Στις Θέσεις της ΚΕ για το 18ο Συνέδριο γίνεται αναφορά για κρίση στην οικονομία των ΗΠΑ. Τι είναι οικονομική κρίση;
Διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή σημαίνει ότι οι καπιταλιστές την υπεραξία, άρα και τα κέρδη που καρπώνονται, δεν την καταναλώνουν ολόκληρη, ως εισόδημα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος το ξαναρίχνουν στην παραγωγή, κάνουν δηλαδή επενδύσεις, διευρύνοντας τις διαστάσεις του κεφαλαίου τους, προκειμένου να αυξάνουν την υπεραξία, άρα και τα κέρδη που αντλούν. Αυτή η συνεχής διαδικασία, που αυξάνει το κεφάλαιο, διακόπτεται περιοδικά.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης περιορίζεται η εμπορική πίστωση, δημιουργούνται αναταραχές στο χρηματοπιστωτικό τομέα και αδυναμία του να ανταποκριθεί στην κυκλοφορία χρηματικού κεφαλαίου, όπως στην τωρινή κρίση, π.χ. μειώνεται η προσφορά χρηματικού κεφαλαίου για δανεισμό. Περιορίζεται η πώληση εμπορευμάτων και αυξάνονται τα αποθέματά τους, τα απούλητα εμπορεύματα, ενώ πέφτουν οι τιμές. Παρουσιάζεται αδυναμία πληρωμής δανείων σε τράπεζες από επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί. Ο όγκος της παραγωγής μειώνεται και διάφορες επιχειρήσεις χρεοκοπούν και κλείνουν, η ανεργία αυξάνεται. Εχουμε, δηλαδή, καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, με πρώτη απ' όλες την εργατική δύναμη.
Στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τα εμπορεύματα παράγονται με τη συλλογική εργασία πολλών μαζί εργατών. Η παραγωγή, επομένως, γίνεται κοινωνική. Ακριβώς η μεγάλη καπιταλιστική παραγωγή προϋποθέτει τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας σε ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη. Γεγονός που σημαίνει την ολοένα και πιο στενή και αμοιβαία σχέση ανάμεσα σε ξεχωριστές επιχειρήσεις και κλάδους. Οπως για παράδειγμα ανάμεσα σε ενεργειακές επιχειρήσεις και άλλες βιομηχανίες, οι οποίες επίσης συνδέονται με επιχειρήσεις παραγωγής πρώτων υλών. Αλλά ακόμη και ένα τελικό προϊόν (π.χ. αυτοκίνητο), είναι αποτέλεσμα διαφορετικών επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου, αφού ο κινητήρας του παράγεται σε άλλη επιχείρηση, αλλά εξαρτήματα (π.χ. το πλαίσιό του, οι τροχοί, τα λάστιχα, κλπ.) σε άλλες επιχειρήσεις και η συναρμολόγησή του να γίνεται σε άλλη επιχείρηση.