Κυριακή 11 Γενάρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» και το «65ωρο»

Ο Καρλ Μαρξ για τον εργάσιμο χρόνο

Στόχος των καπιταλιστών είναι να ενταθεί η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου, αφού η παράταση της εργάσιμης μέρας σημαίνει και αύξηση του ημερήσιου χρόνου απλήρωτης δουλειάς στον εργάτη (φωτ. αρχείου: Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)
Στόχος των καπιταλιστών είναι να ενταθεί η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου, αφού η παράταση της εργάσιμης μέρας σημαίνει και αύξηση του ημερήσιου χρόνου απλήρωτης δουλειάς στον εργάτη (φωτ. αρχείου: Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)
«Οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορεύματος έχουν σημασία για την αγορά. Η κεφαλαιοκρατική όμως κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή του εμπορεύματός τους - της εργατικής δύναμης - όταν αντικρίζει τους εργάτες σαν πουλητές».(Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 2ος σελ. 315)

Η Ευρωπαϊκή Ενωση προωθεί την 65ωρη, τουλάχιστον, βδομάδα δουλειάς με ταυτόχρονη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου σε χρονιάτικη βάση, έτσι που συνολικά να φαίνεται ότι η βδομάδα δουλειάς δεν ξεπερνά κατά μέσο όρο τις 48 ώρες. Θεωρεί ότι ο ελεύθερος χρόνος μπορεί να είναι καθημερινά μόνο 11 ώρες, επομένως ο υπόλοιπος θεωρείται εργάσιμος. Δηλαδή 13 ώρες τη μέρα δουλειά επί 5 μέρες τη βδομάδα 65 ώρες. Που αν υπάρχει ανάγκη στον καπιταλιστή για 6ήμερη βδομάδα θα γίνεται 78 ώρες ή για 7ήμερη 91 ώρες. Βεβαίως, οι πέραν του 8ωρου ώρες δε θα πληρώνονται ως υπερωρία, ούτε καν ως υπερεργασία, αφού με τη διευθέτηση θα δίνονται οι πέραν του 8ωρου ώρες δουλειάς σε ρεπό ή σε άδειες.

Η διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, επομένως, έχει κύριο χαρακτηριστικό τη δυνατότητα παράτασης της εργάσιμης μέρας πέρα από το 8ωρο, όταν υπάρχει μεγάλη ανάγκη αύξησης της παραγωγής. Στόχος είναι να ενταθεί η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου, αφού η παράταση της εργάσιμης μέρας σημαίνει και αύξηση του ημερήσιου χρόνου απλήρωτης δουλειάς στον εργάτη. Μ' αυτές τις ρυθμίσεις καταργείται η κανονικότητα στην εργασία, καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία και έτσι πέφτει η τιμή της εργατικής δύναμης, γεγονός που αυξάνει την υπεραξία που αποσπά το κεφάλαιο, αυξάνει την κερδοφορία του. Αλλωστε, η εργατική δύναμη είναι το μοναδικό εμπόρευμα το οποίο έχει την ιδιότητα να παράγει αξία μεγαλύτερη από την αναπαραγωγή της δικής του αξίας. Και οι καπιταλιστές επιδιώκουν να αποσπούν όσο γίνεται μεγαλύτερη υπεραξία, εκμεταλλευόμενοι στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας την εργατική δύναμη και βρίσκουν γι' αυτό το σκοπό, που είναι και το μοναδικό τους κίνητρο, διάφορους τρόπους προκειμένου να το επιτυγχάνουν εντείνοντας την εκμετάλλευση. Μπορεί να φαίνεται ότι ο εργάτης με τη διευθέτηση δε χάνει. Η παράταση του εργάσιμου χρόνου αυξάνει πολλαπλάσια την αξία της εργατικής δύναμης, ενώ η φθορά της δεν αναπληρώνεται. Η πέραν του 8ωρου δουλειά δηλαδή επιβαρύνει ανεπανόρθωτα τον ανθρώπινο οργανισμό τόσο ώστε όχι μόνο να μην αναπληρώνεται η εργατική του δύναμη, αλλά μακροπρόθεσμα να δημιουργούνται χρόνια προβλήματα υγείας που μπορεί να καθιστούν τον εργάτη ανίκανο για εργασία.

Εργάτες γης των αρχών του 20ού αιώνα
Εργάτες γης των αρχών του 20ού αιώνα
Ο Μαρξ προσδιορίζοντας τη μέρα, δηλαδή 24ωρο, ως το χρόνο στη διάρκεια του οποίου μόνο μπορεί να αναπληρώνει πλήρως την εργατική του δύναμη αν η εργάσιμη μέρα είναι κανονική, προσδιόρισε και την αναγκαιότητα του ελεύθερου χρόνου και του περιεχόμενου που αυτός πρέπει να έχει στη διάρκεια της μέρας, ώστε να αναπληρώνεται κανονικά η εργατική του δύναμη. Ας το παρακολουθήσουμε από τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», (σελ. 243 - 244).

«Μόλο λοιπόν που η εργάσιμη ημέρα δεν είναι σταθερό αλλά ρευστό μέγεθος, δεν μπορεί ωστόσο παρά να κινείται μέσα σε ορισμένα όρια. Τα κατώτατα όριά της όμως δεν μπορούν να καθοριστούν. Βέβαια, αν υποθέσουμε ότι... η υπερεργασία = 0, έχουμε ένα κατώτατο όριο και συγκεκριμένα το μέρος της ημέρας που ο εργάτης πρέπει υποχρεωτικά να εργάζεται για τη δική του συντήρηση. Στις συνθήκες όμως της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής η αναγκαία εργασία μπορεί πάντα ν' αποτελεί μόνο ένα μέρος της εργάσιμης ημέρας του και γι' αυτό η εργάσιμη ημέρα δεν μπορεί ποτέ να περιοριστεί ως αυτό το κατώτατο όριο. Αντίθετα, η εργάσιμη ημέρα έχει ένα ανώτατο όριο. Δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από ένα ορισμένο όριο. Το ανώτατο αυτό όριο καθορίζεται από δύο πράγματα. Τη μια φορά από τα φυσικά όρια της εργατικής δύναμης. Ο άνθρωπος μπορεί στο διάστημα της φυσικής ημέρας των 24 ωρών να ξοδεύει μόνο μια καθορισμένη ποσότητα ζωικής δύναμης. Ετσι και το άλογο μπορεί να δουλεύει κάθε μέρα μονάχα 8 ώρες. Στο διάστημα ενός μέρους της ημέρας πρέπει η δύναμη να ησυχάζει, να κοιμάται και στο διάστημα ενός άλλου μέρους της ημέρας πρέπει ο άνθρωπος να ικανοποιεί άλλες φυσικές ανάγκες, να τρέφεται, να καθαρίζεται, να ντύνεται κλπ. Εκτός απ' αυτά τα καθαρά φυσικά όρια η παράταση της εργάσιμης ημέρας σκοντάφτει σε ηθικούς φραγμούς. Ο εργάτης χρειάζεται χρόνο για να ικανοποιεί πνευματικές και κοινωνικές ανάγκες, που η έκταση και ο αριθμός τους καθορίζονται από τη γενική κατάσταση του πολιτισμού. Γι' αυτό, οι διακυμάνσεις της εργάσιμης ημέρας κινούνται μέσα σε φυσικά και κοινωνικά όρια. Και τα δυο όρια όμως είναι πολύ ελαστικά και επιτρέπουν τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Ετσι βρίσκουμε εργάσιμες ημέρες 8, 10, 12, 14, 16 και 18 ωρών, δηλαδή των πιο διαφορετικών μεγεθών...

... ο κεφαλαιοκράτης επικαλείται το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Προσπαθεί, όπως και κάθε άλλος αγοραστής, ν' αποσπάσει όσο το δυνατό μεγαλύτερο όφελος από την αξία χρήσης του εμπορεύματός του...». Από δω προκύπτει και η τάση της αύξησης της απλήρωτης υπερεργασίας.

Η αξία της εργατικής δύναμης

Ο Καρλ Μαρξ στο έργο του «Το Κεφάλαιο» έδωσε με επιστημονικό τρόπο αυτή τη διαδικασία. Ας το παρακολουθήσουμε ξεκινώντας από την «εργατική δύναμη». Τι είναι αυτό το ξεχωριστό και μοναδικό εμπόρευμα;

«Οταν λέμε εργατική δύναμη ή ικανότητα για εργασία, εννοούμε το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης» (Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος σελ. 180).

«Οπως η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, και η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το χρόνο εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή, επομένως και για την αναπαραγωγή αυτού του ειδικού είδους» (στο ίδιο, σελ. 183).

«Ετσι, ο χρόνος εργασίας, που είναι αναγκαίος για την παραγωγή της εργατικής δύναμης, αναλύεται στο χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή αυτών των μέσων συντήρησης, ή η αξία της εργατικής δύναμης είναι η αξία των μέσων συντήρησης, που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του κατόχου της» (στο ίδιο σελ. 183).

Γενικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι το σύνολο των στοιχείων που αποτελούν την αξία του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», εκφράζεται σήμερα με το μισθό εργασίας ή το μεροκάματο, για την κάλυψη των αναγκών για την τροφή, την ένδυση, την υπόδηση, κατοικία κλπ., που συμπληρώνεται με την κοινωνική ασφάλιση, με τη σύνταξη, με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με την εκπαίδευση, με την ανάπαυση και την ψυχαγωγία, με την άθληση, με τις προνοιακές υπηρεσίες, τις διαφόρων μορφών άδειες κλπ. Και τα στοιχεία αυτά δε συνδέονται μόνο με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αλλά και με την αναπαραγωγή του είδους που την έχει, δηλαδή του ανθρώπου. Ας παρακολουθήσουμε πώς το δίνει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο».

«Ο ιδιοκτήτης της εργατικής δύναμης είναι θνητός. Αν πρόκειται λοιπόν η παρουσία του στην αγορά να είναι συνεχής, όπως προϋποθέτει η συνεχής μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο, πρέπει να διαιωνίζεται ο πουλητής της εργατικής δύναμης "όπως διαιωνίζεται με την αναπαραγωγή του είδους κάθε ζωντανό άτομο". Οι εργατικές δυνάμεις που αφαιρούνται από την αγορά με τη φθορά και το θάνατο, πρέπει διαρκώς να αντικατασταίνονται τουλάχιστον με έναν ίσο αριθμό νέων εργατικών δυνάμεων. Γι' αυτό, το ποσό των μέσων συντήρησης που είναι αναγκαίο για την παραγωγή της εργατικής δύναμης περιλαβαίνει και τα μέσα συντήρησης των αντικαταστατών, δηλ. των παιδιών των εργατών, έτσι που να διαιωνίζεται στην αγορά η φυλή αυτή των ιδιόμορφων κατόχων εμπορευμάτων.

Για να μεταβληθεί η γενική ανθρώπινη φύση έτσι που ν' αποκτήσει δεξιότητα και επιτηδειότητα σ' έναν καθορισμένο κλάδο εργασίας και να γίνει αναπτυγμένη και ειδική εργατική δύναμη, χρειάζεται μια καθορισμένη μόρφωση και εκπαίδευση, πράγμα που με τη σειρά του κοστίζει ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσό ισοδύναμων του εμπορεύματος. Τα έξοδα αυτά της μόρφωσης ποικίλλουν ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ειδίκευση της εργατικής δύναμης. Αυτά λοιπόν τα έξοδα μάθησης, μηδαμινά για τη συνηθισμένη εργατική δύναμη, προστίθενται στο σύνολο των αξιών που ξοδεύονται για την παραγωγή της» (στο ίδιο, σελ. 184).

«Η αξία της εργατικής δύναμης αναλύεται στην αξία μιας καθορισμένης ποσότητας μέσων συντήρησης. Γι' αυτό μεταβάλλεται μαζί με την αλλαγή του μεγέθους του χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή τους» (στο ίδιο σελ. 185).

«Το ποσό των μέσων συντήρησης πρέπει επομένως να επαρκεί για να συντηρεί το εργαζόμενο άτομο σαν εργαζόμενο άτομο στη φυσιολογική κατάσταση της ζωής του. Οι ίδιες φυσικές ανάγκες, όπως η τροφή, ο ιματισμός, η θέρμανση, η κατοικία κλπ. διαφέρουν ανάλογα με τις κλιματικές και άλλες φυσικές ιδιομορφίες μιας χώρας. Από την άλλη, η ίδια η έκταση των λεγόμενων απαραίτητων αναγκών, όπως και ο τρόπος της ικανοποίησής τους, είναι ιστορικό προϊόν και γι' αυτό εξαρτιέται κατά ένα μεγάλο μέρος από τη βαθμίδα του πολιτισμού μιας χώρας, και ανάμεσα στ' άλλα ουσιαστικά από το μέσα σε ποιες συνθήκες κι επομένως με τι συνήθειες και απαιτήσεις της ζωής σχηματίστηκε η τάξη των ελεύθερων εργατών. Ετσι, αντίθετα από τ' άλλα εμπορεύματα, ο καθορισμός της αξίας της εργατικής δύναμης περιέχει ένα ιστορικό και ηθικό στοιχείο. Ωστόσο, για μια ορισμένη χώρα και μια ορισμένη περίοδο, είναι δοσμένο το μέσο σύνολο των αναγκαίων μέσων συντήρησης» (στο ίδιο, σελ. 184).

Η εκμετάλλευση είναι συγκαλυμμένη

Η ικανοποίηση όλων αυτών, σαν ξεχωριστές ανάγκες για τη ζωή της εργατικής τάξης, αποτελεί στον καπιταλισμό περιεχόμενο της ταξικής πάλης. Αυτό που δε γίνεται αυτόματα αντιληπτό, ούτε μόνο από την εμπειρία των εργατών, είναι το ότι αποτελούν το ενιαίο σύνολο της αξίας της εργατικής δύναμης. Η γνώση τους ως ενιαίο σύνολο αποτελεί τη βάση για τη συνειδητοποίηση αυτής της μοναδικής ιδιοκτησίας που έχουν οι εργάτες, προκειμένου να διαμορφώνονται όροι ταξικής πάλης για τα δικά τους συμφέροντα. Οχι για ένα - ένα ξεχωριστά τα μέρη που αποτελούν το σύνολο της αξίας της εργατικής δύναμης, αλλά γι' αυτή την ίδια την αξία της, που βρίσκεται στο πεδίο των αντιθέσεων ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, αλλά που δε συνειδητοποιείται πάντα στην καθημερινότητα της πάλης, ακριβώς γιατί η εκμετάλλευση είναι συγκαλυμμένη.

Αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι αναγκαία μόνο από το γεγονός ότι ο εργάτης θέλει να έχει όλα εκείνα τα εφόδια που αναπαράγουν την εργατική του δύναμη για να μπορεί να δουλεύει, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να ζήσει. Και ο καπιταλιστής το θέλει, αλλά για διαφορετικούς λόγους, γιατί βγάζει κέρδος. Μόνο που ο καπιταλιστής μπροστά στην αύξηση του κέρδους, λογαριάζει αντίθετα από τον εργάτη την αξία της εργατικής δύναμης. Ετσι οι καπιταλιστές επιδιώκουν πάντα τη μείωση της αξίας αυτού του εμπορεύματος, αλλά και της τιμής του, προκειμένου να αυξάνουν ολοένα περισσότερο τα κέρδη τους. Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», αναφέρει τα εξής:

«Το τελευταίο ελάχιστο όριο της αξίας της εργατικής δύναμης αποτελείται από την αξία της μάζας των εμπορευμάτων, που χωρίς την καθημερινή τους πρόσληψη ο φορέας της εργατικής δύναμης, ο άνθρωπος, δεν μπορεί να ανανεώνει το προτσές της ζωής του, επομένως αποτελείται από την αξία των μέσων συντήρησης που του είναι απαραίτητα για να κρατηθεί στη ζωή. Αν η τιμή της εργατικής δύναμης πέσει σ' αυτό το ελάχιστο όριο, τότε πέφτει κάτω από την αξία της, γιατί έτσι μπορεί να συντηρείται και να αναπτύσσεται μόνο σε φθίνουσα μορφή. Ομως η αξία κάθε εμπορεύματος καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για να προσφέρεται σε κανονική ποιότητα» (σελ 185).

Η τιμή κάθε εμπορεύματος είναι σε τελευταία ανάλυση η χρηματική έκφραση της αξίας του. Στην αγορά, για το εμπόρευμα «εργατική δύναμη», ο καπιταλιστής κλείνει συμφωνία με τον εργάτη για να αγοράσει το εμπόρευμά του, ενώ ο εργάτης είναι ο πουλητής του. Ο εργάτης ενδιαφέρεται να πουλήσει σε μεγαλύτερη τιμή το εμπόρευμά του, αλλά ο καπιταλιστής ενδιαφέρεται να το αγοράσει σε όσο το δυνατό μικρότερη τιμή. Στην τιμή λοιπόν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται το σύνολο των στοιχείων που αποτελούν την αξία της εργατικής δύναμης. Σ' αυτή τη διαδικασία εμφανίζονται δύο αντίθετα δίκαια. Αυτό του εργάτη και αυτό του καπιταλιστή. Γύρω απ' αυτό το ζήτημα, οι καπιταλιστές επιδιώκουν να διαμορφώνουν συνείδηση μειωμένων απαιτήσεων στην εργατική τάξη, ή και να την επιβάλλουν. Στις μέρες μας, η επίθεση ενάντια στην τιμή της εργατικής δύναμης εμφανίζεται με την εφαρμογή της πολιτικής των αναδιαρθρώσεων, που δεν είναι τίποτε άλλο από αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, σε βάρος της εργατικής τάξης. Οι ιδιωτικοποιήσεις στην Υγεία, στην Παιδεία, στην Πρόνοια, μαζί με την αναδιάρθρωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, αποτελούν ένα σύνολο μέτρων μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης.

Ακανόνιστη μέρα εργασίας και υπερεκμετάλλευση

Με τη λεγόμενη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου επιδιώκεται η θεσμοθέτηση της παράτασης του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου για κάποιο χρονικό διάστημα, χωρίς πληρωμή υπερωρίας, γιατί ένα αντίστοιχο υπόλοιπο χρονικό διάστημα θα γίνεται ανάλογη μείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, ή θα δίνονται ρεπό, ή μεγαλύτερες άδειες. Αλλά ακόμη και αν σε διάστημα χρόνου, όπως, μήνα, τρίμηνο, εξάμηνο, χρόνο κλπ. διευθετείται ο εργάσιμος χρόνος έτσι που ο ημερήσιος να είναι ακανόνιστος, αλλά συνολικά στη διάρκεια ενός έτους να μην αυξάνεται, η ουσία του προβλήματος, είναι η ένταση της εκμετάλλευσης, ανεξάρτητα αν δε μειώνεται ο μισθός. Ετσι δημιουργείται η απατηλή εντύπωση ότι ο εργάτης δουλεύει χωρίς να χάνει, αφού ούτε ο συνολικός εργάσιμος χρόνος αλλάζει ούτε το μεροκάματο ή ο μισθός εργασίας.

Είναι, όμως, έτσι ακριβώς; Και αν είναι, τότε γιατί οι καπιταλιστές κόπτονται για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου; Και το πρόβλημα εντοπίζεται μόνο στην αναστάτωση της ζωής του εργάτη και της οικογένειάς του από τη μη κανονική εργάσιμη μέρα; `Η το γεγονός ότι χάνοντας για κάποιο χρονικό διάστημα τον ελεύθερο χρόνο του, ο οποίος του παραχωρείται σε κάποιο άλλο, φαινομενικά «απλόχερα», σημαίνει ότι συνολικά οι όροι ζωής του δεν αλλάζουν; Με την αυξομείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, ανεξάρτητα αν ο συνολικός σε διάστημα ενός έτους, δεν αλλάζει, όπως επίσης δεν αλλάζει και ο μισθός της εργασίας, είναι μια μορφή έντασης της εκμετάλλευσης, ακριβώς γιατί στη διάρκεια που ο εργάτης δουλεύει περισσότερες από την κανονική εργάσιμη μέρα ώρες, η αξία της εργατικής δύναμης μεγαλώνει πολλαπλάσια, αφού και η φθορά της μεγαλώνει. Αρα ένα μέρος της χάνεται χωρίς να αναπληρώνεται, καταστρέφεται δηλαδή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε άλλο χρονικό διάστημα δουλεύει λιγότερες ώρες τη μέρα. Επομένως, η λεγόμενη διευθέτηση καταστρέφει και την υγεία του εργάτη σε συνδυασμό με την απόσπαση μεγαλύτερης μάζας υπεραξίας από τον καπιταλιστή.

Ο Μαρξ σ' αυτό το ζήτημα, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει: «Η αξία της εργατικής δύναμης, εξαιτίας της φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της» (σελ. 563 - 564).

Μόλις η εργάσιμη μέρα παύσει να 'χει έναν καθορισμένο αριθμό ωρών, τότε έχουμε υπερεκμετάλλευση. Ο Μαρξ σχετικά μ' αυτό αναφέρει: «Καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία. Με το πρόσχημα ότι πληρώνει την "κανονική τιμή της εργασίας", μπορεί να παρατείνει αφύσικα την εργάσιμη μέρα, χωρίς καμιά αντίστοιχη ισοστάθμιση για τον εργάτη. Σ' αυτό οφείλεται η πέρα για πέρα λογική εξέγερση (1860) των εργατών οικοδόμων του Λονδίνου ενάντια στην απόπειρα των κεφαλαιοκρατών να επιβάλουν αυτό το ωρομίσθιο. Ο περιορισμός με νόμο της εργάσιμης μέρας βάζει τέρμα σ' αυτή την ασχημία αν και δε βάζει φυσικά τέρμα στην υποαπασχόληση που πηγάζει από το συναγωνισμό των μηχανών, από την αλλαγή στην ποιότητα των χρησιμοποιουμένων εργατών, καθώς και από τις μερικές και γενικές κρίσεις». («Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, σελ. 563).

Ο Μαρξ κάνει, επίσης, την εξής εκτίμηση: «Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ανώμαλης υποαπασχόλησης είναι τελείως διαφορετικό από το αποτέλεσμα μιας γενικής αναγκαστικής ελάττωσης της εργάσιμης μέρας με νόμο. Το πρώτο δεν έχει καμιά σχέση με το απόλυτο μέγεθος της εργάσιμης μέρας και μπορεί εξίσου να παρουσιαστεί και με 15ωρη και με 6ωρη εργάσιμη μέρα. Η κανονική τιμή της εργασίας στην πρώτη περίπτωση υπολογίζεται με βάση το γεγονός ότι ο εργάτης κατά μέσο όρο εργάζεται 15 ώρες τη μέρα, στη δεύτερη υπολογίζεται με βάση το γεγονός ότι εργάζεται 6 ώρες. Γι' αυτό το λόγο το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο, αν στην πρώτη περίπτωση εργαζόταν μόνο 7 1/2 ώρες και στη δεύτερη μόνο 3. Επειδή, σύμφωνα με την προϋπόθεσή μας, ο ίδιος εργάτης είναι υποχρεωμένος να εργάζεται κατά μέσο όρο 6 ώρες τη μέρα για να παράγει απλώς ένα μεροκάματο, που ν' ανταποκρίνεται στην αξία της εργατικής του δύναμης, επειδή, σύμφωνα με την ίδια προϋπόθεση, από κάθε ώρα μόνο τη μισή εργάζεται για τον εαυτό του ενώ την άλλη μισή ώρα εργάζεται για τον κεφαλαιοκράτη, είναι φανερό πως δεν μπορεί να βγάλει τη νέα αξία των 6 ωρών, όταν απασχολείται λιγότερο από 12 ώρες (...) τώρα ανακαλύπτουμε τις πηγές των βασάνων του εργάτη που προκύπτουν από την υποαπασχόλησή του». (στο ίδιο σελ. 562 - 563).

Συνεχίζοντας ο Μαρξ, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πάλης των οικοδόμων του Λονδίνου, να σταματήσουν μια παρόμοια κατάσταση, που δημιουργούσε ανάλογες συνθήκες. «Οι εργάτες οικοδόμοι του Λονδίνου, κριτικάροντας πολύ σωστά την κατάσταση, δήλωσαν στη διάρκεια της μεγάλης απεργίας και του λοκ άουτ του 1860 ότι δέχονται το ωρομίσθιο μόνο με δυο όρους: 1) Μαζί με την τιμή της μιας ώρας εργασίας να καθοριστεί μια κανονική εργάσιμη μέρα 9 ή 10 ωρών και η τιμή της ώρας της δεκάωρης εργάσιμης μέρας να είναι μεγαλύτερη από την τιμή της ώρας της εννιάωρης εργάσιμης μέρας. 2) Κάθε ώρα πέρα από την κανονική εργάσιμη μέρα να πληρώνεται σαν υπερωρία σχετικά καλύτερα». (σελ. 565)

Ο ουσιαστικός λόγος της επιμονής των καπιταλιστών για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου σε συνδυασμό με την ευελιξία στη χρήση της εργατικής δύναμης, καταργώντας το σταθερό ημερήσιο χρόνο εργασίας είναι η ένταση της εκμετάλλευσης και η αύξηση των κερδών τους.


Επιμέλεια
Στέφανος ΚΡΗΤΙΚΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ