Τετάρτη 23 Απρίλη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Ξένοι, αλλά όχι μόνοι...

Κ αθώς οι καυτές ακτίνες του ήλιου «τρυπούν» το νάιλον, το θερμοκήπιο μετατρέπεται σε φούρνο. Η θερμοκρασία εκεί μέσα μπορεί και να ξεπερνάει τους 60 βαθμούς Κελσίου. Ο Κεμάλ νιώθει να πνίγεται. Δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Η ανάσα του βγαίνει καυτή. Η γλώσσα του ξεράθηκε, τα χείλη του έχουν στεγνώσει. Είναι λουσμένος στον ιδρώτα. Τον νιώθει να κατεβαίνει, σαν ζεματιστό νερό, στο κορμί του, να φλογίζει τη σάρκα του. Σκυμμένος, ώρες ατέλειωτες, πάνω από τις φραουλιές, τα χέρια του μουδιάζουν, τα γόνατα και η μέση του πονούν. Χάνει την αίσθηση του χρόνου. Κάπου - κάπου σηκώνει το κεφάλι. Κοιτάζει μια το ρολόι και μια τον ουρανό. Η ώρα κάπως περνάει, αλλά ο ήλιος δεν κυλάει, στέκεται αμετακίνητος. Λες και αυτός θέλει να τον τιμωρήσει, επιτείνοντας το μαρτύριό του.

Τα μισεί τούτα τα μικρά, νόστιμα φρούτα. «Αϊ σιχτίρ», ψιθυρίζει, «εγώ πεθαίνω να τα ξεκολλήσω απ' τη γη και άλλοι τα γεύονται και ευχαριστιούνται. Και γιατί να πεθαίνω όλη μέρα σ' αυτό το καμίνι; Για 23 ευρώ μεροκάματο; Το αφεντικό βγάζει εκατοντάδες ευρώ τη μέρα. Από τη δική μου δουλειά. Απ' τον ιδρώτα μου. Το αίμα μου». Υστερα η σκέψη πάει στα παιδιά του, που άφησε πίσω στη βασανισμένη πατρίδα. Κι ένα αχνό χαμόγελο χαράζεται στα χείλη του. Η κούραση φεύγει, σα συλλογίζεται ότι με τα λεφτά που βγάζει η οικογένειά του δεν πεινάει. «Ας κάνω κουράγιο. Οσο περισσότερο αντέξω, τόσο μεγαλύτερη χαρά θα δώσω στα παιδιά μου».

Ο ήλιος γέρνει απ' τη μέση τ' ουρανού κι ο Κεμάλ ακόμα δουλεύει. Δίπλα του έρχεται ο Κασέμ, που κάτι θέλει να του πει. Του μιλάει ψιθυριστά, σχεδόν συνωμοτικά. - Κεμάλ, αύριο δε θα 'ρθουμε στη δουλειά. - Γιατί; - Είπαμε να κάνουμε απεργία. Θα ζητήσουμε αύξηση στο μεροκάματο. - Μα τι λες; Θα μας διώξουν τ' αφεντικά. - Δε θα τολμήσουν, τώρα που μας έχουν ανάγκη. Κι αν είμαστε ενωμένοι κι αποφασισμένοι θα τα καταφέρουμε. - Είμαστε ξένοι, δε θα μας βοηθήσει κανένας. - Μην το λες και μη φοβάσαι, ας ξεκινήσουμε και θα δούμε.

Τ ην άλλη μέρα, ο Κεμάλ δεν πήγε για δουλειά κι έμαθε πως το ίδιο έκαναν όλοι οι ξένοι εργάτες στα φραουλοχώραφα. Το βράδυ ήταν όλοι στη συγκέντρωση στην πλατεία του χωριού. Μαζί τους και Ελληνες κομμουνιστές για να συμπαρασταθούν στον αγώνα τους. Σε μια γωνιά απέναντι μπιστικοί των αφεντικών ούρλιαζαν σα λυσσασμένα σκυλιά. Τους φοβέριζαν, τους έβριζαν, τους μούντζωναν και κάποιοι κινήθηκαν εναντίον τους και ξυλοκόπησαν κομμουνιστές. Την επομένη, ο Κεμάλ έμαθε τα καλά μαντάτα. Τα αφεντικά δέχτηκαν το αίτημα για αύξηση στο μεροκάματο. Το βράδυ, μετά τη δουλειά, βρήκε τον Κασέμ. Του χαμογέλασε με νόημα κι εκείνος του είπε: «Είδες Κεμάλ; Οταν θέλουμε, μπορούμε. Κι αν είμαστε ξένοι, δεν είμαστε μόνοι».


Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ