Πέμπτη 13 Νοέμβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Οι «Θέσεις»

Τον χάσαμε. Μέρες έχει να φανεί στο καφενείο. Μπα, αν έτρεχε κάτι κακό, θα το μαθαίναμε. Στο χωριό, μικρή κοινωνία βλέπεις, όλα μαθαίνονται.

Διαβάζει τις «Θέσεις», εξήγησε ο ακριανός του τραπεζιού. Το είπε η γυναίκα του στη δική μου. Προχτές το βράδυ κάρφωσε, ξαφνικά, τα τσαχούρικα μάτια της πάνω μου και με ρώτησε: Τι είναι «Θέσεις»; Δεν κατάλαβα. Εσύ γιατί δε διαβάζεις «Θέσεις», να πεις τη γνώμη σου; Τα 'χασα, αφού συνέχισα να μην καταλαβαίνω. Μ' έστρωσε κάτω και άρχισε. Το Κόμμα τους θα κάνει συνέδριο. Τύπωσε «Θέσεις». Τις μοίρασε στα μέλη του, ζητώντας να στρωθούν στη μελέτη. Γιατί, λέει, θα κληθούν να συζητήσουν και να ψηφίσουν. Πρέπει να ξέρουν τι ψηφίζουν. Μου τα 'πε η γυναίκα του.

Σιωπούσα κι ας με κοιτούσε η γυναίκα μου, περιμένοντας το λόγο μου. Ρώτησε, τι είναι «Θέσεις», μελέτη, συζήτηση, ψηφοφορία; Τι Κόμμα έχουν; Σας το λέω. Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Και είναι κακό να μην μπορείς ν' απαντήσεις στη γυναίκα σου. Ευτυχώς, δεν είπα, κοίτα την κουζίνα σου. Θα ξέπεφτα για τα καλά στα μάτια της. Μιλούσε σοβαρά.

Πραγματικό φθινοπωρινό βράδυ είχαμε. Η ομίχλη πυκνή, ως κάτω στα πόδια μας. Περπατούσαμε και κανείς δε μας έβλεπε. Ούτε παράνομοι να ήμασταν. Τρεις νοματαίοι, τραβήξαμε για το σπίτι του. Μας άνοιξε η γυναίκα του. Είχε απλωμένα στο τραπέζι χαρτιά. Κρατούσε μολύβι και σημείωνε. Τον διακόψαμε. Μας κοίταξε. Χαμογέλασε και σηκώθηκε. Μας χαιρέτησε. Καθίστε. Κάτσαμε.

Αρχίσαμε από τον καιρό. Την ομίχλη, που γονιμοποιεί τη γη. Συνεχίσαμε με τα καθημερινά, πότε θα πληρωθούμε τα ροδάκινα, αν θα ανέβει η τιμή του καλαμποκιού. Το στάρι μάς το πήραν τζάμπα. Ζεσταθήκαμε, πίνοντας το κρασί του, μπρούσκο δυνατό, και τσιμπολογώντας. Είχε προλάβει και έστρωσε το τραπέζι η γυναίκα του. Συζητούσαμε σοβαρά.

Μπα, δε βγάζεις τίποτε από την τηλεόραση. Σε βομβαρδίζουν και τα χάνεις. Λες, αυτός έχει δίκιο, μέχρι ν' ακούσεις τον άλλο. Ξαναλές, αυτός έχει δίκιο και στο τέλος δε σου μένει τίποτε, πέρα από τη σύγχυση. Λέγαμε αυτά και κουνούσε το κεφάλι. Αλήθεια, τι λέτε εσείς για την κρίση; ρώτησε ένας από εμάς. Ο,τι κιεσύ, απάντησε. Μα, εγώ δε λέω τίποτε, ψέλλισε. Δε λες, γιατί δε σε ρώτησαν. Πράγματι, τι λέτε εσείς για την κρίση; μας ρώτησε σοβαρά. Κοιταχτήκαμε.

Θα πω εγώ, μίλησε ο διπλανός μου. Είναι και κακό και καλό. Κακό, διότι δίνει το έχει του το κράτος, στερώντας από κονδύλια άλλες λειτουργίες, που ενδιαφέρουν άμεσα τον απλό κόσμο, με μια λέξη, το λαό. Κακό, γιατί απολύουν και θα πέσουν πάνω μας να πάρουν κι άλλα στο όνομα της κρίσης. Καλό για κείνους που η κρίση θα τους μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Σ' εκείνους δεν είμαι εγώ. Πώς γίνεται, πήρε το λόγο ο άλλος από εμάς, και από τη μια στιγμή στην άλλη χρεοκόπησαν τράπεζες και μάλιστα στην Αμερική; Φούσκες, έσπασαν οι φούσκες, είπα κι εγώ το λόγο μου.

Δεν έχετε άδικο. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Ακούστε, όμως, τι λέει και το Κόμμα. Σας διαβάζω κάτι από τις «Θέσεις». Θα καταλάβετε. Διάβαζε κι εμείς ακούγαμε. Και τι δεν είπαμε. Από ώρα είχε λαλήσει ο πετεινός κι εμείς εκεί. Κόντεψε να ξημερωθούμε. Ξεπροβοδίζοντάς μας, τον ακούσαμε να λέει: Στη συνέλευσή μας θα 'χω να πω πώς σκέφτονται οι απλοί άνθρωποι. Πιο ωραίο θα 'ταν να τα λέγατε εσείς. Συμμετέχουμε, όμως, μόνο μέλη. Στο καλό.

Η ομίχλη είχε σηκωθεί. Ο αυγερινός δυο μπόγια πάνω από τον ορίζοντα της ανατολής. Μια νέα μέρα σε λίγο θ' αρχίσει. Πρέπει να τη ζήσουμε και μάλιστα ουσιαστικά. Μάθαμε τι είναι οι «Θέσεις».


Ιορδ. Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ