Κυριακή 15 Ιούνη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
Πώς σώθηκαν τα τελευταία γραπτά του Τ. Φίτσου

Το πώς διασώθηκαν και έφτασαν στα χέρια των συγγενών του τα τελευταία κείμενα του Τάκη Φίτσου, εξηγεί ο ανιψιός του Χαράλαμπος Ι. Φίτσιος, με άρθρο του στο περιοδικό «Υπάτη» (αρ. 51, Δεκ. 2007)

Συγκέντρωση του ΕΑΜ μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη
Συγκέντρωση του ΕΑΜ μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη
Οδηγούμενος στο εκτελεστικό απόσπασμα με τους συναγωνιστές του, βγάζει την καπαρντίνα του και τη δίνει στον νεκροθάφτη, «πάρτην εσύ σύντροφε, εμένα δε μου χρειάζεται εκεί που πάω».

Σε λίγο η φωνή του αποσπασματάρχη: «Επί σκοπόν»... Οι μελλοθάνατοι: «Ζήτω η ΕΛΛΑΔΑ, Ζήτω το ΚΚΕ»... Η ομοβροντία και ...άκρα του τάφου σιωπή, καθώς και η πικρή ειρωνεία του ποιητή «κανείς δεν άκουσε τα βόλια».

Τα βόλια δεν ακούστηκαν παρά μόνο το 2004, μετά από 55 χρόνια, όταν σε μια τελετή απόδοσης τιμής της ΕΣΗΕΑ, με ομιλίες, ποιήματα, κλπ., απονεμήθηκε η δημοσιογραφική ταυτότητα στον Τάκη Φίτσο, μετά θάνατο.

Μετά την εκτέλεση του Τάκη Φίτσου, τα χρόνια πέρασαν, η πληγωμένη από τα πάθη του Εμφυλίου Ελλάδα μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα του Μακαρθισμού προσπαθεί να γειάνει τις πληγές της, οι εκτελέσεις κάποτε σταμάτησαν, σιγά - σιγά τα ξερονήσια αδειάζουν από τους εξόριστους αριστερούς και με την εκλογή της ΕΝΩΣΗΣ ΚΕΝΤΡΟΥ στην εξουσία, το 1963, απολύονται και οι τελευταίοι κρατούμενοι. Σ' εκείνο το πολιτικό σκηνικό δημιουργούνται προσδοκίες εκδημοκρατισμού, ο λαός απαιτεί τα ανάκτορα να περιορισθούν στον συνταγματικό τους ρόλο... Ομως, ο ελληνικός λαός βιάζεται πολύ, ο ρυθμός πρέπει να ανακοπεί... Ας κάνουμε μια δικτατορία.

Ετσι, η Ελλάδα, το 1967, μπαίνει στο ψυγείο των χουνταίων.

Ηταν, λοιπόν, καλοκαίρι του 1970, όταν, νεαρός φοιτητής, εργαζόμουνα σε ένα εργοστάσιο κατασκευής οικιακών επί της Λ. Βουλιαγμένης που απασχολούσε περίπου 250 άτομα. Για να ελέγχει την κατάσταση, το δικτατορικό καθεστώς υποχρέωνε τις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν για θυρωρούς άτομα που υπόδειχναν τα τμήματα ασφάλειας των κατά τόπους αστυνομικών τμημάτων. Στο συγκεκριμένο, λοιπόν, εργοστάσιο είχε ορισθεί κάποιος κύριος Δημήτρης, συνταξιούχος χωροφύλακας. Κάποια μέρα, την ώρα που σχόλαζα, με φώναξε για να μου πει κάτι. Εγώ στην αρχή κοψοχολιάστηκα, ωστόσο το ύφος του ήταν συγκαταβατικό και λίγο συνωμοτικό, πλησίασα όλο αδημονία.

- Λέγεσαι Φίτσιος ή Φίτσος;, με ρώτησε.

Του απάντησα ότι Φίτσος ήταν το όνομα, αλλά ο γραμματικός του Δήμου μάς κόλλησε το γιώτα «χάριν ευφωνίας».

- Είσαι από την Υπάτη Λαμίας;

- Ναι.

- Είχες κανένα συγγενή που εκτελέστηκε στη Χαλκίδα;

Ανατρίχιασα, του λέω ναι.

- Κάποια αδελφή του, φαρμακοποιός, ζει;

Του απάντησα ότι ζει και διατηρεί φαρμακείο στο Βύρωνα.

Συγκινημένος, μου λέει ότι ήθελε κάτι να μου δώσει «όχι τίποτα σπουδαίο, κάτι χαρτιά και ένα κομπολόι», τα οποία του είχε δώσει κρυφά ο Τάκης, με το θάρρος του συμπατριώτη (ο κύριος Δημήτρης ήταν από τη Φωκίδα), με την παράκληση να τα παραδώσει, όποτε μπορέσει, τον καιρό που θα κρίνει εκείνος κατάλληλο, όταν ηρεμήσουν τα πράγματα, γιατί κάποτε θα ηρεμήσουν τα πνεύματα, θα συμφιλιωθεί ο κόσμος, έτσι είπε.

Ο άνθρωπος περίμενε 21 χρόνια, τα πνεύματα δεν είχαν ηρεμήσει ακόμα και πήρε το ρίσκο να τα παραδώσει σε μένα, εν μέσω δικτατορίας, υπολογίζοντας φαίνεται ότι ο παραλήπτης (η θεία Ιφιγένεια) δεν είχε πολλά βιολογικά περιθώρια, αν το άφηνε για αργότερα.

Θυμάμαι τα κλάματα της μακαρίτισσας θείας Ιφιγένειας, όταν της έδωσα το χειρόγραφο και το κομπολόι με τις πέντε - έξι χάνδρες. «Εβαλα, Χαραλαμπάκη, δικηγόρο να τον υπερασπισθεί, αλλά αρνήθηκε, ανέλαβε μόνος του την υπεράσπισή του, η οποία έμεινε ιστορική και υμνήθηκε από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο "Η απολογία του Φίτσου", έτσι έφυγε άδικα».


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ