Δεν άντεξα, παιδί μου, για ν' αξιωθώ να τα δω όλ' αυτά. Φοβάμαι...».

Του είπα «πατέρα μη σκιάζεσαι. Δεν είμαστε μόνοι μας. Είμαστε πολλοί. Κοίτα τι παιδιά έφτιαξες και πού πατάνε να σταθούν, και να είσαι άφοβος και περήφανος, εμείς παλεύουμε και δεν έχουμε τίποτα που να μας κάνει να ντρεπόμαστε...».

Ησύχασε. Είπε πως θα 'ρθει τρεις μέρες μετά, στο σπίτι Κυριακή για φαΐ. Πέθανε ξημερώματα Κυριακής, στον ύπνο του, ήσυχος που έχω φίλους και συντρόφους. Δεν τον βλέπω πια. Τον ακούω.

Της βόμβας το πρωί, πριν φτάσω εγώ στο γραφείο, μαύρο σαν τα μούτρα, το μυαλό και την ψυχή των δοσίλογων και των ναζί, οι σύντροφοι κι οι φίλοι ήταν εκεί. Το Μέτωπο, το Κόμμα, οι Κόκκινοι και τα παιδιά μου, οι συνεργάτες μου ήταν εκεί.

Κι ήρθε το μεσημέρι ένας άγνωστός μου άνθρωπος, εργάτης βαφιάς στην οικοδομή, άφησε όνομα, τηλέφωνο, συντροφικότητα κι οργή κι είπε με την τεράστια τη λαϊκή του ψυχή: «Πείτε της πως κόβω πέντε μεροκάματα και το βάφω εγώ μονάχος μου το μαγαζί». Ο κύριος Νίκος Μ. από την πλατεία Κολιάτσου.

Σύντροφοι, πατέρα, μπουμ ηκούσθη στον αέρα. Επειδή την «άνιση», μετωπικά, τη φέρνουμε στα ίσα κι ύστερα νικάμε.


Λιάνα ΚΑΝΕΛΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ