Κυριακή 1 Μάρτη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ενώ πέρα σβήνανε τα φώτα...

Γρηγοριάδης Κώστας

Τα πεζοδρόμια είχανε πλημμυρίσει από κόσμο. Γυναικούλες του λαού με γερανιά μαντηλάκια στο χέρι, κοριτσάκια σαν τα κρύα νερά, με δεματάκια, γέροι, παιδιά, στρατιώτες απ' άλλα σώματα, ένα σωρό - σωρό άνθρωποι, που μας περιμένανε να βγούμε από την καμπυλωτή πόρτα, για να μας χαιρετήσουνε οι γνωστοί, να μας πούνε έναν καλό λόγο οι φίλοι, να μας παρηγορήσουνε οι περισσότεροι - γιατί παρηγοριά θέλαμε κι απ' αυτήν είχαμε ανάγκη. Φεύγαμε πάλι. Ξεκινούσαμε για νέο πόλεμο, καινούριες δάφνες, καινούρια τρόπαια. Κι όμως, ενώ η ψυχή όλων έκλαιε κ' είτανε μαύρη και σκοτεινή σαν τον Αδη, έξω παιζογελούσε ο ξανθός Απρίλης κι ο ουρανός είτανε κατακάθαρος κι ο ήλιος έλαμπε, έλαμπε σα να 'τανε γιορτάσιμη μέρα.

Η μουσική τάχτηκε μπροστά - επί κεφαλής. Αρχισε κάποιο θούριο στρατιωτικό. Οι αξιωματικοί προστάξανε το «Εμπρός - μαρς» κ' ύστερα δυνατώτερα ακούστηκε από τους υπαξιωματικούς το παράγγελμα του βηματισμού: Εν-δύο-εν!

Βγήκαμε από την πύλη, όπως ένα μπουλούκι φυλακισμένων. Πηγαίναμε πάλι στο άγνωστο χωρίς να 'χουμε αυτή τη φορά μια ελπίδα να μας γαλβανίζει σαν πρώτα. Ο πόλεμος είχε κριθεί απ' τις «επιχειρήσεις» του Μάρτη κ' εμείς οι γέρο - έφεδροι, οι κουρασμένοι, οι σακατεμένοι ψυχικά, τραβούσαμε να συμπληρώσουμε τα κενά, το παλιό αίμα να δώσει νέα ζωή στις μαργωμένες φλέβες του στρατού. Κ' η μουσική έπαιζε - έπαιζε, μ' όλα τα χάλκινα όργανά της, το πατριωτικό θούριο...

Ο κόσμος που περίμενε απ' έξω κινήθηκε μαζί μας. Ενας δεύτερος στρατός από μανάδες, πατεράδες, γυναίκες, αδερφές, φίλους, φιλενάδες, γνωστούς, βάδιζε πλάι μας. Κι όλοι κλαίγανε, κλαίγανε. Τα γερανιά μαντηλάκια είχανε περάσει το περιεχόμενό τους στα τρεμάμενα χέρια του γιου, του αδερφού, του συζύγου. Τα δεματάκια τάχαμε ρήξει στα σακκίδια εκστρατείας. Κι όσοι δεν είχανε κανένα δικό τους να τους φέρει κάτι, μουρμουρίζανε πίσω απ' τα σφιγμένα δόντια, ποιος ξέρει ποια παράπονα, ποια λόγια, τι κατάρες.

Είχα μείνει πίσω τελευταίος με τα μεταγωγικά του Σώματος - αν και βαδίζαμε χωρίς καμιά τάξη. Ο λοχαγός μ' είχε τάξει «επί κεφαλής» των μεταγωγικών, που κι αυτά είτανε σαν κ' εμάς, - κουρασμένα, σακατεμένα, γέρικα, χωρίς σάγματα και στολίδια, όπως τάχανε φέρει απ' την επίταξη. Θα τα φορτώναμε σ' άλλο καράβι που θάφευγε για τα Μουδανιά. Μπορεί στο ίδιο να μπαίναμε κ' εμείς, γιατί κανένας δεν ήξερε πού πηγαίναμε. Μήπως είχαμε οπλισμό κ' είχαμε καταρτιστεί σε Σώμα; Ολοι του πυροβολικού. Αλλά τίνος πυροβολικού; Εδώ στη φάλαγγα που βάδιζε, είμαστε από κάθε καρυδιάς καρύδι. Του πεδινού, των οβιδοβόλων, του βαρέος, του ορειβατικού. Λένε πως θα μας ξεχώριζαν εκεί. Αλλά πού, - πού;

Το άγνωστο με τρόμαζε περισσότερο απ' την αντάρα του πολέμου κι απ' τον κρότο του κανονιού που θάκουγα ξανά. Προτιμούσα το σφύριγμα της οβίδας απ' το πατριωτικό θούριο, που έπαιζε η μουσική, αλύπητα, μονότονα, όλο το ίδιο. Μα θάθελα νάξερα, πού θα πηγαίναμε, σε ποιο λιμάνι θα πιάναμε, αν θα μέναμε κάπου για λίγο ή αν θα φεύγαμε αμέσως, όπως είμαστε, για τη «γραμμή του πυρός».

-- Αλλοτε, συλλογίστηκα, βαδίζαμε μ' ορισμένη κατεύθυνση. Αλλοτε ξέραμε πού πηγαίναμε!...

Και θυμήθηκα πώς είχαμε φύγει τότε, εδώ και τέσσερα χρόνια, για το μέτωπο το Βαλκανικό.

Κάθε σώμα καταρτιζότανε στην έδρα του. Τα πεζικά, τα πεδινά, τα ορειβατικά, τα μηχανικά, οι διλοχίες Νοσοκόμων. Κ' εμείς είχαμε ξεκινήσει Μεγάλη Πέμπτη ανήμερα - το θυμάμαι σα νάναι τώρα. Μεγάλη Πέμπτη! Κ' οι καμπάνες είχανε αρχίσει να χτυπούνε πένθιμα. Κ' είτανε Μάρτης τότε και ματιάζανε τα μπουμπούκια των ρόδων. Κ' εμείς χαιρόμαστε που φεύγαμε, κι ας είτανε Μεγάλη Πέμπτη. Θαρρούσαμε τον Πόλεμο πανηγύρι. Κι όταν περνούσε ο στρατός απ' την Ομόνοια εμείς φωνάζαμε περισσότερο από τους πολίτες:

-- Γεια σας, παιδιά !

-- Καλήν αντάμωση!

-- Στο καλό! Στο καλό!

-- Και με τη Νίκη, να δώσει ο Θεός!

Α! είτανε αλλιώτικα τότε! Είμαστε νέοι, παιδιά, έβραζε τo αίμα! Και πιστεύαμε και σε πατρίδες, οι περισσότεροι. Οσοι δεν πιστεύαμε, τον είχαμε τον πόλεμο για πανηγύρι. Να, σα να στήνεις φρούρια, βασιλιάδες, στρατό, ιππικό, άλογα ξύλινα στο σκάκι και να τα γκρεμίζεις με μια κίνηση του χεριού. Και φεύγαμε όλοι με μια καρδιά. Αλλοι για την Πατρίδα, άλλοι για το γλέντισμα της νιότης. Γιατί όχι; Και στον πόλεμο! Δοκιμάζεις τη ζωή...

Το τραίνο περνούσε φορτωμένο από στρατό, κανόνια και ζώα. Μεγάλη Παρασκευή πρωί, από τις καμάρες και τα τουνέλια των βουνών. Από βραδίς είχαμε γλεντήσει πολύ, ως τα ξημερώματα, στο σταθμό, και δεν ξέραμε καλά καλά πού πηγαίναμε. Σε πόλεμο ή σε πανηγύρι! Ολη τη νύχτα άκουγες στα μαγαζιά του σταθμού κιθάρες, μαντολίνα, μισοφωνίες, σαντούρια, βιολιά, παιχνίδια. Και τραγούδια ένα σωρό! Καντάδες, όπερες, οπερέττες, μινόρε, αμανέδες, σαρκιά λυπητερά, πεταχτά τραγούδια, της φυλακής και της ταβέρνας σεβντάδες. Κ' εγώ θυμάμαι πως είχα τραγουδήσει με κέφι, μ' ένα κέφι, όσο ποτέ στη ζωή μου!...

Και τώρα ταξιδεύαμε! Είχε νυχτώσει. Και κρατούσα στα χέρια μου κάτι τριαντάφυλλα κόκκινα, που δεν είχανε μαραθεί ακόμα, και κάτι πασχαλιές.

Το θυμάμαι σα νάναι τώρα κι αυτό. Στάθηκε κάποιο αμάξι, όταν περνούσαμε στη λεωφόρο, μια φωνούλα χαδιάρα φώναξε τόνομά μου κ' ένα χεράκι τοσούλη, γαντοφορεμένο, μικροσκοπικό, μούχε δώσει τα λουλούδια εκείνα ραντισμένα με το δάκρι της συμπόνιας και της αγάπης...

Και τώρα περνούσαμε ψηλά με το τραίνο, κοντά στον Παρνασσό. Κ' είτανε νύχτα. Και φαίνεται πως από κάποιο χωριό θα κατέβαζαν τον Επιτάφιο, γιατί χίλια τόσα κεριά τρεμολάμπανε σαν αστέρια ολόχρυσα που φέγγανε στο δρόμο του μαρτυρίου...

Είχα βυθιστεί τόσο, που δεν άκουγα, δεν ένοιωθα τίποτα γύρω μου, - και περπατούσα μηχανικά μαζί με τους άλλους. Ο λοχαγός καβάλα. Ετρεχε πάνω κάτω σε όλη την ακατάστατη φάλαγγα, χωρίς να υπάρχει λόγος, μα έτσι για να κάνει επίδειξη. Κ' εγώ γελούσα - γελούσα μαζί του. Γιατί τώρα δεν είτανε σαν και τότε. Τώρα ξέραμε όλοι πως ο πόλεμος δε γίνεται για καμιά πατρίδα παρά έτσι για να καβαλάει ο λοχαγός το καλύτερο άλογο και να καλπάζει χωρίς λόγο. Και ξέραμε ακόμη πως δεν είτανε ο πόλεμος κ' η εκστρατεία - τραγούδι, μα είναι θάνατος ζωντανός, που σε παραμονεύει κάθε στιγμή, όπου σε βρει: στο αντίσκηνο ή στη μάχη, - βόλι, οβίδα, κρυολόγημα φαρμακερό... Ο πόλεμος που ξεσπερμεύει λαούς και ξεθεμελιώνει πατρίδες! Το χάλκινο άλογο, που περνάει πάνω από χωριά και πολιτείες... ο λοχαγός που καλπάζει!...

Και πάλι σαν ξεκούρασμα, ο νους μου έτρεξε στην παλιά εκείνη ανάμνηση, και θυμήθηκα πάλι το γαντοφορεμένο εκείνο χεράκι, το μικροσκοπικό, και θυμήθηκε το δράμα, που ξετυλίχτηκε άγριο πάνω στα κακοτράχαλα πολεμικά βουνά, - στα μαβιά χαρτάκια, που τα γέμιζε με λόγια της καρδιάς το ίδιο χεράκι, το πονετικό, να τα παίρνει μια πνοή ανέμου και να τα ταξιδεύει μακριά - μακριά.

Κι είναι περίεργο πως πονούσα τώρα περισσότερο από κείνη την εποχή, πως ξαναζούσα τώρα με περισσότερο σπαραγμό, στιγμές και λεπτομέρειες, που είχανε περάσει. Κ' ενώ γύρω μου οργίαζε το χρώμα και το φως, ενώ παντού λουδούδιζε ο ξανθός Απρίλης κ' οι ακακίες στη δεντροστοιχία είταν ανθισμένες και λυγίζανε από τον ανθό, εγώ θαρρούσα πως τώρα είναι Μεγάλη Πέμπτη. Μεγάλη Παρασκευή, τώρα, κι όχι τότε, άρχιζε για μένα η εβδομάδα των Παθών, σκοτεινή, θλιβερή, πιεστική, δίχως άνθη, ρόδα και πασχαλιές, για να στολίσουνε κάποιον Επιτάφιο...

Η Μουσική έπαιζε - έπαιζε το ίδιο εμβατήριο, στον ίδιο τόνο, προσπαθώντας του κάκου να μας ενθουσιάσει. Βαδίζαμε κουρασμένοι πια στον ατέλειωτο δρόμο, που ανοιγότανε μπροστά μας σαν μαρτυρίου δρόμος για το Γολγοθά. Βαδίζαμε όπως θέλαμε. Δυο - δυο, ένας - ένας, τέσσερις - τέσσερις. Στην Ομόνοια έπαιξε η στρατιωτική μουσική το τελευταίο μαρς, ενώ οι γύρω διαβάτες ακούγανε χωρίς να λένε λέξη, κουνώντας περίλυπα το κεφάλι τους.

Μπήκαμε αργά το βράδι στα φορτηγά - κάτι βαπόρια κατάμαυρα σαν τα καράβια του θανάτου. Πού πηγαίναμε; Πόσοι θα γυρίζαμε; Γιατί πάλι αυτός ο πόλεμος; Γιατί - γιατί; Ηταν μια ερώτηση που ο καθένας την έλεγε στον εαυτό του και που ερχότανε κάθε τόσο στη σκέψη μας επίμονα. Ενα χάος, σαν το ατέρμενο πέλαγο, ανοιγόταν εμπρός μας. Κ' είμαστε τόσο, μα τόσο κουρασμένοι, χωρίς ελπίδα καμιά, κανένα δειλό φωσάκι ζωής.

Και τότε θυμήθηκα πάλι την παλιά εκείνη εκστρατεία, την πρώτη, και τα χείλια μου αρχίσανε να μουρμουρίζουνε τα πένθιμα τροπάρια που δεν είπα κείνη τη Μεγάλη Παρασκευή, καθώς έβλεπα τα κεριά του Επιταφίου να κατεβαίνουνε από τις φωτισμένες ανάρια βουνοπλαγιές.

Κ' έλεγα το «Η Ζωή εν τάφω», αποτραβηγμένος εκεί στην πλώρα του καραβιού, ενώ πέρα σβήνανε τα φώτα του λιμανιού ένα - ένα σαν αστέρια που χάνουνται πίσω απόνα κατάμαυρο σύννεφο.

(Φορτηγό «Αλεξάνδρα»

Απρίλης 1921)


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ