Σάββατο 28 Οχτώβρη 2000 - Κυριακή 29 Οχτώβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο «γόρδιος δεσμός» εκκλησίας - κράτους

Είναι πλέον φανερό ότι τόσο από την πλευρά της κυβέρνησης όσο και από την ηγεσία της εκκλησίας καταβάλλεται προσπάθεια να συντηρηθεί το κλίμα της έντασης και του διχασμού του λαού με βάση ένα ορθό, αλλά αποσπασματικό και κατά συνέπεια δευτερεύον μέτρο, όπως είναι αυτό της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, το οποίο μάλιστα ελήφθη από την κυβέρνηση στο πλαίσιο της προσαρμογής στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η προσπάθεια αποπροσανατολισμού εντείνεται, καθώς η κυβέρνηση προωθεί τη λαίλαπα των αντεργατικών μέτρων και τις αντιλαϊκές αλλαγές στο σύστημα της υγείας, οπότε χρειάζεται έναν καλό αντιπερισπασμό για να αποπροσανατολίσει το λαό, θρησκευόμενους και μη, από την αφαίρεση κατακτήσεών τους και την επιδείνωση των συνθηκών ζωής τους.

Το ουσιαστικό ζήτημα, ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους, έχει απορριφθεί πανηγυρικά από την κυβέρνηση και από τη ΝΔ κατά τη συζήτηση αναθεώρησης του Συντάγματος. Οι δυνάμεις του δικομματισμού αρνήθηκαν και να συζητήσουν την πρόταση του ΚΚΕ να καταργηθεί το άρθρο 3 (που ορίζει ως επικρατούσα θρησκεία την ορθόδοξη) και να αναθεωρηθούν τα λοιπά σχετικά άρθρα.

Είναι φανερό πως η διαπλοκή κράτους και εκκλησίας αποφέρει οφέλη και για τις δύο πλευρές. Το αστικό κράτος αξιοποιεί την επιρροή και τους μηχανισμούς της εκκλησίας για να διαιωνίζει την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του και να εκμαιεύει τη συναίνεση των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Από την άλλη, η ηγεσία της εκκλησίας αξιοποιεί τη διαπλοκή για να συμμετέχει έτσι και να απολαμβάνει το δικό της μερίδιο στην οικονομική, πολιτική και ιδεολογική ισχύ της κρατικής εξουσίας.

Η εκκλησιαστική περιουσία

Είναι πασιφανές ότι το μέγιστο ακανθώδες θέμα είναι εκείνο της εκκλησιαστικής περιουσίας. Πολλά ακούγονται κατά καιρούς για ατασθαλίες στα οικονομικά της εκκλησίας, για μετοχές που παίζονται στο Χρηματιστήριο. Είναι γνωστό σε όλους ότι η εκκλησία και τα μοναστήρια κατέχουν νόμιμα ή και παράνομα μεγάλες εκτάσεις και μάλιστα σε περιοχές όπου υπάρχουν ακτήμονες αγρότες. Από την άλλη, το κράτος χρηματοδοτεί αφειδώς την εκκλησία από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ δε θέλησαν, για ευνόητους λόγους, να θίξουν το πρόβλημα αυτό. Η όποια ημιτελής προσπάθεια έγινε με το Ν.1700/1987 (το λεγόμενο νόμο Τρίτση), όμως έμεινε στα χαρτιά αφού ο νόμος παρέμεινε ανενεργός.

Η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία περιλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις, αγροτικά και αστικά ακίνητα, πολλά από αυτά μάλιστα με εξαιρετικά μεγάλη αξία στο κέντρο της Αθήνας. Τα ετήσια έσοδα της εκκλησίας από την ενοικίαση 345 διαμερισμάτων στην Αθήνα και 107 στη Θεσσαλονίκη ανέρχονται σε 1,9 δισ. δρχ. Πολλά έχουν γραφεί επίσης για τα πακέτα μετοχών της εκκλησίας, για τις καταθέσεις ύψους 5 δισ., για τους τίτλους Δημοσίου 2,5 δισ. και πολλά άλλα, ενώ κατά καιρούς εντείνονται οι φήμες για συνεργασία στον χρηματιστηριακό τομέα με τραπεζικούς κύκλους. Οι «βλέψεις» της εκκλησίας από το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης ανέρχονται σε 126 δισ. δρχ.

Το ΚΚΕ με πολλές ευκαιρίες έχει τοποθετηθεί, και μέσα στη Βουλή, για το επίμαχο ζήτημα της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας. Οι αγροτικές και άλλες εκτάσεις που τις κατέχει η εκκλησία χωρίς νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας πρέπει να περάσουν όλες στο Δημόσιο και να αξιοποιηθούν από αυτό. Υπάρχουν μάλιστα περιοχές όπου θα μπορούσαν να διανεμηθούν δωρεάν τέτοιες αγροτικές εκτάσεις στους ακτήμονες και στους μικροκληρούχους αγρότες, ενισχύοντας παράλληλα τη λογική των παραγωγικών συνεταιρισμών.

Από την άλλη, αγροτικές εκτάσεις της εκκλησίας και των μοναστηριών, που τις κατέχουν με νόμιμους τίτλους αλλά δεν είναι σε θέση να τις αξιοποιήσουν με αυτοκαλλιέργεια των μοναχών κλπ, πρέπει να απαλλοτριωθούν υπέρ του Δημοσίου και να αξιοποιηθούν από αυτό με τον τρόπο που προαναφέρθηκε. Από τα αστικά ακίνητα και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία της η εκκλησία πρέπει να κρατήσει μόνο ό,τι της είναι απαραίτητο για να καλύπτει τις ανάγκες της, χωρίς να προστρέχει στη βοήθεια του κράτους.

Βέβαια, το κράτος θα μπορούσε, σε περίπτωση που η εκκλησία αντιμετώπιζε πρόβλημα μισθοδοσίας των κληρικών, να συνδράμει προκειμένου ο κλήρος να έχει μια αξιοπρεπή διαβίωση, να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του μαζί με όλο τον ελληνικό λαό. Το σημερινό καθεστώς της εκκλησιαστικής περιουσίας, εκτός από παράγοντας διαφθοράς στους κόλπους της εκκλησίας, είναι και παράγοντας παρεμβάσεων του κράτους και της εκάστοτε κυβέρνησης στα εσωτερικά της εκκλησίας, αφού μέσω της κρατικής χρηματοδότησης μπορούν να ασκούνται κάθε φορά και οι ανάλογες πιέσεις.

Η διοίκηση της εκκλησίας

Παρόμοιο είναι και το πρόβλημα της διοίκησης της εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι με νόμο του κράτους ψηφίστηκε ο Καταστατικός Χάρτης της εκκλησίας. Πρόκειται για ένα εξόχως αντιδημοκρατικό οργανωτικό πλαίσιο, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις χρειάζεται ουσιαστικά η έγκριση του αρμόδιου υπουργού, γεγονός που καθιστά στην πραγματικότητα την κυβέρνηση ρυθμιστή των ενδοεκκλησιαστικών ζητημάτων.

Από την εκλογική διαδικασία αποκλείονται ουσιαστικά οι ίδιοι οι πιστοί. Ο αποκλεισμός αυτός που εγκαινιάστηκε την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά διαρκεί μέχρι τις μέρες μας. Αντίθετα, άλλες εκκλησίες όπως της Ρωσίας, της Βουλγαρίας και της Κύπρου έχουν σαν θεμέλιο της εκκλησίας την ενοριακή συνέλευση των πιστών, όπου μπορεί να συμμετέχει ο καθένας χωρίς αποκλεισμούς. Αυτοί επιλέγουν κλιμακωτά την ηγεσία όλων των βαθμίδων. Επίσης, είναι έξω από κάθε έννοια δημοκρατίας η ισόβια κατάληψη θέσης στην ιεραρχία. Είναι λογικό, οι θρησκευόμενοι, που έχουν αναθέσει ένα έργο σε κάποιους ιεράρχες, να μπορούν να τους ανακαλούν όταν αυτοί δεν εκπληρώνουν με συνέπεια ή επάρκεια τα καθήκοντά τους. Αυτή θα ήταν μια λύση που θα κλόνιζε τις κλίκες και τις «βυζαντινές» συνωμοσίες, θα αναζωογονούσε με καθαρό, δημοκρατικό αέρα και θα συνέβαλε γενικότερα στη δημιουργία δημοκρατικότερου κλίματος στην κοινωνία.

Ακόμη με τον υπάρχοντα Καταστατικό Χάρτη ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών εκτός από ισόβιος, κατέχει απόλυτη εξουσία απέναντι στους άλλους ιεράρχες. Το ίδιο οι μητροπολίτες έχουν απόλυτη εξουσία απέναντι στους ιερείς. Αυτός ο αντιδημοκρατικός τρόπος λειτουργίας είναι ένας πρόσθετος παράγοντας διαφθοράς, προστριβών, ευνοιοκρατίας, αδικιών.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα των λειτουργών της εκκλησίας και τα πειθαρχικά συμβούλια που κρίνουν αυτά τα παραπτώματα αποτελούν δικαστήρια τα οποία, μάλιστα, διακρίνονται για τον αντιδημοκρατικό τρόπο συγκρότησής τους, και για τον παραγκωνισμό από το εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο στοιχειωδών δημοκρατικών αρχών που ισχύουν από την εποχή της αστικής γαλλικής επανάστασης του 1789! Αυτό έχει σαν συνέπεια ο ίδιος ο κατώτερος, ο λαϊκός κλήρος να ζει υπό τη δαμόκλειο σπάθη του φεουδαρχικού τύπου εκκλησιαστικού δικαστηρίου.

Πολλοί βέβαια αντιλέγουν ότι η αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη και ο εκδημοκρατισμός της εκκλησίας θα τη ζημίωνε γιατί θα εισερχόταν στο εσωτερικό της ο κομματισμός. Μα μήπως τώρα δεν εισέρχεται στο εσωτερικό της η πολιτική και ο κομματισμός και μάλιστα με το χειρότερο, με τον πιο αδιαφανή, με τον πιο ύπουλο συχνά τρόπο; Και οι παραθρησκευτικές ακροδεξιές οργανώσεις «Ζωή» κλπ, τι είναι; Η συνάντηση Χριστόδουλου με τον Μπερνς λίγο πριν την εκλογή του δεν είναι πολιτική ενέργεια και μάλιστα ευρύτερης σημασίας; Η στήριξη του Χριστόδουλου στην αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη, σε όλες τις αντιλαϊκές επιλογές της, δεν είναι κομματισμός;

Το ζήτημα είναι ότι το σημερινό αντιδημοκρατικό καθεστώς βοηθά την ηγεσία της εκκλησίας να συνεχίζει ανενόχλητη το έργο της στήριξης των εκάστοτε ισχυρών, της εκάστοτε κυβέρνησης, της ΟΝΕ, των ΗΠΑ κλπ, όπως άλλωστε διακήρυξε δημόσια με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος στις πρόσφατες λαοσυνάξεις. Αντίθετα, η δημοκρατική οργάνωση της εκκλησίας και η συμμετοχή των πιστών θα έδινε τη δυνατότητα να υπάρξει μεγαλύτερος έλεγχος από τους θρησκευόμενους στα της εκκλησίας τους, θα αποκάλυπτε ευκολότερα τις υπόγειες συναλλαγές της ηγεσίας με τους ισχυρούς, θα βοηθούσε στο να περιοριστεί η εκκλησία στα δικά της καθήκοντα. Αυτή την πολιτική, αυτόν το δημοκρατικό έλεγχο φοβούνται όσοι μιλούν για κομματισμό.

Γάμος, κηδεία, ονοματοδοσία

Μια άλλη πηγή εντάσεων οικονομικού χαρακτήρα, και όχι μόνο, είναι τα θέματα του γάμου, της κηδείας, της ονοματοδοσίας των παιδιών. Η λύση που δόθηκε από το ΠΑΣΟΚ την πρώτη τετραετία του ήταν αυτή του ισόκυρου θρησκευτικού και πολιτικού γάμου, με παράλληλη υποβάθμιση στην πράξη του πολιτικού γάμου. Αυτό βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν έλυσε το πρόβλημα. Ο γάμος, το όνομα του παιδιού είναι ζητήματα που αφορούν το κράτος και άρα μόνο ο πολιτικός γάμος, η πολιτική ονοματοδοσία μπορούν να υπάρχουν σε σχέση με το κράτος και να αναγνωρίζονται από αυτό.

Το αν κάποιος επιθυμεί θρησκευτικό γάμο, θρησκευτική κηδεία, βάφτιση για το παιδί του, πρέπει να είναι προσωπική του υπόθεση, να το επιλέξει. Για να αναγνωρίζονται όμως οι παραπάνω πράξεις από το νόμο και το κράτος πρέπει να έχουν τελεστεί με πολιτικό τρόπο. Ο θρησκευτικός πρέπει να είναι αδιάφορος για την πολιτεία. Αποτελεί αυστηρά προσωπική υπόθεση.

Ανάλογο είναι το θέμα του θρησκευτικού όρκου, αλλά και της παρουσίας θρησκευτικών λειτουργών (και μάλιστα μόνο της επικρατούσας θρησκείας) σε πολιτικές τελετές, εορτές, στην ορκωμοσία της Βουλής κλπ.

Αντίστοιχα δεν είναι δυνατό να εξακολουθούν πρακτικές όπως του εκκλησιασμού, της προσευχής, της ανάρτησης θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία, στις δημόσιες υπηρεσίες και στο στρατό. Ολες αυτές οι λειτουργίες πρέπει να ανακηρυχτούν αυστηρά προσωπική υπόθεση, να διαχωριστούν από τις λειτουργίες του στρατού, της αστυνομίας, άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή του σχολείου. Μόνο τότε θα υπάρχει πλήρης και πραγματική ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Διαφορετικά χρησιμοποιείται ο άμεσος ή έμμεσος καταναγκασμός του κράτους για την επιβολή της θρησκείας κάτι που δεν είναι σύμφωνο ούτε, τουλάχιστον, με τις διακηρυγμένες αρχές του χριστιανισμού.

Το μάθημα των θρησκευτικών

Η διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία είναι μια ακόμη τρανή απόδειξη της σύμφυσης εκκλησίας και κράτους. Το αστικό κράτος αξιοποιεί την εκκλησία για να εδραιώσει, και μέσω θρησκείας, την ιδεολογική του κυριαρχία, ενώ από την άλλη η εκκλησία χρησιμοποιεί τον κρατικό καταναγκασμό για να εδραιώσει την επιρροή της.

Η όποια φιλολογία ότι το μάθημα δεν είναι τάχα υποχρεωτικό και ότι, όποιος δε θέλει, δεν είναι υποχρεωμένος να το παρακολουθεί διαψεύδεται συχνά πυκνά από την ίδια την πραγματικότητα. Αλλωστε, η δήθεν προαιρετικότητα δεν καταργεί το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της σύμφυσης του κρατικού καταναγκασμού (έστω και σε πιο εκλεπτυσμένη μορφή) με την εκκλησία. Και βέβαια, εύκολα όλοι μπορούν να αντιληφθούν ότι αυτός ο καταναγκασμός εισάγει αντιεπιστημονικές και οπισθοδρομικές αντιλήψεις στην εκπαίδευση και ταυτίζει τη θρησκεία με το κρατικό κνούτο, δείχνει την ανικανότητά της να κατακτήσει τη σκέψη των νέων και να απαντήσει στα σύγχρονα προβλήματά τους.

Το ίδιο ισχύει ουσιαστικά για τις θεολογικές και ποιμαντικές σχολές που, αν και έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα, έχουν αναγορευτεί σε πανεπιστημιακές, χωρίς μάλιστα να πληρούν τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Η εκκλησία έχει κάθε δικαίωμα να διατηρεί, με τα δικά της κυρίως μέσα, τις δικές της σχολές, οι οποίες όμως πρέπει να είναι ανεξάρτητες από το κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Δε διαχωρίζουμε, ενώνουμε

Οπως είναι γνωστό στον ελληνικό λαό από τη μακρόχρονη εμπειρία του οι κομμουνιστές ουδέποτε διαχώρισαν τους εργαζόμενους σε θρησκευόμενους και μη. Το ΚΚΕ στάθηκε πάντοτε με απόλυτο σεβασμό στο θρησκευτικό συναίσθημα, κατέβαλε πάντοτε προσπάθειες και αγωνίστηκε για τη βελτίωση της ζωής όλου του λαού, για την ανατροπή του απάνθρωπου, διεφθαρμένου, καταπιεστικού και εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος.

Στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, για δημοκρατία και κοινωνική πρόοδο, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στην εγχώρια ολιγαρχία, οι κομμουνιστές βρέθηκαν, βρίσκονται και θα βρίσκονται μαζί με άλλους εργαζόμενους και άνεργους ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές ή μη αντιλήψεις τους. Είναι επίσης χαρακτηριστικό το παράδειγμα της εθνικής αντίστασης όπου ο λαϊκός κλήρος συμμετείχε μαζικά στον αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ.

Ο διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος είναι πάγιο δημοκρατικό αίτημα του λαϊκού κινήματος. Οι δυνάμεις του δικομματισμού δε σκέφτονται βέβαια να προωθήσουν το διαχωρισμό αυτό, γιατί εκμεταλλεύονται τα θρησκευτικά αισθήματα και το μηχανισμό της εκκλησίας προκειμένου να διαιωνίζουν και να εδραιώνουν την υποταγή του λαού στα συμφέροντα της εγχώριας ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού.

Το αίτημα του διαχωρισμού αποτελεί ώριμη ανάγκη που εκπορεύεται πρώτα απ' όλα από την ανάγκη πλήρους κατοχύρωσης της αρχής της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και απαλλαγής του λαού από έναν πρόσθετο κρατικό μηχανισμό ιδεολογικής καταπίεσης. Προκύπτει ακόμη από πραγματικό σεβασμό στα θρησκευτικά συναισθήματα και στις παραδόσεις του λαού, από την πεποίθηση ότι δεν πρέπει η επιβολή να διασφαλίζει τη θρησκευτική πίστη, καθώς και από τη βεβαιότητα ότι η διαπλοκή κράτους και εκκλησίας είναι παράγοντας διαφθοράς.

Ο γόρδιος δεσμός των συμφερόντων που ενώνει την ηγεσία της εκκλησίας με την εκάστοτε κυβέρνηση πρέπει να λυθεί με τρόπο ήπιο αλλά σταθερό και ξεκάθαρο. Ενδιάμεσες λύσεις δεν υπάρχουν. Είναι προς το συμφέρον όλου του λαού, και των ίδιων των θρησκευόμενων, του ίδιου του λαϊκού κλήρου, να αγωνιστούν για τον πλήρη διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος.


Δημήτρης ΚΑΛΤΣΩΝΗΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ