Κυριακή 21 Ιούνη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η Μαργίτσα στη Μακρόνησο

Από το διήγημα «Ορφανά γιαπράκια»

Γρηγοριάδης Κώστας

«Με λίγο κρασί λιαστό και παξιμάδι πέρασε στο κρησφύγετό του ο Δημήτρης του μπάρμπα - Σταυρή. Είχε κατέβει για αποστολή από το βουνό, αντάρτης στο δεύτερο αντάρτικο της Σάμου. Στα καλύβια δεν ήταν κανένας, όλοι είχαν εγκαταλείψει τις εξοχές κι ο φόβος τούς είχε κυριεύσει. Στην οικογένειά του, αδέλφια, νύφες κι ανίψια, είχαν κόψει το δελτίο κι η πείνα θέριζε. - Μας φάγανε τα αντίποινα, έλεγε η Κατερίνη στις γειτόνισσες, οι αναθεματισμένοι οι προδότες, οι γερμανόφιλοι κι οι μαυραγορίτες, πήρανε το πάνω χέρι. Μας κυνηγάνε όλους, βλέπεις τι γίνεται κάθε μέρα, δακτυλοδειχτούμενοι είμαστε. Λες κι ο κουνιάδος μου ο Δημητράκης είναι κανένας κακούργος. Αντάρτης, μάλιστα. Γιατί το λέει η καρδούλα του. Οχι που θα καθίσει να δέχεται τους εξευτελισμούς, από ποιους, τους δοσίλογους. Μωρέ... Αχ, όσο τον σκέφτομαι πάνω στα βουνά, τι να σου πω. Αγουρα σταφύλια τρώνε, κόρτζες, ρίζες κι ευτυχώς που βρίσκονται άνθρωποι από τα χωριά σ' απάν' και δίνουνε καμιά μαγεριά ρεβίθια, καμιά γίδα... Τις προάλλες, που είχανε κατέβει για προμήθειες, τον είδα στο καλύβι του ξαδέλφου του Γιαννάκη κι ήτανε σαν τον όσιο. Αδύνατος, με τα γένια... Οι σταφίδες, Κατερίνη, μου είπε, οι σταφίδες από το πατρικό αμπελάκι, που μας έστειλες με τον αδελφό μου το Λεωνίδα, είναι ό,τι πρέπει, μας στυλώνουνε. Ο Λεωνίδας, για να μην τον υποψιαστούνε οι "ΜAYδες" που κάνανε έλεγχο μην τυχόν και φτάσουνε προμήθειες και όπλα στους αντάρτες, πήρε το γαϊδουράκι και τράβηξε για τα μαντριά να γεμίσει κοπριά. Η Πάτρα κι η Βιργινία, πρώτες ξαδέλφες, πήρανε τα ψωμιά, το κρασί και τις σταφίδες και φτάσανε στο σημείο συνάντησης με το θείο τους τον Λεωνίδα. Αν τις ρωτούσε κανείς στο δρόμο, θα λέγανε ότι πάνε κολατσιό στον πατέρα της Βιργινίας και στους εργάτες που ήτανε στο χωράφι. Τα πράγματα τακτοποιήθηκαν ανάμεσα στην κοπριά και φτάσανε στο βουνό μετά από μεγάλη περιπέτεια. H Kατερίνη, σαν στείλανε εξορία το Δημήτρη στη Μακρόνησο, δεν είχε τίποτα να του στείλει, αλλά ήτανε κι ο φόβος για αντίποινα, γιατί είχανε πάρει όλα τα αδέλφια στην αστυνομία και μετά στις φυλακές του Βαθιού και τα ρημάξανε στο ξύλο. Τους είπανε να τον αποκηρύξουνε από αδελφό και να μην έχουνε καμιά σχέση μαζί του, αλλιώς θα τους στείλουνε κι αυτούς στο νησί του διαβόλου. Τα αδέλφια του είχαν οικογένειες , γυναίκα και παιδιά. Τελικά, υποκύψανε... Η Μαργίτσα, σαν έμαθε το κακό που έγινε στην οικογένεια, έσυρε μοιρολόγι μακρόσυρτο, σαν να πενθούσε μάνα και πατέρα που τους έχασε μικρή στα Ντομάτια της Μικράς Ασίας κατά την καταστροφή. - Λοιπόν, θ' αφήσω εγώ το Δημητράκη, που τον έλουζα κι αυτόνε τον ορφανεμένο, να μείνει μόνος στις εξορίες; Να μην έχει έναν άνθρωπο να τον σκέφτεται; Η Μαργίτσα έκαμε καρδιά κι άρχισε να μαζεύει πράγματα... Τα καΐκια από το Λαύριο έφταναν στη Μακρόνησο κι οι περισσότεροι εξόριστοι λάβαιναν κάποιο δεματάκι από τους δικούς τους. Ο Δημήτρης, τίποτα. Λησμονημένος από όλους και ξεγραμμένος. Πλησίαζε το Πάσχα. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, άρχισε μια βροχή κι οι σκηνές των κρατουμένων στη Μακρόνησο θα πλημμύριζαν, αν οι κρατούμενοι δεν έσκαβαν όλη τη νύχτα τάφρους γύρω γύρω για να τις προφυλάξουν. Το ξημέρωμα της Μεγάλης Παρασκευής, τους βρήκε όλους βρεγμένους και το τοπίο μέσα στο λασπωμένο κοκκινόχωμα, ήταν σαν πελώριος Γολγοθάς. Το καΐκι από το Λαύριο έφτασε με λίγους επισκέπτες. Οι κρατούμενοι που είχαν επισκεπτήριο ειδοποιήθηκαν να κατέβουν. Μέσα από το σύρμα, σε μακρινή απόσταση, έβλεπαν τους δικούς τους, κλεισμένοι σαν αγρίμια στο κλουβί. Ο Δημήτρης ξαφνιάστηκε, όταν του είπαν πως έχει επισκεπτήριο. Ανάμεσα στους λιγοστούς επισκέπτες, μια γυναίκα μαυροντυμένη, με τη μαύρη μαντίλα να ξανεμίζει και τα χέρια υψωμένα σαν σε δέηση... Η Μαργίτσα είχε βρει τρόπο να πάει στον τόπο εξορίας. Νόμιζε πως θα 'σφιγγε το Δημητράκη στην αγκαλιά της, πως θα του έλεγε όσα δεν του είχε πει ποτέ. Πως θα του χάιδευε το κεφαλάκι του, όπως τότε μικρό στη σκάφη. Τώρα; Τι είναι αυτά τώρα; Αχ, Μεγάλη Παρασκευή του Κόσμου, αχ πάθη... - Λεβέντη μου, γιε μου, Δημητράκη μου, εγώ είμαι η Μαργίτσα, η Μαργίτσα από τα Ντομάτια, η θεια σου, παιδί μου, εγώ είμαι, τι κάνεις γιόκα μου; Γιατί είμαστε έτσι από μακριά; Μ' ακούς γιε μου; Σου 'φερα σταφιδίτσες, λεβέντη μου, και δυο χράμια υφαντά, να μην κρυώνεις, και παξιμάδια και λίγο κρασί, λιαστό είναι, από το φωκιανό αμπελάκι της μακαρίτισσας της μάνας σου, ακούς γιε μου, αχ, γιε μου, τι καμώματα είναι αυτά; Δεν με αφήνουνε, γιε μου, να έρθω κοντά σου, τι εξορία του Αδάμ είναι αυτή... Δημητράκη μου, κάνε υπομονή παιδί μου, δες εγώ πόσα πέρασα, να προσέχεις γιε μου, θέλω να σε δω λεύτερο, να κάμεις οικογένεια, να φιλήσω τα στέφανά σου, ακούς γιε μου, κράτα γερά, παιδί μου... Μεγάλη Παρασκευή 1948. Στη σκηνή του Δημήτρη στη Μακρόνησο, μύριζε η ανάσταση. Ηταν η παρουσία της Μαργίτσας που κυριαρχούσε ακόμη στο τοπίο, στον αέρα. Μια γυναίκα με ψυχή. Που δεν υπολόγισε τίποτα. Δε φοβήθηκε, ούτε τους αλφαμίτες της Μακρονήσου, ούτε τους γερμανοτσολιάδες του χωριού. Πάντα έλεγε: Τον άνθρωπο τον ύπουλο και τον υποκριτή δεν τόνε φοβάμαι, μπορεί να με "δαγκάσει" όπως το φίδι, αλλά το δηλητήριό του δε μπαίνει στο αίμα μου... Οι σταφίδες και το κρασί από το σαμιώτικο αμπέλι κράτησαν αρκετά για τους εξόριστους. Εκεί, τα περισσότερα μοιράζονταν. Υπήρχε κοινοκτημοσύνη. Σαν ήρθε το πρωί ο παπάς και ρώτησε ποιοι θα μεταλάβουνε, πήρε την απάντηση: Μεταλάβαμε με Σαμιώτικο!!!».


Κούλα Καραμηνά - Πόθου


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ