Παρασκευή 20 Οχτώβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 7
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Γιατί νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης;

Στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 16ο Συνέδριο γίνεται η διαπίστωση ότι: «Προ πολλού η αστική διακυβέρνηση (είτε ασκείται από τα κλασικά συντηρητικά είτε από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα) εγκατέλειψε τη διαχείριση του συστήματος με τη μορφή εκτεταμένης κρατικής ιδιοκτησίας στη βιομηχανία, στις μεταφορές - τηλεπικοινωνίες, στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στον τουρισμό, και με γενικευμένες κοινωνικές παροχές, που είχαν εφαρμοστεί κυρίως στην Ευρώπη».

Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η αστική διακυβέρνηση εγκατέλειψε αυτή τη μορφή διαχείρισης και από κοινού τα συντηρητικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης;

Ηνεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης είναι επιλογή στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο και θεωρείται μονόδρομος στις σύγχρονες συνθήκες για την αναπαραγωγή του. Συνδέεται με τις αξεπέραστες αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, που αναπαράγουν την κρίση του, αλλά συνδέεται και με τον οξύτατο ενδομονοπωλιακό ανταγωνισμό.

Αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε ισχυρή καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτή η ανάπτυξη, έδινε τη δυνατότητα εφαρμογής μιας πολιτικής με εκτεταμένες κοινωνικές παροχές και τη στήριξή της από μια αρκετά μεγάλη κρατική ιδιοκτησία στη βιομηχανία, στις μεταφορές - τηλεπικοινωνίες, στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στον τουρισμό κλπ.


Αυτή την πολιτική εφάρμοσε βασικά η σοσιαλδημοκρατία κυρίως στην Ευρώπη. Την προπαγάνδιζε δε με το λεγόμενο «τρίτο δρόμο», ως ενδιάμεσο ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, με αιχμή το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας». Δεν πρέπει δε να μην παίρνουμε υπ' όψιν ότι υπήρχε και η επίδραση των κατακτήσεων του σοσιαλισμού στο εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών που συνέβαλε στις διεκδικήσεις και κατακτήσεις δικαιωμάτων, αλλά ασκούσε επίσης πίεση στον καπιταλισμό, για να κάνει τέτοιες παραχωρήσεις.

Μετά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της καπιταλιστικής ανόρθωσης στην Ευρώπη, ακολούθησε η κρίση των αρχών της δεκαετίας του '70, η οποία φαίνεται να ξεπερνιέται αλλά με ρυθμούς ανάπτυξης αναιμικούς. Στις αρχές της δεκαετίας του '80 εμφανίζονται ξανά σημάδια της. Αντικειμενικά, οι συνθήκες που διαμορφώνονται απαιτούν πολιτική διαχείρισης, που να παρεμβαίνει, ώστε να αμβλύνονται οι συνέπειες της κρίσης ως προς τις δυσκολίες που γεννούν στο ίδιο το κεφάλαιο και την αναπαραγωγή του.

Στην Ευρώπη τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα εφαρμόζουν τη δική τους πολιτική διαχείρισης με γενικευμένη επίθεση στην εργατική τάξη και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Η ίδια πολιτική εφαρμόζεται την ίδια περίοδο και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αρχίζουν επίσης να εγκαταλείπουν την πολιτική διαχείρισης των εκτεταμένων παροχών και του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας» και εφαρμόζουν μέτρα νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, προβάλλοντας την ανάγκη της «απελευθέρωσης των αγορών».


Η ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη και την ΕΣΣΔ συνέβαλε στην επιτάχυνση αυτής της πορείας, στην εφαρμογή πολιτικής που προωθούσε ραγδαία τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις.

Επίσης, αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες οξύνουν ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά. Τα μονοπώλια, για να αντεπεξέλθουν σ' αυτόν χρειάζονται μεγέθυνση των διαστάσεων του κεφαλαίου τους και συνθήκες αναπαραγωγής χωρίς δυσκολίες. Αυτή η απαίτηση, μπορεί και πρέπει να εκπληρώνεται με τις ιδιωτικοποιήσεις του κρατικού τομέα οικονομίας και των επιχειρήσεών του, ιδιαίτερα αυτών που έχουν στρατηγική σημασία για την οικονομία, οι οποίες συμβάλλουν στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Αλλά και με την απόσπαση ολοένα και μεγαλύτερης μάζας κερδών, που σημαίνει αυξανόμενη ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Δηλαδή, νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την αντιμετώπιση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, της αναγκαιότητας διείσδυσης σε νέες αγορές, τόσο με εξαγωγή κεφαλαίων όσο και εμπορευμάτων, την ίδια την ελευθερία κίνησης και δράσης του κεφαλαίου, όπου αυτό μπορεί να αποκτά μέγιστα κέρδη. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη με γοργούς ρυθμούς συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του.

Ημεγιστοποίηση των κερδών επιτυγχάνεται με την όσο δυνατόν μεγαλύτερη απόσπαση υπεραξίας από την παραγωγική χρήση της εργατικής δύναμης. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας ανταποκρίνεται σ' αυτή την επιδίωξη μεγαλύτερης απόσπασης, δεν μπορεί όμως να ανακόπτει πάντα αποτελεσματικά την πτώση του ποσοστού κέρδους. Η ίδια η παραγωγικότητα της εργασίας συμβάλλει στην υπερπαραγωγή εμπορευμάτων που σημαίνει και εμφάνιση κρίσης.

Επίσης, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τα νέα μέσα παραγωγής, (νέες τεχνολογίες, πληροφορική κλπ.), και η εφαρμογή τους στην παραγωγή με την αντικατάσταση των παλιών μέσων παραγωγής με νέα, απαιτεί τεράστιες επενδύσεις. Επομένως, χρειάζεται ολοένα και μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου, που με τη σειρά της απαιτεί και μεγαλύτερη μάζα κερδών.

Οι επιχειρούμενες αναδιαρθρώσεις με την εφαρμογή των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, με τις ανατροπές στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα και την ιδιωτικοποίησή του, με την ιδιωτικοποίηση της υγείας, της εκπαίδευσης και των προνοιακών υπηρεσιών, επιδιώκουν την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης με τη μείωση της τιμής της. Ετσι φαίνεται ότι μπορεί να επιτυγχάνεται η μεγιστοποίηση των κερδών.

Αν οι αστικές κυβερνήσεις ακολουθήσουν άλλη πολιτική διαχείρισης, όπως η σοσιαλδημοκρατική στη μεταπολεμική περίοδο, τότε δε θα μπορούν να αντιμετωπίζονται οι δυσκολίες στη δράση του κεφαλαίου, που αναπαράγονται από τις αντιφάσεις του συστήματος.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ