Κυριακή 5 Νοέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ξεδιάλυνε το κακό

Παπαγεωργίου Βασίλης

Φτωχό το χωριό εκείνα τα παλιότερα χρόνια και δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά του. Γι' αυτό φεύγανε ο κόσμος στην ξενιτειά και δουλεύαν στα γιαπιά. Ονομαστοί μαστόροι. Πιο παλιά, πηγαίναν στη Σμύρνη, κι όταν έκλεισε η Σμύρνη, στην Αθήνα. Οταν χειμώνιαζε, μαζεύονταν στο χωριό, να σπείρουν, να κοιτάξουν ό,τι χρειαζόταν το σπιτικό, να ορμηνέψουν τη φαμίλια, και μόλις ξάνοιγε ο καιρός, πίσω πάλι στα γιαπιά.

Στην Αθήνα, το πιο μεγάλο στέκι τους ήταν το Μεταξουργείο. Για οικονομία, πιάναν μια κάμαρη οχτώ, δέκα, δεκαπέντε ανομάτοι, και πλήρωναν το νοίκι ρεφενέ, και μαγείρευαν μοναχοί τους, πάλι ρεφενέ.

Σφίγγανε τον παρά κόμπο στον κόμπο, για να περνούν κουτσά στραβά και να στέλνουν στις φαμίλιες στο χωριό. Βασανισμένη ζωή και φτώχεια αβάσταχτη. Νοικοκύρηδες όμως, όταν βλέπαν στα γιαπιά που δουλεύαν, κάνα πράμα που δε χρειαζόταν τ' αφεντικού, υλικό, έπιπλο, ό,τι νάναι, το συμμαζεύαν, το φέρναν στο χωριό και μπαλώναν καμιάν ανάγκη του σπιτιού.

Ο Πάτροκλος δούλευε ένα καλοκαίρι στους Αμπελοκήπους. Σουβατζής απ' τους πρώτους, αλλά, είπαμε, φτωχά τα χρόνια. Μια μέρα βλέπει στη διπλανή αυλή πεταμένη μια σφίδα*. «Αχ! να την είχα στο χωριό» είπε με το νου του. «Λάδι να βάλεις, σιτάρι, σύκα, χάχλες...». Την έβλεπε και τη λιμπιζόταν, ίσαμε που έβαλε την ντροπή στην μπάντα και ρώτησε τη γειτόνισσα:

- Σας χρειάζεται αυτό το παλιόπραμα;

Της είπε έτσι, πονηρά, μην τυχόν του γυρέψει δραχμές. Η γειτόνισσα είπε πως δεν της χρειαζόταν. Χαρά - χαστός ο Πάτροκλος, παίρνει τη σφιδούλα, τη φορτώνεται στην πλάτη, πάει στο λεωφορείο, δεν τον βάζανε μέσα μ' αυτό το γομάρι. Τη χτυπά κι αυτός στον ώμο, και άντε - άντε, άντε - άντε, απ' τους Αμπελοκήπους στο Μεταξουργείο. Λαχτάρα τον βαστούσε σ' όλο το δρόμο μπας και τον χτυπήσει κάνα αυτοκίνητο, κάνας αραμπάς, μπας και τον ρίξουν κάτω βιαστικοί διαβάτες. Δε νοιαζόταν για τον εαυτό του, σαν έπεφτε θα ξανασηκωνόταν. Η σφιδούλα όμως;

Με την πολλή προσοχή τα κατάφερε. Εστησε τη σφιδούλα σίγουρα σε μιαν άκρη της αυλής, και την πρόσεχε σαν τα μάτια του, ώσπου ήρθε ο καιρός να φύγει στο χωριό. Τη σήκωσε πάλι στον ώμο του και, ντε - ντε, στην Ομόνοια, στον «ηλεκτρικό», μέσα στη σκευοφόρο. Εφτασε καλά στον Πειραιά. Ε, τώρα, απ' τον «ηλεκτρικό» ίσαμε τα «Λεμονάδικα», που ήταν δεμένο το καΐκι του Μούχαλου, είναι πια μια δρασκελιά δρόμος. Εφτυσε στις παλάμες του κι έσκυψε να σηκώσει το φορτίο του.

- Ασήμωσε να σε πω τη μοίρα σου...!

Ηταν μια τσιγγάνα.

- Την ξέρω τη μοίρα μου, απάντησε, σκυφτός όπως ήταν, κι έπιασε γερά τη σφίδα.

- Ενα καλό που έρχεται, να σε πω, άντε ένα δίφραγκο.

Δεν έδωσε σημασία, σφίχτηκε, φορτώθηκε τη σφίδα, σιγουρεύτηκε, ξεκίνησε για το καΐκι. Πειράχτηκε η τσιγγάνα.

- Σπαγκόραμμα...!

Σφύριξε μια βρισιά μέσ' στα δόντια του ο Πάτροκλος, έκανε να γυρίσει πίσω, βαστάχτηκε. «Ταξίδι έχω, ας μην κολαστώ».

Η τσιγγάνα του φώναξε πικρόχολα και εκδικητικά.

- Καλό κατευόδιο...! Ενα κακό σου μέλλεται και θα το βρεις εκεί που πας...

Ο Πάτροκλος σταμάτησε σα να τον δάγκωσε φίδι. Τούτες δω έχουν το διάολο μέσα τους και τα λόγια τους είναι σημαδιακά. Θες τίποτα... η γυναίκα του... ή το Γιαννέλ(ι); `Η το βυζανιάρικο...;

Η τσιγγάνα ερχόταν αργά προς το μέρος του. Απλωσε το χέρι.

- Ελα, ασήμωσε να σε ξορκίσω το κακό.

- Αει στο διάολο, της πέταξε ο Πάτροκλος, και ξεκίνησε αποφασιστικά προς το καΐκι. «Δε λογαριάζω τις φοβέρες σου μωρή! Με ίδρω και με αίμα βγάζω μια δραχμή. Να τα δώσω σε σένα; Ξόρκια και σάλια-μπάλια! Αει στο διάβολο».

Στο κα?κι σιγουράρησε τη σφίδα σ' ένα μέρος, την έδεσε κιόλας. Σου λέει «καΐκι είναι, θάλασσα είναι, μπορεί νάχουμε φουρούνα, μην τυχόν κατρακυλήσει η σφιδούλα και σπάσει, ο μη γένοιτο».

Ξημερώνοντας, πιάσαν στην Αποθήκα.

- Παιδιά, λέει ο καπετάνιος, εδώ θα βγείτε. Δε θα πάμε στο Ταβάρι.

Ηταν ένα βιαστικό ναύλο για τη Χίο και δεν μπορούσε να χασομερήσει. Οι επιβάτες, πέντε - έξη ήτανε, έπρεπε να πάνε με τα πόδια απ' την Αποθήκα στο χωριό. Ποιος είχε δραχμές για αγώγια. Ετσι γινόταν πάντα.

Οταν λέμε Αποθήκα - χωριό, δεν ξανάγινε στον κόσμο πιο κακοτράχαλος δρόμος απ' αυτόν. Τρεις ώρες και βάλε. Τι να κάνει ο φουκαράς ο Πάτροκλος! Να πληρώσει αγώγι, δεν είχε. Αντε πάλι στον ώμο η σφίδα, και σιγά - σιγά, σιγά - σιγά, θα πάμε. Είναι τρεις ώρες δρόμος; Ας κάνουμε τέσσερις. Πέντε. Με τις ξεκουρασιές, εξ. Δε βαριέσαι...!

Στον ώμο η σφίδα, κι άντε στα κατσάβραχα σιγά - σιγά. Εδώ, ζα και δυσκολεύονται, πόσο μάλλον άνθρωπος φορτωμένος. Τι να πει όμως;

Σιγά - σιγά και με μεγάλη προσοχή μη στραβοπατήσει, μη γλιστρήσει, μη σκοντάψει πουθενά, προχωρούσε ο καημένος ο Πάτροκλος. Ποταμός ο ίδρως, κι η πλάτη του γέμισε «καντήλες» που σπάσαν και τρέχαν ζουμιά και αίματα κάτω από την καμιζόρα του. Υπόφερνε ο δόλιος, μα όσο έβαζε ο νους του ν' ανοίξει την πόρτα του σπιτιού και να πει στη γυναίκα του «Δε τι σου φέρνω, Ξενούλ(ι), απ' την Αθήνα...», έπαιρνε κουράγιο, ξεχνούσε τη μέση του που κόντευε να ξεκολλήσει, ξέχανε τις καντήλες στην πλάτη του, κι αναγάλιαζε η ψυχή του. «Χρειαζόμαστε μια σφιδούλα,» τούλεγε πάντα το Ξενούλ(ι). «Ας ήταν νάχα μια σφιδούλα στο κατώγι». Νάτην τώρα.

Κι άντε κουράγιο, άντε μια ώρα, δυο, άντε μια ξεκουρασιά, μια μπουκιά ψωμί, ένα τσιγάρο, άντε πάλι, τρεις ώρες, τέσσερις, τα γόνατά του τρέμαν και τρίζαν τα κοκαλάκια του. Ενιωθε την καμιζόρα να κολλά πάνω στο πληγιασμένο κορμί, αλλά έσφιγγε τα κότσια του, άντε, άντε και κοντεύουμε.

Λίγο ακόμα. Εξ ώρες και παραπάνω. Να! Φάνηκε το «Βαλαν(ι)δούρ», γέλασε τ' αχείλι του. Μια τελευταία ξεκουρασιά, ένα ακόμα τσιγάρο, ίσα τον ανήφορο, πάτησε στο ίσιωμα.

Προσπερνά τον «ερωτευμένο βράχο», νάτο φάτσα το χωριό. Ξεπέταξε η καρδιά του κι ένιωσε ελαφρύς και ξεκούραστος σα να μη σήκωνε ολόκληρο γομάρι, σα να μην περπατούσε όλη μέρα.

Φτάνει στο «Π'γαδέλ(ι)». Τα πρώτα σπίτια. Βγαίνουν στο δρόμο οι γυναίκες και τον καλωσορίζουν και τον καμαρώνουν. Οι άλλοι ταξιδιώτες που ήρθαν πιο μπροστά, είχαν πει πως έρχεται ο Πάτροκλος με τη σφίδα.

- Καλωσόρισες...! Μη βασκαθείς Πάτροκλε...!

- Μπράβο Πάτροκλε...!

- Ποιος τη χάρη της Ξενούλας, καλώς να σε δεχτεί...!

- Καλά είναι; ρώτησε με λαχτάρα αγκομαχώντας.

- Καλά, καλά. Και τα μουρέλια σαν τριαντάφυλλα. Εδώ τα είχε πιο μπροστά και σ' απαντέχανε, μα πεινάσαν τα μωρά και πάει στο σπίτι.

Φτερά ένιωσε να βγάζει ο Πάτροκλος.

Κατηγόρησε προς το σπίτι της θεια Πολυξένης. «Εδώ να προσέχω», είπε με το νου του, «γιατί είναι χαλασμένος ο ντουσιμές, μην πάθουμε καμιά...». Δεν πρόφτασε να πει τι φοβόταν μην πάθει. Πατά μ' όλο του το βάρος πάνω σε μιαν έρμη πέτρα, ξεκολλά η άτιμη, ξαφνιάζεται ο Πάτροκλος και τρεκλίζει, παρά λίγο να πέσει η σφίδα απ' τον ώμο του, τη σφίγγει να την κρατήσει, γλιστρούν τα ιδρωμένα χέρια, κάνει να την πιάσει στον αέρα, πέφτουν κάτω κι οι δυο... χίλια κομμάτια η σφίδα!

Ο καημένος ο Πάτροκλος κειτόνταν πάνω στα κομμάτια και δεν είχε πια νάκαρα να σηκωθεί. Ολη η κούραση που πέρασε τον έλειωσε τώρα σε μια στιγμή. Τόση λαχτάρα! Τόσος αγώνας! Εσφιγγε χολιασμένος τα σπασμένα κομμάτια, κοφτερά σα μαχαίρια, και ματώναν τα χέρια του, Αμ τόπε η ρουφιάνα η γύφτισσα που νάτρωγε τη γλώσσα της. «Ενα κακό σου μέλλεται εκεί που πας...». Ετσι δεν είπε;

Σηκώθηκε με τα πολλά, βάλθηκε να τινάζει τα χώματα από πάνω του, και δεν άντεχε να βλέπει τη θρυψαλιασμένη σφίδα. Δε θα μπορούσε τώρα να πει στη γυναίκα του «Δε τι σου φέρνω, Ξενούλ(ι), απ' την Αθήνα...». Σφίχτηκε η καρδιά του και τα μάτια του καίγανε.

Οι γειτόνισσες καθάριζαν το δρόμο και του μιλούσαν συμπονετικά.

- Μη χολιάζεις. Συ νάσαι καλά.

- Δεν πειράζ' μουρό μ', του φώναξε η θεια Πολυξένη ψηλά απ' την πεζούλα της. Η η(ι)νηκούδα τση τα μουρέλια σ' νάνη γηροί, τση ςφίδις γιμάτους ένη η κόζμους.

Απόμεινε να την κοιτάζει ο Πάτροκλος, κι ένα αγεράκι δρόσισε το νου του.

- Καλά του λέγου, του χαμογελούσε η θεια Πολυξένη. Κάλλιου 'πα ςτα πράματα, παρά 'πα ςτς αθρώπ...!

Οι ανθρώποι! Οι «ανθρώποι του». Και πετάρισε στα μάτια του το Ξενούλ(ι), ήλιος και φεγγάρι, με το βυζανιάρικο στην αγκαλιά και το Γιαννέλ(ι), ήλιος και φεγγάρι, με το βυζανιάρικο στην αγκαλιά και το Γιαννέλ(ι) να τη σέρνει απ' το φουστάνι, και να τον θωρούνε και οι τρεις, πατέρα, κι άντρα και Θεό τους.

Το Ξενούλ(ι)...! Του μουρέλια...! Ολος ο κόσμος δικός του μέσ' στα ματάκια τους. Η σφίδα τώρα...! Δε βαριέσαι...! Ξεδιάλυνε το κακό. Κάλλιο πάνω στα πράγματα, παρά στους ανθρώπους. Δεν πάνε στο διάβολο όλες οι σφίδες του ντουνιά...!

Εδωσε μια κλωτσιά στα κομμάτια πούχανε απομείνει στο δρόμο, και, λαφρύς - λαφρύς, πήρε τον κατήφορο για το σπίτι.

Από το βιβλίο «Ζωγραφιές του παλιού καιρού». Εκδοση Ν. Ρεπάνη 1998.

* Πυθάρι


Του
Πάνου ΚΟΝΤΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ