Ηδη, απ' τον πρόλογο γίνεται σαφές περί τίνος πρόκειται. Με την επαναφορά του χρεοκοπημένου συνθήματος των χρεοκοπημένων φόρουμ στο στόχο να αρθούν οι άνθρωποι πάνω απ' τα κέρδη. Δεν αποσαφηνίζεται βεβαίως σε ποιο ακριβώς στάδιο της παραγωγής κερδών, μέσω της αφαίμαξης της εργατικής τάξης, θα συμβεί αυτό. Δεδομένο ένα, λοιπόν, τα κέρδη.
Με αυτό το δεδομένο ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι μπορεί να εφαρμόσει «ένα άμεσο πολιτικό σχέδιο μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, που να βγάζουν τη χώρα και τον λαό από το τέλμα του δικομματισμού και τις εργαζόμενες τάξεις απ' τα αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισμού, ένα πολιτικό σχέδιο που να συνιστά μια συνεκτική πολιτική αλλαγών, μεταρρυθμίσεων και μετασχηματισμών». Να εφαρμόσει δηλαδή μια άλλη πολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού, όχι νεοφιλελεύθερη, αλλά τέτοια που χωρίς να θίγει το κεφάλαιο θα ωφελεί το λαό! Αλλά η μορφή διαχείρισης στην εκάστοτε φάση εξέλιξης του καπιταλισμού δε βρίσκεται στη βολονταριστική διάθεση των πολιτικών του εκπροσώπων, αλλά επιβάλλεται απ' τα συμφέροντα και τις ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Με ακλόνητη την εξουσία της άρχουσας τάξης, τα περιθώρια άσκησης μιας διαφορετικής πολιτικής, έστω μιας πολιτικής λήψης στοιχειωδών μέτρων ανακούφισης του λαού, είναι ανύπαρκτα.
Απ' τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι οι στόχοι πάλης που θέτει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είναι υπό αίρεση ή, για να κυριολεκτούμε, είναι στον αέρα. Πολύ δε περισσότερο όταν όπως προκύπτει απ' το κείμενο που δημοσιοποίησε παραμένει ακλόνητα, δογματικά προσηλωμένος στην καπιταλιστική ΕΕ. Ζητά «αγώνα για την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων επιλογών», όχι της ΕΕ, της Συνθήκης του Μάαστριχτ, της εξουσίας των μονοπωλίων, αλλά των νεοφιλελεύθερων επιλογών τους. Και το μόνο που κατορθώνει να ψελλίσει είναι: «Ο ΣΥΡΙΖΑ αμφισβητεί συνολικά το πλαίσιο των Συνθηκών πάνω στις οποίες διαμορφώθηκε και λειτουργεί η ΕΕ ως νεοφιλελεύθερη, μονεταριστική και ατλαντική ένωση χωρών». Και παρακάτω: «Παλεύει για κατάργηση των Συνθηκών της ΕΕ και ιδιαίτερα των διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ (σ.σ. την οποία υπερψήφισε) και της Λισαβόνας, που προωθούν τη συνταγματική θεσμοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού»!
Ενδεικτικές του καιροσκοπισμού που τους διακρίνει είναι και οι προτάσεις τους που αφορούν στην οικονομία. Ζητούν λοιπόν μια οικονομική πολιτική σε «αντινεοφιλελεύθερο πλαίσιο», καπιταλιστική μεν, αλλά αντινεοφιλελεύθερη... Κατά την άποψή τους, μια τέτοια πολιτική σημαίνει να επανέλθουν υπό δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνικό έλεγχο όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί, οι υποδομές, κλπ. Εννοούν προφανώς ένα σχήμα μετοχικό όπου το δημόσιο θα έχει το 51% των μετοχών, γιατί, π.χ., στην πρότασή τους για το τραπεζικό σύστημα αναφέρονται σε «απόλυτο δημόσιο έλεγχο» της Εθνικής, της ΑΤΕ και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Πέραν του ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, μήπως αν περάσει το πλειοψηφικό πακέτο στα χέρια του δημοσίου αυτές οι επιχειρήσεις θα τεθούν αυτομάτως στην υπηρεσία του λαού και των αναγκών του; Απ' αυτό το στάδιο περάσαμε και κάτι τέτοιο δε συνέβη. Και για να ξεσκονίσουμε τη μνήμη, όταν άρχισαν να πουλιούνται πακέτα μετοχών και το ΚΚΕ προειδοποιούσε ότι αργά ή γρήγορα αυτές οι επιχειρήσεις θα περάσουν εξ ολοκλήρου στα χέρια του κεφαλαίου, ο ΣΥΝ το κατήγγειλε ότι καταστροφολογεί.
Οταν ρωτήθηκαν στη συνέντευξη Τύπου για το αν αναφέρονται σε «κρατικό μονοπώλιο» ή σε συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η απάντηση που έδωσαν ήταν αποκαλυπτική: «Αυτή τη στιγμή δε μιλάμε για περιορισμό της απελευθέρωσης των αγορών, μπορεί αργότερα να το πούμε κι αυτό»! Αλλωστε ομολογούν και οι ίδιοι ότι οι «παραπάνω στόχοι έρχονται σε σύγκρουση με τις ρυθμίσεις και την πολιτική της ΕΕ». Συνεπώς η αμεσότητα των στόχων πάλης πάει περίπατο ως τη στιγμή που όπως ισχυρίζονται «θα διαμορφωθεί μια εναλλακτική πολιτική στο εσωτερικό της ΕΕ». Ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι. Τέτοια πολιτική στο εσωτερικό της ΕΕ δεν πρόκειται να διαμορφωθεί.
Είναι φανερό ότι οι προτάσεις που καταθέτει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, οι περισσότερες των οποίων κάλλιστα μπορούν να συνυπογράφονται και απ' το ΠΑΣΟΚ αφού είναι ίδιες με τις δικές του σε αντίστοιχους τομείς, όπως, π.χ., ο δημόσιος έλεγχος των πρώην ΔΕΚΟ, κρατική τράπεζα, κλπ., σκοπό έχουν να εγκλωβίσουν τους εργαζόμενους, το λαό σε μια χίμαιρα, να κατασιγάσουν τη δυσαρέσκεια, τις αγωνιστικές διαθέσεις. Και δε λένε τι θα κάνουν με τους ιδιωτικούς μονοπωλιακούς ομίλους στους αντίστοιχους τομείς της οικονομίας. Θα τους καταργήσουν; Δηλαδή, θα πάνε κόντρα στην ΕΕ την οποία λιβανίζουν; Για ποιο λόγο να αγωνιστεί κανείς αν όπως ισχυρίζεται ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ όλα είναι δυνατόν να γίνουν χωρίς να «ανοίξει ρουθούνι», απλά και μόνο με μια άλλη κυβέρνηση με πυρήνα τις δυνάμεις της «ριζοσπαστικής αριστεράς»... Στο πρόταγμα «αγώνας, ρήξη, ανατροπή» ενάντια στην πλουτοκρατία και τους πολιτικούς της εκπροσώπους, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιτάσσει εκτόνωση στην κάλπη για να μείνουν όλα ίδια.
Και η υποκρισία απογειώνεται όταν εναποθέτουν την εφαρμογή αυτού του πλαισίου στόχων στην αναζωογόνηση και στην αλλαγή ρότας του συνδικαλιστικού κινήματος. Εχοντας προηγουμένως σκορπίσει άφθονες αυταπάτες που αποπροσανατολίζουν το κίνημα απ' την αναγκαία κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η πάλη του. Εχοντας προηγουμένως συμβάλει έμπρακτα στη διαμόρφωση της υπάρχουσας κατάστασης στο συνδικαλιστικό κίνημα, συμπορευόμενοι με τις ξεπουλημένες στο κεφάλαιο πλειοψηφίες των συνδικαλιστικών ηγεσιών.
Απάντηση σήμερα απ' τη σκοπιά των εργατικών λαϊκών συμφερόντων μπορεί να δοθεί μόνο μέσα απ' την ανασύνταξη του κινήματος, την οργάνωση και ανάπτυξη της πάλης του σε κατεύθυνση ρήξης και ανατροπής της εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου, με πολιτική καταδίκη των πολιτικών του εκπροσώπων και των επίδοξων διαχειριστών του συστήματος. Ολα τα άλλα είναι εκ του πονηρού.