1. Το «σπάσιμο» της εφημερίας σε «ενεργό» και «ανενεργό» περίοδο, με τη δεύτερη να μη θεωρείται εργάσιμος χρόνος και άρα να μην πληρώνεται.
Ενα παράδειγμα: Σε μια μεγάλη επιχείρηση του εμπορίου, ο εργοδότης απαιτεί από τους εργαζόμενους μια ή περισσότερες μέρες της βδομάδας να παραμένουν σε επιφυλακή γιατί ενδέχεται να χρειαστεί τις υπηρεσίες τους. Οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να παραμείνουν στην επιχείρηση ή σε αναμονή στο σπίτι τους. Αν κληθούν να δουλέψουν, θα πληρωθούν (ενδεχομένως και μόνο για τις ώρες που θα δουλέψουν και όχι με «καθαρό» μεροκάματο). Αν ο εργοδότης δεν τους χρειαστεί, «ούτε γάτα - ούτε ζημιά». Στο μεταξύ, για τον εργαζόμενο, η μέρα θα έχει κυλήσει σαν εργάσιμη, αφού στην ουσία βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του. Η ίδια ρύθμιση ανοίγει το δρόμο, ώστε ακόμα και στη διάρκεια του ημερήσιου χρόνου εργασίας (π.χ. ενός συνεχόμενου οχτάωρου), ο εργοδότης να πληρώνει μόνο το χρόνο εκείνο κατά τον οποίο ο εργαζόμενος πρόσφερε άμεσα τις υπηρεσίες του και όχι, για παράδειγμα, το χρόνο που βρισκόταν σε διάλειμμα, ή σε αναμονή για να εξυπηρετήσει κάποιον πελάτη.
2. Τη γενίκευση της ρήτρας «opt - out».
Πρόκειται για τη λεγόμενη «ρήτρα αυτοεξαίρεσης» από το 48ωρο, που τυπικά και μόνο ορίζεται σαν το ανώτατο όριο της μέσης εβδομαδιαίας εργασίας. Η ρήτρα είχε θεσπιστεί το 2003(1) και την είχε υιοθετηθεί η Μεγάλη Βρετανία, τονώνοντας δραστικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων με τις χιλιάδες απλήρωτες υπερωρίες. Στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, τα κράτη - μέλη της ΕΕ συζητούσαν τον περιορισμό της ρήτρας, για να καταλήξουν την Τρίτη στην απόφαση για καθολική ισχύ της αντιδραστικής ρύθμισης.
Κάνοντας ένα κράτος - μέλος χρήση της ρήτρας, δίνει τη δυνατότητα στον εργοδότη εκβιαστικά να επιβάλλει στον εργαζόμενο δουλειά από 65 ώρες τη βδομάδα και πάνω. Κι αυτό, γιατί, εφόσον δεν υπάρχει ο υποτυπώδης περιοριστικός όρος του 48ωρου (ο οποίος δεν αφορά σταθερό εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, αλλά μέσο όρο, αφού και αυτός προκύπτει από διευθέτηση), η μόνη νομική δέσμευση που παραμένει για τον εργοδότη είναι να οργανώνει το χρόνο εργασίας, έτσι ώστε ανάμεσα σε δυο εργάσιμες περιόδους να μεσολαβούν 11 ώρες ανάπαυσης.(2)
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο εργοδότης μπορεί να απασχολεί τον εργαζόμενο καθημερινά όλες τις υπόλοιπες 13 ώρες. Αυτό σημαίνει ότι ο συνολικός εργάσιμος χρόνος σε 5ήμερη εργασία μπορεί να φτάσει τις 65 ώρες (5Χ13), σε 6ήμερη εργασία τις 78 (6Χ13) και σε 7ήμερη τις 91 ώρες (7Χ13)!
1. Οδηγία 2003/88/ΕΚ, Κεφάλαιο 5, «Παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις».
2. Οδηγίες 93/104/ΕΚ, άρθρο 3 και 2003/88/ΕΚ, άρθρο 3: «Τα κράτη - μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει ανά 24ωρο περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας 11 συναπτών ωρών».