Κυριακή 29 Νοέμβρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΡΑΚ - ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ
Οι κατοχικές συνέπειες «τινάζουν στον αέρα» και το «σχέδιο Δημοκρατία»

Από τις προηγούμενες εκλογές - παρωδία το 2005

Associated Press

Από τις προηγούμενες εκλογές - παρωδία το 2005
Από εμπλοκή σε εμπλοκή φαίνεται ότι βαίνει η λεγόμενη «εκλογική διαδικασία» στο Ιράκ με αποτέλεσμα να θεωρείται πλέον εξαιρετικά απίθανη η διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών εντός του Ιανουαρίου, όπως είχε αρχικώς προγραμματιστεί. Οι διαφωνίες μεταξύ των μεγαλύτερων κομμάτων, που στην πλειοψηφία τους βασίζονται στις διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες, δεν έχει καταστεί δυνατό να γεφυρωθούν παρά τους αλλεπάλληλους ελιγμούς και συμβιβασμούς που έχουν δρομολογηθεί και υπό την ασφυκτική πίεση και την άμεση παρέμβαση της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής στη χώρα.

Πιο συγκεκριμένα, ο «γόρδιος δεσμός» του εκλογικού νόμου φάνηκε να λύνεται όταν στις 8 Νοεμβρίου το κοινοβούλιο, κατά πλειοψηφία, ενέκρινε το σχετικό προσχέδιο μετά από μήνες αντεγκλήσεων και διαβουλεύσεων. Εντούτοις, η εικόνα δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, τόσο η κουρδική όσο και η σουνιτική κοινότητα εξέφρασαν εντονότατη δυσαρέσκεια και απείλησαν, εμμέσως πλην σαφώς, ακόμη και με μποϋκοτάζ της εκλογικής διαδικασίας.

Το σουνιτικό βέτο ...ευνόησε τις κουρδικές δυνάμεις

Το δρόμο για την επανεξέταση του νόμου άνοιξε, πριν από μία εβδομάδα, ο σουνίτης αντιπρόεδρος του Ιράκ, Τάρεκ αλ Χασεμί, ο οποίος άσκησε βέτο στην υιοθέτησή του και «επέστρεψε» το νομοσχέδιο για περαιτέρω διαβουλεύσεις στο κοινοβούλιο. Αιχμή του δόρατος στις αντιρρήσεις του Χασεμί, επισήμως τουλάχιστον, ήταν το πρώτο άρθρο του νόμου, που αφορά στην ψήφο των προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται διάσπαρτοι ανά τον κόσμο, και ούτε λίγο ούτε πολύ εκτιμάται ότι αγγίζουν το 10% του πληθυσμού που, επίσης κατά προσέγγιση καθώς δεν υπάρχει πρόσφατη απογραφή, υπολογίζεται ότι φτάνει τα 27 εκατομμύρια. Ο Χασεμί ζητούσε να ληφθεί μέριμνα έτσι ώστε περισσότερες έδρες ν' αναλογούν στις ψήφους των, εκτός χώρας, Ιρακινών.

Το βέτο του σουνίτη αντιπροέδρου έδωσε το έναυσμα για ένα νέο γύρο παζαριών, από τον οποίο, όπως όλα δείχνουν, «κερδισμένες» αναδείχθηκαν οι κουρδικές πολιτικές δυνάμεις. Το κοινοβούλιο αποφάσισε να αναδιανείμει τις έδρες που αναλογούν στην κάθε επαρχία και ν' αυξήσει το συνολικό αριθμό των κοινοβουλευτικών εδρών από 275 σε 320. Γνώμονας της αναδιανομής, αφού δεν υπάρχει απογραφή, αποφασίστηκε να είναι οι μερίδες φαγητού που διένεμε στις επαρχίες, το 2005 (και όχι σήμερα) το υπουργείο Εμπορίου σε συνεκτίμηση με μια αύξηση 2,8% ετησίως στον πληθυσμό της κάθε επαρχίας.

Ετσι, σε ορισμένες σουνιτικές επαρχίες μειώθηκαν οι έδρες και αντιστρόφως στις δύο από τις τρεις επαρχίες του ιρακινού Κουρδιστάν αυξήθηκαν οι έδρες. Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι η κουρδική εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο ενισχύεται ενώ αντίθετα μειώνεται περαιτέρω η σουνιτική παρουσία.

Η διαφορά αυτή εντείνεται περισσότερο καθώς σιίτες και Κούρδοι βουλευτές αποφάσισαν οι ψήφοι των, εκτός χώρας, Ιρακινών να προσμετρηθούν στις επαρχίες από όπου κατάγονται και να μην τους παραχωρηθεί, εξαρχής, ένας συγκεκριμένος αριθμός εδρών κατ' αντιστοιχία στο, κατά προσέγγιση, πληθυσμιακό ποσοστό που εκπροσωπούν. Με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των, εκτός χώρας, Ιρακινών είναι σουνίτες, γίνεται σαφές ότι η μείωση των εδρών στις σουνιτικές επαρχίες οδηγεί, τελικά, στο να «χαθεί στο δρόμο» η ψήφος τους.

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσμετρηθεί ότι, ούτως ή άλλως, και στην αρχική του εκδοχή, ο εκλογικός νόμος δεν ήταν σε καμία περίπτωση βασισμένος στην απλή αναλογική. Αντίθετα, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες, μη κατεχόμενες, αστικές δημοκρατίες, θεμελιωνόταν σε μια περιπεπλεγμένη λογική που ουσιαστικά διανέμει όσες έδρες απομένουν και δεν έχουν καταχωρηθεί ανά επαρχία, στα δύο ισχυρότερα κόμματα, αφαιρώντας τες από τις μικρότερες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες, σταδιακά, εξωθούνται εκτός κοινοβουλίου και η φωνή τους σιγεί ασχέτως αν σε εθνικό επίπεδο συγκεντρώνουν το απαραίτητο πλαφόν για είσοδο στο κοινοβούλιο (αφού δεν το συγκεντρώνουν σε κάθε επαρχία χωριστά).

Διαγκωνισμοί κατοχικών συνεργατών

Για να έχει κανείς μια συνολική ρεαλιστική εικόνα δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι όλες οι προαναφερόμενες διαδικασίες λαμβάνουν χώρα υπό συνεχιζόμενη κατοχή. Οι πολιτικές δυνάμεις που συμμετέχουν σε όλα αυτά τα παζάρια και στους ελιγμούς δεν είναι παρά εκείνες, που στον έναν ή στον άλλο βαθμό, από την πρώτη στιγμή ή στην πορεία, αποδέχτηκαν την παρουσία των κατοχικών (κυρίως αμερικανικών) δυνάμεων στη χώρα και συναίνεσαν να υπάρξει κατοχική διοίκηση το 2003, που διόρισε «προσωρινή» κυβέρνηση το 2004, η οποία με τη σειρά της «επέλεξε» κατοχικό κοινοβούλιο, για να φτάσει, τελικά, η χώρα σε....«ελεύθερες» εκλογές το 2005.

Καθόλη την εξάχρονη αυτή πορεία διαγκωνισμού για το ποιος θα εδραιώσει την πολιτική του παρουσία και δύναμη έτσι ώστε όταν και εφόσον οι κατοχικές δυνάμεις αποσυρθούν να έχει τον «πρώτο λόγο», εξοβελίστηκαν, σχεδόν εξολοκλήρου, οι όποιες υγιείς δυνάμεις αντίστασης στην κατοχή. Αντίθετα ενισχύθηκαν είτε ως αντίδραση είτε δια μέσου υπογείων σκοτεινών διαδρομών και ως αντίβαρο στην όποια προοδευτική «αναλαμπή», οι ακραίες ισλαμιστικές ή εθνικιστικές φωνές, που τελικά καλλιέργησαν και το έδαφος για την έξαρση της σεχταριστικής βίας που βύθισε τη χώρα σε λουτρό αίματος από το 2006 μέχρι και το 2008. Μέσα από αυτό το αιματοκύλισμα, αν μη τι άλλο, στην κοινή γνώμη ενισχυμένες αναδύθηκαν οι κυρίαρχες ιρακινές πολιτικές δυνάμεις με τις αλλεπάλληλες λεκτικές τους εκκλήσεις για «εθνική ομοψυχία» και φυσικά απαλύνθηκε η οργή για την κατοχική παρουσία, αφού παρουσιάστηκε ως μοναδική εγγύηση στοιχειώδους ασφάλειας.

Αμερικανική ...ανυπομονησία

Οι πληγές που άνοιξε ο εθνοτικός και θρησκευτικός αυτός διχασμός, ο οποίος υπέβοσκε και υπό το καθεστώς Χουσεΐν, αλλά ενισχύθηκε και εξερράγη εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο επέλεξαν οι κατοχικές δυνάμεις να γονατίσουν τον ιρακινό λαό, είναι προφανές ότι δεν έχουν κλείσει και δεν πρόκειται να κλείσουν σύντομα. Η προοπτική αυτή δεν ικανοποιεί την Ουάσιγκτον και την προεδρία Ομπάμα που, πλέον, επιδιώκει να απεγκλωβίσει με σχετικά γρήγορο ρυθμό, το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών της από τη χώρα αφήνοντας, όμως, πίσω μια καλά συγκροτημένη πολιτική τάξη συνεργατών, η οποία δεν θα αντιδράσει στην παρουσία των δεκάδων αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων, που ήδη κατασκευάζονται, και θα παραμείνει στενή συνεργάτης των ΗΠΑ για την προώθηση των ιμπεριαλιστικών της συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Η απρόσκοπτη διενέργεια εκλογών χωρίς παρατράγουδα, τόσο για το «γράμμα της διεθνούς νομιμότητας» όσο και για τα μάτια της αραβικής κοινής γνώμης που επιδιώκει, ματαίως μέχρι στιγμής, να σαγηνεύσει εκ νέου, έχει τεθεί από το Λευκό Οίκο ως το συμβολικό εναρκτήριο λάκτισμα της επιτάχυνσης της στρατιωτικής αποχώρησης των ΗΠΑ. Πόσο μάλλον που πλέον στο Ιράκ βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά Αμερικανοί στρατιώτες. Γι' αυτό και ο Αμερικανός πρέσβης Κρίστοφερ Χιλ έχει εμπλακεί έντονα στα παζάρια του εκλογικού νόμου ενώ η Ουάσιγκτον, προς στιγμήν, δηλώνει «ψύχραιμη» από τις απανωτές καθυστερήσεις και επιμένει ότι «τελικά, οι εκλογές θα γίνουν κανονικά έστω και με μικρή καθυστέρηση».

Οπως και να έχει, οι επόμενες βδομάδες αναμένονται κρίσιμες. Ομως ακόμη πιο κρίσιμοι θα είναι οι μήνες που θ' ακολουθήσουν τις εκλογές, αφού, σε συνδυασμό με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, εκτιμάται ότι δεν είναι διόλου απίθανο ν' απελευθερωθούν οι θύελλες (σεχταριστικές ή άλλες) που έσπειρε η κατοχή.


Ελένη Μαυρούλη


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ