Σάββατο 7 Φλεβάρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Ο ποιητής της θάλασσας

«Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω / και ίσια ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό. / Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξίδι... / σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι» (Νίκος Καββαδίας: «Πούσι»).

Μια ρεαλιστική απεικόνιση της εκτέλεσης των 200 κομμουνιστών, των έγκλειστων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, από τους Γερμανούς (1/5/1944), της ομαδικής σφαγής των κατοίκων του Διστόμου Βοιωτίας απ' τους ναζιστές και ταγματασφαλίτες (10/6/1944). Ο θάνατος του μεγάλου Ισπανού ποιητή Λόρκα από τους φρανκιστές (Αύγ. 1936) τον συγκλονίζει: «Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά... / μέσα από τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά...». Ο ποιητής της θάλασσας Ν. Καββαδίας είναι περισσότερο γνωστός απ' τα ποιήματα της θάλασσας, παρά απ' τη δράση του...

Τον Οκτώβρη του 1940 - με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου - φεύγει για το αλβανικό μέτωπο. Μετά την κατάρρευση του μετώπου... εντάσσεται στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Στους «Πρωτοπόρους» γράφει το ποίημα «Αθήνα 1943»: «Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά / και περπατάω αργά στους δρόμους «εν κινδύνω» / ως τις εφτά που θα ακουστεί "εδώ Μόσχα" / και στις εννιά βάλτο σιγά: "Εδώ Λονδίνο"»...

Σ το περιοδικό της ΕΠΟΝ, «Νέα Γενιά», γράφει το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη»: «Επέταξα τη σάκα μου και τρέχω με ντουφέκια / Σα ρόδο θα μοσχοβολάει ο τάφος του ΕΠΟΝίτη»... Το Δεκέμβρη του 1944 γράφει: «Κι απ' το Δεκέμβρη στην Αθήνα και φωτιά / τούτο της γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι / λικνίζει απ' το δρυ / και την ιτιά / το Διάκο - τον Κολοκοτρώνη και τον Αρη (Βελουχιώτη)» (ποίημα: «Αντίσταση»). Το 1945, γίνεται σ' ένα κλίμα «λευκής τρομοκρατίας» γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών - Ποιητών.

Στα «Ελεύθερα Γράμματα» του ιστορικού Δημήτρη Φωτιάδη δημοσιεύει το ποίημα «Αθήνα 1943»: «Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές / τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη ώρα. / Αγέρας πνέει βορινός απ' τις κορφές / κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι... / Φύσα ταχιά σπηλιάδα, φύσα βορινή, / Γραίγο μου κατρακύλα απ' την Κριμαία. / Κατά τετράδας πάνε στο δρόμο οι Γερμανοί / κάτω απ' τη μαύρη κακορίζικη σημαία. / Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί, ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι / ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ' ακουστεί / η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει...».

Στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» το Μάρτη του 1967 γράφει το ποίημα «Σπουδαστές» με αντιστασιακά συναισθήματα - προτροπές: «Σας είδα κάπου απ' την πύρινη βροχή / με τα πλακάτ και τα σκουτιά τα ματωμένα / εσάς που κάματε τη δύσκολη αρχή / κείνα τα χρόνια τα βαριά, τα κολασμένα. / Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά / σμάρι πηχτό μες του πελάγου τη σπηλιάδα. / Πάντα κατάντικρα στην κάθε αναποδιά / και σ' όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα...».

Ο ποιητής της ναυτοσύνης έκλαιγε δίπλα στους «κολασμένους». «Αγαπάω το ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο / τα θολά ματάκια, τους άρρωστους ανθρώπους, / τους σκυφτούς οδοιπόρους... / τους τυφλούς μουσικούς των δρόμων... / Τα καράβια που φεύγουν για μακρινά ταξίδια / και δεν ξέρουν καλά, αν ποτέ θα 'ρθουν πίσω / Αγαπάω σε τούτον τον κόσμο ό,τι κλαίει». Υπήρξε η «βάρδια» των λαϊκών συναισθημάτων, ο ποιητής της θάλασσας.


Παναγιώτης ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ