Σάββατο 10 Γενάρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Μάθημα

Ποιος διάολος με είχε κυριεύσει και δεν καθόμουν στ' αυγά μου... Ούτε το παιδί μου δε σκέφτηκα, το μικρό μου το παιδάκι. Μόνο εμένα έχει στον κόσμο, κι η καρδούλα του τόσο ευαίσθητη. Τι θ' απογίνει τώρα; Τι θ' απογίνουμε, θεέ μου; Ανάθεμα τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σ' αυτήν την κωλοχώρα. Ανάθεμα και σ' αυτούς που τσάκισαν τη δική μου χώρα, σε όλα εκείνα τα κτήνη που τσακίζουν τις ζωές μας.

Οχι, δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι. Το μίσος και η αδικία με ξάπλωσαν χωρίς μάτι και φωνή, καμένη παντού. Η αγανάκτηση για τον καθημερινό βιασμό. Το μίσος μου κάνει τώρα το πουλάκι μου, το μωρό μου το γλυκό, να κλαίει, να πεθαίνει από το φόβο του. Δε θέλεις και πολύ για να το νιώσεις αυτό το μίσος. Τι να πρωτοπιάσεις; Τον ξεριζωμό μου, κοπελίτσα ακόμη, με ένα παιδί στην αγκαλιά; Τον εξευτελισμό μου σαν γυναίκα και σαν εργαζόμενη; Τις καθημερινές «μπάτσες» για να ταΐσω το παιδάκι, να έχουμε κάπου να μείνουμε, να μην είμαστε «παράνομες»; Χαστούκια, κλοτσιές, χυδαία αγγίγματα πάνω στο κορμί μου. Ετσι ένιωθα καθημερινά.

Δεν έφτανε η δουλειά για λίγο ψωμί, για το ενοίκιο, το σχολείο, το βιβλίο, το ρουχαλάκι. Δεν έφτανε όμως ούτε σ' αυτούς τους κερατάδες! Σε θέλουνε προσκυνημένο τα καθάρματα. Να σε χτυπάνε αλύπητα, διαστροφικά, να είσαι κατάκοπος, κακοπληρωμένος, λεηλατημένος. Και ταυτόχρονα, πρόθυμος και συνεργάσιμος. Να είσαι στα τέσσερα, να μετράς τις μπουκιές του παιδιού σου και να τους ευγνωμονείς κι από πάνω. Και να σαστίζεις με τον πλούτο που βλέπεις γύρω σου, με το θράσος που τον επιδεικνύουν. Χεσμένο να σε έχουν, κανονικά. Να βλέπεις στα κανάλια και τα περιοδικά και να σκέφτεσαι: «Τι καλά! Αυτή είναι ζωή». Να καμαρώνεις για την εκφυλισμένη ζωή τους, να ονειρεύεσαι τα πλούτη τους. Μα να μην τολμήσεις ποτέ να απλώσεις το χέρι σου - γροθιά, όχι ζητιανιά - και να τα διεκδικήσεις για σένα, που τα δουλεύεις και με το παραπάνω.

Ετσι, λοιπόν. Δεν έφτανε μόνο η δουλειά. Επρεπε να παλέψω κι αλλιώς. Μαζί με τις άλλες απέναντι στα γουρούνια και τα μαντρόσκυλά τους στα συνδικάτα. Και με έκαψαν. Ζήτησα ψωμί δουλεμένο και μου έριξαν βιτριόλι. «Για να μάθω». «Για να μάθουν» και οι άλλες. Μα εμένα άλλο με νοιάζει. Να μάθει το μονάκριβο παιδί μου. Να μη φοβάται, μη λουφάξει ούτε μια στιγμή, γιατί τότε είναι τελειωμένο. Αν φοβάμαι εγώ; Ναι, τρέμω: Αν θα σηκωθώ από αυτό το κρεβάτι για να το φροντίσω και να του μάθω αυτά που μου έμαθαν τα κτήνη. Κι όχι μόνο από το βιτριόλι που με έλουσαν. Σε όλη μου τη ζωή με μαθαίνουν. Είναι καμένη η μανούλα, καρδούλα μου. Μα δεν είναι η μόνη, ούτε μόνη. Με τους ανυπότακτους «καμένους» - σαν κι εμάς τις δύο - να ανταμώσεις, αν δε ζήσω.


Ελένη ΜΑΪΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ