Τρίτη 20 Μάη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Θεσπέσιες «συναντήσεις» ποίησης και μουσικής

Το σκληρό Μάη του 1936, εκδηλώνονται μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις σε πολλές ελληνικές πόλεις, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη.

Οι κινητοποιήσεις - στις οποίες πρωτοστάτησε το ΚΚΕ - χτυπήθηκαν με εξαιρετική αγριότητα από το στρατό και τη χωροφυλακή. Πολλοί ήταν οι νεκροί και οι τραυματίες. Ενας από αυτούς, ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Η φωτογραφία της μάνας που θρηνεί το νεκρό της γιο, δημοσιεύτηκε στον Τύπο της εποχής και συγκλόνισε συνειδήσεις.

Ενας νεαρός, την εποχή εκείνη, κομμουνιστής διανοούμενος, ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονίζεται από τη σκηνή του μητρικού θρήνου και γράφει ένα αριστούργημα, τον «Επιτάφιο».

Στα τέλη της δεκαετίας του '50 (1959), ο Μίκης Θεοδωράκης, όντας στο Παρίσι, μελοποιεί εκτεταμένα αποσπάσματα του «Επιτάφιου», επιλέγοντας τη φόρμα της καθαρά λαϊκής μουσικής και τους λαϊκούς ρυθμούς. Πρόκειται για το πρώτο αμιγώς λαϊκό έργο του συνθέτη.

Η Ρωμιοσύνη

Η μεγάλη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου «Ρωμιοσύνη» έχει γραφτεί σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου και εξορίας του ποιητή, στο διάστημα 1945 - 1947. Πρόκειται για μια μεγάλη τοιχογραφία της αντίστασης και της εποποιίας του ΔΣΕ.

Στο έργο, πρωταγωνιστεί ο ελληνικός χώρος, με τη λιτότητά του, τη γύμνια του, το σκληρό και απελευθερωτικό του φως, την έλλειψη νερού (αγαπημένο μοτίβο αυτό όλων των μεγάλων Ελλήνων ποιητών που απαντάται και στο Σεφέρη και στον Ελύτη). Ο χώρος δανείζεται συνείδηση από τους μαχητές της εθνικής και κοινωνικής ελευθερίας που «τόσα χρόνια όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε» και παλεύει μαζί τους μέχρι την τελική νίκη, μέχρι την εξακτίνωση της «μεγάλης σημαίας», της «μεγάλης κατακόκκινης φωτιάς», «για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα».

Ο Μίκης Θεοδωράκης συναντιέται με το σπουδαίο αυτό ποίημα στα 1966. Ο Θεοδωράκης μελοποίησε εκτεταμένο τμήμα της «Ρωμιοσύνης», μετά από άγριο ξυλοδαρμό του από την αστυνομία. Σε αυτές τις συνθήκες, κοινωνικοπολιτικές αλλά και προσωπικές, το έργο ξεφεύγει από τη φόρμα της «λαϊκής καντάτας» (όπως ο ίδιος ο Θεοδωράκης ονόμαζε τον «Επιτάφιο») και γίνεται επικό: εξάλλου, ο ελεύθερος στίχος που έχει χρησιμοποιήσει εδώ ο Ρίτσος δεν επιτρέπει τη χρήση ενός πιο καθαρά «λαϊκού» ιδιώματος, που θα έλκει την καταγωγή από το ρεμπέτικο. Ωστόσο, ακόμη και αυτή, η πιο περίπλοκη φόρμα αγαπήθηκε βαθιά από τον ελληνικό λαό: έγινε ο ύμνος της αντιδικτατορικής πάλης, τραγουδήθηκε σε δρόμους, σε πλατείες και σε στάδια κατά τη διάρκεια και μετά την πτώση της χούντας, βοηθώντας το ανέβασμα του αισθητικού κριτηρίου του ελληνικού λαού, σε σχέση πάντα με τις ιστορικές μνήμες και την πορεία του κινήματός του.

«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας».

Το 1968, στην καρδιά της δικτατορίας, ο Γιάννης Ρίτσος βρισκόταν εξόριστος στο Παρθένι της Λέρου και ο Μίκης Θεοδωράκης στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Σε μήνυμα που έστειλε ο δεύτερος προς τον πρώτο, του ζήτησε να γράψει μία ποιητική σύνθεση που θα προοριζόταν για μελοποίηση. Ο Ρίτσος έγραψε τα περισσότερα από τα «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» τα οποία ολοκληρώθηκαν, ως ποιητική σύνθεση, το 1973.

Το έργο εκδόθηκε αλλά και τραγουδήθηκε, στη μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη (γνώρισε μάλιστα τρεις διαφορετικές ηχογραφήσεις, από διαφορετική ομάδα τραγουδιστών) και υπήρξε το πρώτο έργο του συνθέτη που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τη δικτατορία. Ο περίφημος στίχος «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», συνδέθηκε άρρηκτα με την ευφορία του λαού για την πτώση της χούντας και με τις αντικειμενικά καλύτερες συνθήκες που δημιούργησε η πολιτειακή μεταβολή για το πέρασμα των λαϊκών αγώνων σε μια νέα ποιοτική φάση...

«Οι γειτονιές του κόσμου»

Οι «Γειτονιές του κόσμου», γράφτηκαν από το Γιάννη Ρίτσο τη χρονιά της ήττας, στα 1949. Αν η «Ρωμιοσύνη» είναι η εποποιία μιας ακόμη αγροτικής Ελλάδας, οι «Γειτονιές του κόσμου» είναι η μεγάλη τοιχογραφία της αντίστασης, του Δεκέμβρη και του αγώνα του ΔΣΕ μέσα στο τοπίο της πόλης, αλλά και στους τόπους εξορίας: η δράση των κομμουνιστών μέσα από το ΕΑΜ, το «χωνί» της ΕΠΟΝ, οι ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο μέσα στο καμίνι του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα...

Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε εκτεταμένα αποσπάσματα τέσσερα χρόνια μετά την πολιτειακή μεταβολή, στα 1978. Η νέα αυτή συνάντηση των μεγάλων δημιουργών δεν τραγουδήθηκε τόσο πλατιά όσο οι προηγούμενες, ωστόσο έχει κι αυτή αποτελέσει μία αξιοσημείωτη στιγμή για τον πολιτισμό του ελληνικού λαού, με υψηλή αισθητική και διαπαιδαγωγητική αξία για τους νέους ανθρώπους - του τότε, αλλά και του σήμερα.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ