Λαχτάρησαν οι «ευρωλάγνοι» της Πολωνίας όταν, για πρώτη φορά, δημοσκόπηση έδειξε ότι οι υποστηρικτές της ένταξης της χώρας στην ΕΕ δεν είναι πλέον πλειοψηφία. Ενώ, ταυτόχρονα, αυξάνεται η πεποίθηση ότι για την αυξανόμενη φτώχεια στη χώρα φταίνε τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση ακολουθώντας τις επιταγές της ΕΕ
Το Ινστιτούτο Δημοσκοπήσεων της Βαρσοβίας, που ας σημειωθεί έχει σαφή δυτικό προσανατολισμό και λειτουργεί χάρη και των χρηματοδοτήσεων από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι σε περίπτωση δημοψηφίσματος μόνο το 46% των Πολωνών θα ψήφιζε υπέρ της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Τόσο ο πρωθυπουργός Γιέζι Βούζεκ, όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Μπρόνισλαβ Γκερέμεκ, δε θέλησαν να σχολιάσουν το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης.
Μερίδα του πολωνικού Τύπου, όπως η «Γκαζέτα Βίμπορτσα», φίλα προσκείμενη στην κυβέρνηση, αναφέρει ότι «ο φόβος απέναντι στην Ευρώπη» είναι εντελώς αβάσιμος, Συνιστά, μάλιστα, επειγόντως μία «αντεπίθεση» στην «παραπληροφόρηση» των ανόητων αντιευρωπαϊστών, λαϊκιστών «δημαγωγών». Ο μόνιμος σχολιαστής της παραπάνω εφημερίδας, Λέοπολντ Ούνγκερ, προσπάθησε μέσα από τα άρθρα του να καθησυχάσει την ευρω-πελατεία του στις Βρυξέλλες, με το επιχείρημα ότι και οι Γάλλοι και οι Δανοί στην αρχή δεν επιθυμούσαν να μπουν στη μεγάλη κοινότητα. Χρειάζεται υπομονή και φυσικά κάποιες ικανότητες για να πείσουν τους ανίδεους και καλοπροαίρετους ανθρώπους για τον «ευεργετικό» χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Πολλή συζήτηση γίνεται, τελευταία, στη χώρα για το τι φταίει γι' αυτήν την εξέλιξη. Λέγεται, μεταξύ άλλων, πως οφείλεται στο γεγονός ότι η θέση του Προέδρου του Συμβουλίου για θέματα που αφορούν την ένταξη της χώρας στην ΕΕ παραμένει κενή εδώ και μήνες, με αποτέλεσμα τα θέματα αυτά να τα συντονίζει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Μπούζεκ, ο οποίος ωστόσο, δεν τα «κατέχει αρκετά καλά», όπως γράφει η εφημερίδα «Πολίτικα».
Ομως, τα πραγματικά αίτια για την πτώση του «ευρωενθουσιασμού» στην Πολωνία (1995 - 82%, 1998 - 78%, ενώ τον Ιούνη του 1999 ήταν ακόμα 62%) θα πρέπει να αναζητηθούν στην πεποίθηση κάποιων εκατομμυρίων Πολωνών που κατάλαβαν ότι οι «μεταρρυθμίσεις», η «ανοικοδόμηση» (μεμονωμένων οικονομικών κλάδων), η «εξυγίανση» και ο «εκσυγχρονισμός» των δημόσιων υπηρεσιών και τομέων ( όπως ο τομέας της δημόσιας Υγείας και της Παιδείας) έχουν αποτέλεσμα τη συνεχή κατάργηση κοινωνικών και εργατικών ασφαλίσεων, που προκύπτουν ακριβώς από τις εντολές της ΕΕ. Οι διαδικασίες αναπροσαρμογής στους «κανονισμούς», που σοφίστηκαν οι ευρωκράτες των Βρυξελλών, προβαίνουν σε βάρος κυρίως των μισθωτών, των συνταξιούχων και των αγροτών.
Σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια των κέντρων κοινωνικής πρόνοιας - που, ωστόσο, λόγω έλλειψης πόρων δεν περιλαμβάνουν όλους τους πληγέντες - περίπου17 εκατομμύρια Πολωνοί ζουν στα όρια της φτώχειας. Ο Πολωνός Επίτροπος Διοίκησης καθηγητής Ανταμ Ζιελίνσκι έγραφε σε έκθεσή του, τον περασμένο Αύγουστο, ότι κάθε δεύτερος Πολωνός κάτω των 19 χρόνων ( και κάθε τρίτος κάτω των 14) πλήττεται άμεσα και σκληρά από τη φτώχεια. Αυτό, σύμφωνα με τον καθηγητή Ζιελίνσκι, οδηγεί, κατά συνέπεια, όχι μόνο σε κοινωνική αλλά και σε βιολογική υποβάθμιση και ο κίνδυνος η εξαθλίωση να φτάσει να γίνει «κληρονομική» είναι πλέον υπαρκτός.
Από την άλλη πλευρά, ο υπουργός Οικονομικών Λέζεκ Μπαλτσερόβιτς, που δέχεται συνεχώς κριτικές για την αντικοινωνική του πολιτική και τη δουλοπρέπειά του στη Δύση, δε φαίνεται να ταράζεται και πολύ. Στο κάτω κάτω έφερε, όπως ισχυρίζεται, την Πολωνία στην κορυφή του «μετακομμουνιστικού στρατοπέδου» όσον αφορά τη διαδικασία οικονομικού μετασχηματισμού. Ακόμα, ο Μπαλτσερόβιτς δε δείχνει να ταράζεται ούτε από τις αρνητικές για το άτομό του δημοσκοπήσεις, ενώ αγνοεί τις συνεχώς αυξανόμενες φωνές που τον καλούν να παραιτηθεί Αντίθετα, ικανοποιείται ιδιαίτερα από τα εγκώμια του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας για τα κατορθώματά του.
Το περιοδικό της Βαρσοβίας «Πολίτικα» δημοσίευσε, στα μέσα του Οκτώβρη, ένα άρθρο με τίτλο «Φτώχεια στην Πολωνία», όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι περίπου 2 εκατ., από τα 38 εκατ. κατοίκους της χώρας, φυτοζωούν σε «άκρως άθλιες συνθήκες», έχοντας πρόβλημα να αγοράσουν ακόμα και την πιο φτηνή τροφή και τον πιο αναγκαίο ρουχισμό. Η Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία (GUS) αναφέρει ότι η ομάδα εκείνων που αγωνιούν, καθημερινά, για ελάχιστη τροφή, ανέρχεται στα 5,5 εκατομμύρια. Ενώ «υποκειμενικά φτωχοί» (μία κατηγορία του Ινστιτούτου Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας) αισθάνονται 12,5 εκατομμύρια Πολωνοί.
Ο Βόιτσεκ Μαρκιέβιτς, δημιουργός του άρθρου «Φτώχεια στην Πολωνία» στο περιοδικό «Πολίτικα», είχε, όπως αναφέρει, ένα πρόβλημα να λύσει, καθώς στο άρθρο του συμπεριλαμβάνεται και ένας κατάλογος με τους «εκατό φτωχότερους ανθρώπους» της χώρας. Πώς θα μπορούσε να ταξινομήσει τη φτώχεια και την εξαθλίωση; Ποιον θα έπρεπε να τοποθετήσει στον κατάλογο «ψηλότερα» ή μάλλον χαμηλότερα; Εναν άστεγο που ψάχνει εναγωνίως υπόλοιπα φαγητού στα σκουπίδια, μία άνεργη ανύπαντρη μητέρα τριών παιδιών που βρέθηκε στο δρόμο γιατί δεν είχε να πληρώσει το ενοίκιο, έναν μεσήλικα που αποφυλακίστηκε και προσπαθεί να βρει στο σιδηροδρομικό σταθμό ένα μέρος για να κοιμηθεί, ενώ στήνεται καθημερινά στην ουρά για να πάρει λίγη ζεστή σούπα που μοιράζουν φιλανθρωπικές οργανώσεις, ή μία νοσοκόμα με έναν μισθό 50.000 δραχμών, από τον οποίο πρέπει να πληρώνει τα μισά για ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο;
Παράλληλα με το άρθρο του Βόιτσεκ Μαρκιέβιτς στο περιοδικό «Πολίτικα», δημοσιεύτηκε, την ίδια εποχή, στην εφημερίδα «Βπροστ», ένας κατάλογος με τους «πλουσιότερους Πολωνούς». Από αυτό το δημοσίευμα της «Βπροστ» πληροφορείται κανείς, μέσα από την περιγραφή των «σταθμών στη ζωή» των πλουσίων, πώς πλούτισαν και πώς συνεχίζουν όλο και περισσότερο να πλουτίζουν. Ο κατάλογος του περιοδικού «Πολίτικα», αντίθετα, είναι σχεδόν ανιαρός. Ναι, μεν, υπάρχουν, όπως αναφέρει το άρθρο και οι «ιδεολόγοι» κλοσάρ, τους οποίους κατηγορούν ότι δεν επιθυμούν οι ίδιοι να ζουν «φυσιολογικά», όμως για τους υπόλοιπους η αρχή της πτώσης συνέπεσε με την «αλλαγή», που έφερε μαζί της τη διάλυση του δημοσίου, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις μεταρρυθμίσεις, την εξυγίανση και την προοδευτική κατάργηση των κοινωνικών παροχών. Ολα αυτά, δηλαδή, για τα οποία η Νέα Υόρκη εγκωμιάζει τον υπουργό Οικονομικών Μπαλτσερόβιτς.