Κυριακή 31 Μάη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 35
ΙΣΤΟΡΙΑ
Τo ΚΚΕ και η αστική ιστοριογραφία

Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι τελευταία εμφανίζονται όλο και συχνότερα αναλύσεις, άρθρα και βιβλία για τη δεκαετία '40-'50 από αστούς ιστορικούς, με έναν κοινό παρονομαστή, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη οπτική και τα μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης που ούτως ή άλλως έχει ένας αστός ιστορικός: Την παραχάραξη των γεγονότων, την αυθαίρετη εξαγωγή συμπερασμάτων, με δυο λόγια τη διαστρέβλωση των γεγονότων ώστε να εξυπηρετηθεί η πολιτική σκοπιμότητα, που ανάμεσα σε άλλα είναι και να διαμορφωθούν όπως επιθυμούν οι νεότερες γενιές οι οποίες πιθανόν να μην έχουν γνώση όσων διαδραματίστηκαν εκείνη τη συγκλονιστική δεκαετία.

Θα γίνω πιο συγκεκριμένος παρουσιάζοντας ενδεικτικά κάποιες από αυτές τις απόψεις όπως έχουν δημοσιευθεί είτε σε βιβλία είτε σε άρθρα, εκφράζοντας υποτίθεται έγκυρους ιστορικούς του ακαδημαϊκού χώρου, οι οποίες είναι τόσο ανακριβείς και αυθαίρετες που πέρα από τις σκοπιμότητες και την ιδεολογική τοποθέτηση των εκφραστών τους εγείρουν ερωτήματα ακόμη και για την επιστημονική τους επάρκεια.

Ας αρχίσουμε με την ιστορική ημερίδα που οργάνωσε τον περασμένο Μάρτη ο Δήμος Ναυπλίου προς τιμήν του Γρ. Φαράκου, στην οποία κατέθεσαν τις απόψεις τους ανάμεσα σε άλλους και οι γνωστοί για την αντικομμουνιστική τους τοποθέτηση ιστορικοί Γ. Καλύβας, του Πανεπιστημίου Yale των ΗΠΑ, και Ν. Μαραντζίδης, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, αλλά και πολιτικοί της γνωστής μάρκας ...Πάγκαλου. Τι κατέθεσαν λοιπόν οι δύο αυτοί κύριοι στο ΒΗΜΑ της Κυριακής (22/3/09); Οτι, λέει, η ιστορική «έρευνα» και η ανάλυση του Γρ. Φαράκου τους επιβεβαίωσε - παραπέμποντας στα συμπεράσματα των ομιλητών του συνεδρίου - την υποψία ότι το ΚΚΕ σχεδίαζε από την πρώτη κιόλας μέρα της αντίστασης την κατάληψη της εξουσίας, την οποία απέκρυβε επιμελώς, με κατάληξη τη σχεδιασμένη σύγκρουση του Δεκέμβρη! Και το παρουσίασαν αυτό σαν μέγα εύρημα στο άρθρο τους στο ΒΗΜΑ, όπως είχε κάνει πριν απ' αυτούς από τις στήλες της ίδιας εφημερίδας του ομίλου Λαμπράκη και κάποιος Τζον Ιατρίδης, καθηγητής ιστορικός ενός άλλου αμερικανικού πανεπιστημίου. Η απάντηση στο συγκεκριμένο θέμα, άσχετα με το αν είναι όντως θεμελιωμένη η άποψη από ντοκουμέντα του Κόμματος εκείνης της περιόδου ή είναι απλές εικασίες ενός αποστάτη του κομμουνιστικού κινήματος, όπως έγινε στα στερνά του ο Γρ. Φαράκος, είναι η εξής μονολεκτική: Και λοιπόν; Πού είναι δηλαδή το παράδοξο; Και στο κάτω κάτω τα αστικά κόμματα δεν επιδιώκουν την εξουσία για λογαριασμό της αστικής τάξης; Και όταν την επιδιώκουν με κοινοβουλευτικά μέσα πώς την επιδιώκουν; Αν κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην Ελλάδα των μεταπολεμικών χρόνων θα περάσουμε από την ανοιχτή τρομοκρατία, το χαφιεδισμό και τον ωμό εκβιασμό των ψηφοφόρων των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στο κλασικό ρουσφέτι και τον εκμαυλισμό, και από τα φοβικά διλήμματα του τύπου «Καραμανλής ή τανκς» ή το ιδεολογικό λαθρεμπόριο του ΠΑΣΟΚ πριν γίνει εξουσία το 1981 στις τελευταίες μεθόδους διαμόρφωσης του πολιτικού κλίματος μέσω του καταιγισμού των δήθεν μετρήσεων της κοινής γνώμης και του καθορισμού της πολιτικής ατζέντας από την πλουτοκρατία και τα ελεγχόμενα από αυτήν έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ.

Οι εκπρόσωποι της αστικής ιστοριογραφίας μόνιμα ανάγουν είτε από σύγχυση είτε από σκοπιμότητες τις αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες σε απόλυτο κριτήριο δημοκρατίας και λαϊκής νομιμοποίησης, αγνοώντας το ταξικό περιεχόμενο της αστικής δημοκρατίας και την αντικειμενική αδυναμία να υπάρξει αυθεντική και γνήσια αποτύπωση της λαϊκής βούλησης στις συνθήκες αυτές. Υπό το πρίσμα αυτό τους είναι και δύσκολο να κατανοήσουν ότι τα κομμουνιστικά κόμματα που δεν έχουν χάσει τον επαναστατικό τους χαρακτήρα δεν είναι κατ' ανάγκην υποχρεωμένα να αποδεχθούν το πλαίσιο το οποίο έχει καθορίσει ο ταξικός τους αντίπαλος, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, ούτε είναι επίσης υποχρεωμένα να υποβάλουν προς έγκριση στο αστικό πολιτικό σύστημα τη στρατηγική κατάκτησης της εξουσίας που θα ακολουθήσουν. Εκείνο που αφορά τα κομμουνιστικά κόμματα, κι αυτό δεν είναι κανενός είδους μυστικό, είναι να συνειδητοποιήσουν, να συσπειρώσουν, να οργανώσουν στο μέγιστο βαθμό την εργατική τάξη σε συμμαχία με τη φτωχή αγροτιά, τα μικρομεσαία στρώματα της πόλης και την εργαζόμενη διανόηση ώστε να αποτελέσουν ένα γερά προετοιμασμένο κίνημα που ανάλογα με τις καμπές και την εξέλιξη της κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας θα θέσει το ζήτημα της εξουσίας.

Αλλά για να επανέλθουμε στις απόψεις των Ν. Μαραντζίδη - Στ. Καλύβα, ας μας επιτρέψουν να ...αναζητήσουμε πολύ εύκολα το εύρημά τους στην εισήγηση του Γ. Σιάντου στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1942: «(...) Αυτή είναι σήμερα η δική μας θέση, αυτός ο άμεσος πολιτικός σκοπός του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας. Ναι, αλλά μήπως ξεχνάμε τον τελικό στρατηγικό σκοπό του Κόμματος: Δηλαδή τον αγώνα για τον σοσιαλισμό και την οριστική απελευθέρωση του λαού μας από κάθε πολιτικό ζυγό και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο; Οχι μόνο δεν τον ξεχνάμε αυτό το σκοπό, μα αντίθετα η σημερινή μας πολιτική έναντι του ξένου καταχτητή ίσα ίσα μας ανοίγει το δρόμο για την πραγματοποίηση και των παραπέρα στρατηγικών σκοπών του ΚΚΕ (...). Οσοι αποκρούουν τη σημερινή μας εθνικοαπελευθερωτική πολιτική εν ονόματι τάχα του "'ορθόδοξου μαρξισμού", ή είναι απλοί δογματιστές και φρασεολόγοι ή είναι όργανα των εχθρών της χώρας και του λαού μας» («Δέκα χρόνια αγώνες του ΚΚΕ 1935-1945», εκδ. Πορεία, Αθήνα, 1977).

Με δεδομένο ότι τα εθνικά και λαϊκά συμφέροντα πάνε πλάι πλάι το ερώτημα είναι κατά πόσο η παραπάνω στρατηγική υπηρετήθηκε με συνέπεια και διορατικότητα μέχρι τέλους από την ηγεσία Σιάντου - Ιωαννίδη - Ζεύγου την περίοδο της Κατοχής ή αντίθετα το ΚΚΕ βρέθηκε, για παράδειγμα, σε σημαντικό βαθμό εγκλωβισμένο στη μικροαστική και παλαιοκομματική λογική των συμμάχων του στο ΕΑΜ είτε σε μια εσφαλμένη αντίληψη για τον τακτικό και συγκυριακό χαρακτήρα της συμμαχίας της Σοβιετικής Ενωσης με τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες, τις ΗΠΑ δηλαδή και τη Μεγάλη Βρετανία. Σε τελευταία ανάλυση και επειδή πλέον αυτά είναι χιλιοειπωμένα η τότε ηγεσία του ΚΚΕ, όπως πολύ εύστοχα είχε πει ο Χαρ. Φλωράκης, δεν πίστεψε στη δύναμη του λαϊκού κινήματος και στις κρίσιμες περιστάσεις του Νοέμβρη - Δεκέμβρη του 1944 απέδειξε ότι της έλειπε η μπολσεβίκικη χαλύβδινη αποφασιστικότητα και καπατσοσύνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταγενέστερα παρόμοια άποψη για την πολιτική γραμμή του Κόμματος ειδικά τους κρίσιμους μήνες Σεπτέμβρη - Δεκέμβρη 1944 έχει εκφράσει στο βιβλίο του «60 χρόνια κομμουνιστής» (Εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986) ο εκ των ηγετικών στελεχών του Κόμματος εκείνη την περίοδο, ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, ο θρυλικός Φάνης της αντίστασης.

Ας περάσουμε τώρα σε ένα άλλο πόνημα των Μαραντζίδη - Καλύβα, στη σειρά «Εμείς Οι Ελληνες» , Γ' Τόμος (επιμέλεια του γνωστού και μη εξαιρετέου Θ. Βερέμη, προέδρου του ΕΣΥΠ) από τις εκδόσεις του ΣΚΑΪ στα αχνάρια της σχετικής σειράς ντοκιμαντέρ αυτού του τηλεοπτικού σταθμού. Σταχυολογώ λοιπόν κάποια αποσπάσματα από το μέρος «Ο Εμφύλιος Πόλεμος» που έχουν συγγράψει οι διόσκουροι της αστικής ερμηνείας της νεότερης ιστορίας μας για να δείξω και μόνο πώς η αντικομμουνιστική προκατάληψη και ψύχωση μπορεί να οδηγήσει σε προφανείς ιστορικές ανακρίβειες και τελικά στην αναίρεση της όποιας επιστημονικής σοβαρότητας των γραφομένων.

Γράφουν λοιπόν επί λέξει στη σελίδα 26: «Είναι χαρακτηριστικό πως το ΕΑΜ έπαψε να υπάρχει όταν το ΚΚΕ αποφάσισε πως δεν το χρειαζόταν άλλο, μετά τα Δεκεμβριανά». Είναι γνωστό βέβαια σε όλους ότι το ΕΑΜ σαν συνασπισμός κομμάτων (με άξονα βέβαια το ΚΚΕ) συνέχισε να υπάρχει και να λειτουργεί με δημοσιογραφικό όργανο την Ελεύθερη Ελλάδα όσο διάστημα λειτουργούσε νόμιμα κατά τη μεταβαρκιζιανή περίοδο και το ΚΚΕ και τέθηκε εκτός νόμου το 1947, όταν ακριβώς τέθηκε εκτός νόμου και το ΚΚΕ. Σε άλλο σημείο στη σελ. 41 κατά την τηλεγραφικού τύπου περιγραφή του Δεκέμβρη-Βάρκιζας οι συγγραφείς κάνουν λόγο για εν ψυχρώ δολοφονία 4.000-6.000 ανθρώπων από τον ΕΛΑΣ, κάτι που δε βαρύνει τους αντιπάλους του! Φυσικά τέτοιο νούμερο, για το οποίο οι ίδιοι δίνουν σημαντική απόκλιση στην εκτίμηση, υπάρχει μόνο στην αντικομμουνιστική φαντασία των κυρίων αυτών (και ίσως στην βρικολακιασμένη έκθεση του διαβόητου εκείνου σερ Σιτρίν), είναι ωστόσο απαράδεκτο ιστορικοί που κατέχουν ακαδημαϊκές θέσεις να γράφουν τερατολογίες χωρίς να αναφέρουν καν από ποια πηγή άντλησαν τέτοια νούμερα των θυμάτων υποτίθεται του ΕΛΑΣ. Υπερβάσεις και πράξεις αντεκδίκησης σε μια λαϊκή εξέγερση μπορεί πάντα να υπάρξουν και βέβαια αν οι Ν. Μαραντζίδης και Στ. Καλύβας ήταν έντιμοι ιστορικοί θα έμπαιναν στον κόπο να γράψουν στο «εύπεπτο» αυτό ανάγνωσμα έστω ένα πολλοστημόριο για τα αίσχη, την τρομοκρατία, τους χαφιεδισμούς, τις εκτελέσεις πατριωτών στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και τα όργια στις Ειδικές Ασφάλειες του Λάμπου την περίοδο της Κατοχής.

Κλείνω με την αναφορά τους στις σελίδες 54 και 56 στο ΔΣΕ. Εκεί πραγματικά η λογική της μισής αλήθειας ή η πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας υποκαθιστά τη στοιχειώδη σοβαρότητα απέναντι σε σχεδόν κοινώς παραδεκτά γεγονότα. Προσπαθώντας λοιπόν με πλάγιο τρόπο να οδηγήσουν τον αναγνώστη στο συμπέρασμα ότι πολλοί πρώην μαχητές του ΕΛΑΣ, ειδικά από τα αστικά κέντρα και τη Νότια Ελλάδα, πέρασαν οικειοθελώς στις γραμμές του Εθνικού στρατού αποκρύπτουν αιδημόνως το τι συνέβαινε πραγματικά εκείνη τη ζοφερή περίοδο, πώς και με ποιους τρόπους παλικάρια που βρέθηκαν όντως στις γραμμές του λαϊκού στρατού στην Κατοχή και το Δεκέμβρη κατέληξαν μέσα από το κολαστήρι της Μακρονήσου και των άλλων τόπων μαρτυρίου να πολεμούν συντρόφους τους στο Γράμμο ή να σηκώνουν στους ώμους τους τον Παύλο, την Φρειδερίκη και τους υπόλοιπους κυβερνητικούς χαρτογιακάδες σταυρωτήδες τους. Ας μη μιλάνε καλύτερα γι' αυτά λοιπόν. Τέλος, μας διαφωτίζουν αυτοί οι κύριοι ή μάλλον προσπαθούν να συσκοτίσουν τα ιστορικά δεδομένα στις νεότερες γενιές ότι η ψυχολογία των μαχητών του ΔΣΕ ειδικά μετά το 1948 ήταν σε πολύ χαμηλό σημείο για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους με αποτέλεσμα τις συνεχείς λιποταξίες και το χαμηλό επίπεδο μαχητικότητας των τμημάτων του! Τώρα, τι να τους πει κανείς; Να διαβάσουν τις εντυπώσεις του Πωλ Ελυάρ που επισκέφθηκε το Γράμμο το καλοκαίρι του 1949 και άλλων τρίτων που έτυχε να περάσουν τότε από τις γραμμές του ΔΣΕ ή να μελετήσουν τις μάχες και τις επιδόσεις των μαχητών του ΔΣΕ με δεδομένους τους συσχετισμούς στον Κλέφτη, στα Πατώματα, στο Μπούτσι, τον ελιγμό για το Βίτσι τον Αύγουστο του 1948, κλπ, κλπ.

Φαίνεται ότι η αστική ιστοριογραφία, στα πλαίσια της ευρύτερης επιχείρησης να ξαναγραφτεί η Ιστορία (και μέσα από τους θεσμούς της ΕΕ) με γνώμονα την αντικομμουνιστική παραχάραξη, θα πρέπει τουλάχιστον στη χώρα μας να ψάξει για πιο σοβαρούς εκπροσώπους.


Στ. Λιβ.
Δρ. μαθηματικός


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ