Μερικές πτυχές του τρόπου με τον οποίο το αστικό κράτος αποδομεί τη δημόσια διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς για να την παραδώσει στον «ευέλικτο» ιδιωτικό τομέα...
Από τις σωστικές ανασκαφές για την Αττική Οδό |
Οσο κι αν οι συνδικαλιστικές πλειοψηφίες προσπάθησαν όλο το παραπάνω διάστημα να αναδεικνύουν ως «λύσεις» τα αδιέξοδα (π.χ. διεκδίκηση μονιμότητας μέσω δικαστηρίων, ακόμη και μέσω της ΕΕ!) όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι στο ΥΠΠΟ συνειδητοποιούν ότι η αστική δικαιοσύνη είναι ταξική (άρα λειτουργεί εις βάρος τους) και ότι ακριβώς τα μονοπώλια της «πολιτιστικής βιομηχανίας» και εν γένει το κεφάλαιο της ΕΕ είναι αυτό που διεκδικεί μεγαλύτερη κερδοφορία μέσω του πολιτισμού. Εις βάρος του τελευταίου, των εργαζομένων του και των λαών.
Γίνεται σήμερα ακόμη πιο φανερό ότι δεκαετίες απαξίωσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, του επιστημονικού της έργου, του «φυτέματος» διαφόρων Νομικών Προσώπων που αμφισβήτησαν τις αρμοδιότητές της και τις «σαλαμοποίησαν», εντάσσονταν στο παραπάνω σχέδιο που με αξιοθαύμαστη συνέπεια και συνέχεια υπηρετεί ο δικομματισμός. Το νομοσχέδιο του ΥΠΠΟ με το οποίο το Νέο Μουσείο Ακρόπολης καθίσταται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, αποκόπτοντάς το από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο όνομα της «ευελιξίας» και της οικονομικής και διοικητικής «αυτοτέλειας», είναι στην πραγματικότητα ο «πολιορκητικός κριός» για την ιδιωτικοοικονομική διαχείριση του συνόλου των κρατικών μουσείων. Αλλωστε, το ΝΠΔΔ, η «γκρίζα ζώνη» μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, επιλέχθηκε, όπως προκύπτει από όσα είπε ο υπουργός Πολιτισμού, ουσιαστικά για να αποφευχθούν αντιδράσεις από μία «καθαρή» ιδιωτικοποίηση όπως το ΝΠΙΔ. Αυτό ακριβώς όμως επιλέγει για ένα πιο «ταπεινό» και λιγότερο «βιτρίνα» μουσείο, το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων - Συλλογή Φοίβου Ανωγειανάκη - Κέντρο Εθνομουσικολογίας (ΜΕΛΜΟΚΕ), που ήδη λειτουργεί ως ΝΠΔΔ και τώρα προωθείται νομοσχέδιο - όπως καταγγέλθηκε στη συνέντευξη Τύπου του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων - για τη μετατροπή του σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου.
Θέατρο Διονύσου: Την Ανοιξη του 2007 οι 16 εργαζόμενοι στην αναστήλωσή του ήταν απλήρωτοι. Και να σκεφτεί κανείς ότι φορέας του έργου είναι το Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικού Εργου (ΤΔΠΕΑΕ), που συστάθηκε επί ΠΑΣΟΚ για να είναι πιο...«ευέλικτο» στη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων και στις αναθέσεις σε σχέση με την Αρχαιολογική Υπηρεσία... |
Την ίδια στιγμή διατηρείται ως έχει η διάταξη στον Κώδικα δήμων και κοινοτήτων που εμπλέκει τις δημοτικές επιχειρήσεις ακόμη και στον πυρήνα του αρχαιολογικού έργου, ανοίγοντας βέβαια το δρόμο και στην εμπλοκή και ιδιωτών όπως οι «μη κυβερνητικές οργανώσεις». Εξακολουθεί επίσης να παραμένει «θολή» η διάταξη του ν.3513/2006 που επιτρέπει στην εκκλησία να υλοποιεί «πολιτιστικό έργο», με τους αρχαιολόγους να ζητούν από το ΥΠΠΟ να ξεκαθαρίσει ότι δε θα αφορά σε έργα προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ενα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς επιδιώκεται η διάλυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, είναι ότι μέχρι και τον περασμένο Απρίλη, οπότε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων έστειλε «εφ' όλης της ύλης» υπόμνημα στον υπουργό Πολιτισμού, δεν είχε «ενεργοποιηθεί» η χρηματοδότηση των Εφορειών Αρχαιοτήτων, των Διευθύνσεων και των Μουσείων, με ό,τι ευνόητο αυτό σημαίνει για τη λειτουργία τους. Ο ΣΕΑ αναφέρει παραδειγματικά την «αδυναμία πρόσληψης εργατοτεχνικού προσωπικού για τις σωστικές ανασκαφές», γεγονός που οξύνει ακόμη περισσότερο το διαχρονικό πρόβλημα της έγκαιρης αποδέσμευσης ιδιοκτησιών (σ.σ. στις πλείστες των περιπτώσεων όχι μεγάλων, αφού οι μεγάλες προσεγγίζονται με μεγαλύτερη «ευελιξία») με αποτέλεσμα οι αρχαιολόγοι της «πρώτης γραμμής» (σ.σ. Εφορείες Αρχαιοτήτων) να αντιμετωπίζουν μεγάλες πιέσεις. «Η διάθεση για όλες τις Υπηρεσίες πανελλαδικά, 900.000 ευρώ για τα λειτουργικά έξοδα και 500.000 ευρώ για τις μετακινήσεις που υπεγράφησαν, είναι σταγόνα στον ωκεανό για τις τρέχουσες κατεπείγουσες ανάγκες των υπηρεσιακών μονάδων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας» σημειώνεται στο υπόμνημα και συμπληρώνεται: «Ειδικά τα οφειλόμενα από το 2007 οδοιπορικά των υπαλλήλων θα πρέπει να καταβληθούν άμεσα».
Να σημειωθεί εδώ ότι, όπως υπογραμμίστηκε στη συνέντευξη του ΣΕΑ, η υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των μάχιμων μονάδων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, δεν έχει μόνο σαν αποτέλεσμα να υπάρχει μόνο ένας ή και κανένας αρχαιολόγος για ολόκληρες περιοχές της χώρας, αλλά και να πληρώνουν οι ίδιοι από τους πενιχρότατους μισθούς τους τα έξοδα μετακίνησης για μια αυτοψία. Στο υπόμνημα σημειώνεται συγκεκριμένα: «Το μείζον πρόβλημα των υπηρεσιακών μετακινήσεων καθίσταται ακόμη μεγαλύτερο δεδομένου ότι πολλές υπηρεσιακές μονάδες δε διαθέτουν υπηρεσιακό αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα οι υπάλληλοι να μετακινούνται με τα προσωπικά τους ΙΧ πληρώνοντας το τεράστιο κόστος της μεταφοράς ή να μπαίνουν σε αυτοκίνητα τρίτων (ιδιωτών ενδιαφερομένων, εργολάβων δημοσίων έργων κλπ) για να πραγματοποιήσουν αυτοψίες με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να κινδυνεύει και η σωματική τους ακεραιότητα». Κατά τ' άλλα, το ετήσιο επιχειρησιακό πρόγραμμα των μονάδων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι εγκεκριμένο μεν... δεν υλοποιείται δε.
Επειδή ο «διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες» ας αναφέρουμε ακόμη μία πτυχή του τρόπου που αποδομείται η Αρχαιολογική Υπηρεσία, όπως το θέτει ο ΣΕΑ στο υπόμνημά του. Με Υπουργική Απόφαση του περασμένου Φλεβάρη, «μεταφέρονται μηχανικοί και οι οργανικές τους θέσεις, από τις Εφορείες αρχαιοτήτων και τα μουσεία, στις Υπηρεσίες Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Εργων. Δηλαδή, οι περιφερειακές μονάδες της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης στελεχώνονται με τεχνικό προσωπικό από τις περιφερειακές μονάδες της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων. Γίνεται δηλαδή ανακατανομή του προσωπικού όχι μεταξύ των μονάδων της Γ. Δ. Αναστήλωσης, αλλά εις βάρος των μονάδων της Γ. Δ. Αρχαιοτήτων και του έργου που επιτελούν». αυτό σημαίνει στην πράξη «στελεχική αφαίμαξη των Εφορειών» οι οποίες έτσι μένουν χωρίς πολύτιμο προσωπικό. «Η ενέργεια αυτή είναι απολύτως απαράδεκτη γιατί αποδυναμώνει τις Εφορείες Αρχαιοτήτων, αφού αφήνει πολλές Εφορείες χωρίς τεχνικό προσωπικό αλλά και με ελλιπές οργανόγραμμα (χωρίς δηλαδή Τμήμα Τεχνικών Εργων). Κατά συνέπεια υπονομεύει - εσκεμμένα; - πλήρως το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και τον επιτυχημένο θεσμό της αυτεπιστασίας για την εκτέλεση των αρχαιολογικών έργων» δηλώνεται στο υπόμνημα.
Τι σημαίνει όμως Εφορεία Αρχαιοτήτων χωρίς τεχνικό προσωπικό και σχετικό Τμήμα; Σημαίνει μη ομαλή ολοκλήρωση όσων έργων έχουν ξεκινήσει και το χειρότερο: «(...) υπονομεύεται η απρόσκοπτη δυνατότητα ανάληψης και εκτέλεσης έργων στο ΕΣΠΑ (σ.σ. Δ΄ ΚΠΣ) δεδομένου ότι οι Εφορείες και τα μουσεία δε θα διαθέτουν πλήρες οργανόγραμμα και τεχνικό τμήμα». Και η έλλειψη αυτών των δύο «ίσως δημιουργήσει προβλήματα στην πιστοποίηση της επάρκειας Εφορειών και Μουσείων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ». Και ποιος θα είναι ο «επαρκής» όταν δεν είναι το δημόσιο; «Ως αποτέλεσμα αυτού, οι πιστώσεις δε θα διοχετεύονται στη μνημειακή κληρονομιά μέσω της Αρχαιολογικής υπηρεσίας με αυτεπιστασία, αλλά σε αναθέσεις και εργολαβίες!».
Οντως, πολύ «ευέλικτη» διαχείριση...