Κυριακή 23 Μάρτη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Τέχνη βαθιάς αλληλεγγύης στη ζωή

Γρηγοριάδης Κώστας

Μπορεί η τέχνη να είναι η αντίσταση στην εξουσία των όπλων; Μπορεί μια ζωγραφιά, ένα θεατρικό έργο, ένα ποίημα, ένα τραγούδι, να αφυπνίσει συνειδήσεις; Μπορεί ένας μοναχικός καλλιτέχνης να τα βάλει με τους κυρίαρχους της Γης; Οχι βέβαια. Αν μπορούσε να συμβεί, δε θα ζούσαμε σε έναν πλανήτη-λουτρό αίματος. Ομως ένας καλλιτέχνης μπορεί, οφείλει στο ταλέντο του, να αφιερώνει την τέχνη του σε ένα σκοπό: στην καταγγελία όσων τραυματίζουν τις κοινωνίες, απαξιώνουν τη ζωή και τον άνθρωπο. Αυτή την τέχνη την είπαν «στρατευμένη» για να την απαξιώσουν. Αλλά εκείνη άντεξε, καταξιώθηκε και αποτελεί «προσευχητάρι» των λαών.

Η τέχνη σημαία ελευθερίας

«Ασήμαντοι, χυδαίοι, μηδενικοί/ κάναν την οικουμένη φυλακή/ Πέτρα δεν είν' απάνου να πατήσει/ το θύμα, όσο ψηλότερα να φτύσει»! (Κώστα Βάρναλη)

Ασήμαντοι, χυδαίοι, μια χούφτα δολοφόνοι πληγώνουν το «σώμα» της ανθρώπινης ύπαρξης, ματώνουν τη ζωή. Ασήμαντοι, χυδαίοι, αναστατώνουν την οικουμένη, επιδιώκοντας να σκοτώσουν κάθε ελπίδα για ζωή, ελευθερία, ευημερία.

Μπορεί τα γενεσιουργά αίτια της τέχνης να χάνονται στα βάθη των αιώνων, από κοινωνιολογική άποψη όμως η τέχνη γεννήθηκε μαζί με την κοινωνική ζωή. Με την τέχνη «εξασφαλίζεται η ενότητα και η συνοχή της κοινής συνείδησης, εκφράζεται η ιδεολογία κάθε δοσμένης κοινωνίας» (Π. Πετρίτσης). Εκτός από τις αναζητήσεις προέλευσης της τέχνης, υπάρχουν και αναζητήσεις για το αν η τέχνη έχει σκοπό. Η τέχνη, δηλαδή, γίνεται για την τέχνη ή γίνεται μέσο για τη μετάδοση ιδεών και μηνυμάτων; Κατά τον Τσάτσο «η τέχνη δεν μπορεί να επιδιώκει τη θεραπεία καμιάς άλλης αξίας παρά την αξία του ωραίου». Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο Ι. Θεοδωρακόπουλος, πιστεύοντας πως «η τέχνη δε γνωρίζει ιδεολογίες. Φανερώνει αδέσμευτα την ομορφιά της ζωής». Διαμετρικά αντίθετες ήταν οι απόψεις ακόμη και του Γ. Σεφέρη ο οποίος έγραφε: «Οταν λέω τέχνη, δεν εννοώ καθόλου τη θεωρία που πρέσβευε "η τέχνη για την τέχνη". Η διδασκαλία αυτή, που δε χρησιμεύει πια σε τίποτε, κατάντησε να σημαίνει τη δουλειά ενός ανάπηρου ανθρώπου, που φτιάνει αδειανά κομψοτεχνήματα κλεισμένος μέσα σ' ένα αποστειρωμένο δωμάτιο. Εννοώ μόνο την πνευματική τάξη, που δημιουργεί τα καλά έργα τέχνης, περασμένα ή σημερινά, εκείνα που νομοθετούν, εκείνα που θα μας διδάξουν».

Η κοινωνική αποστολή βρίσκεται μέσα στη φύση της τέχνης. Η τέχνη αρδεύεται από την κοινωνία και απευθύνεται στην κοινωνία. Οπως είχε πει σε μια συζήτηση με το προσωπικό του «Ρ», ο Γιάννης Ρίτσος για την ποίηση: «Οι μαρξιστές αισθητικοί μάς είπαν ότι οι ποιητές είναι οι οργανωτές του κοινωνικού συναισθήματος. Οχι μονάχα απηχούν, όχι μονάχα αντανακλούν τα γενικότερα κοινωνικά αισθήματα, αλλά τα οργανώνουν». «Η ποίηση πρέπει να είναι ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας, ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή και μια σημαία στα χέρια της Ελευθερίας».

Αλώβητη σαν το όνειρο

Δύσκολο έως ακατόρθωτο να συμπεριλάβει κανείς όλους όσοι «στρατεύτηκαν» με τα οράματα των λαών και απέδειξαν με τα έργα τους πως η τέχνη έχει σκοπό. Ξέρουμε πως αυτό που επιχειρούμε με αυτές τις γραμμές είναι σταγόνα στον ωκεανό της τέχνης, που αντιστρατεύτηκε τον πόλεμο, που ύμνησε και πάλεψε για την ειρήνη. Ομως, μ' αυτές τις μικρές αναφορές στην ποίηση και στο θέατρο, εισπράττουμε πως η μαχητική τέχνη κερδίζει όχι μόνο το λαό, όχι μόνο τον αγώνα με το χρόνο, αλλά ακόμη και τον ίδιο τον εχθρό. Γι' αυτό και τη μάχονται, την καίνε, την κυνηγάνε. Εκείνη όμως μένει αλώβητη σαν το όνειρο, σαν την ανθρώπινη δύναμη.

Ξεκινώντας από τον Αριστοφάνη, βλέπουμε πως όλες οι κωμωδίες του έχουν άμεση σχέση με την επικαιρότητα, με γεγονότα, με προβλήματα, αν και δε μένουν μόνο στο επίκαιρο. Προχωρούν και δημιουργούν σύμβολα. Οι «Αχαρνής», για παράδειγμα και οι «Ιππείς», καυτηριάζουν ευρηματικά τη φιλοπόλεμη πολιτική, σαρκάζουν τους πρωτεργάτες της και διακωμωδούν τη λαϊκή «συνενοχή». Η «Ειρήνη» και η «Λυσιστράτη» εφευρίσκουν κωμικότητες που υπερασπίζονται την ειρήνη.

Αλλά και ο Ευριπίδης, ειρηνόφιλος φύσει και θέσει, έζησε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ολα του τα έργα, εκτός από την «Αλκηστη», ίσως και τη «Μήδεια», γράφτηκαν την περίοδο του πολέμου. Υπέρμαχος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, αλλά και σαρκαστής του ιμπεριαλισμού της, απογοητευμένος από τη δημαγωγία των συνελεύσεων, έγραψε δύο (σωζόμενα) - αξεπέραστα - αντιπολεμικά έργα, την «Εκάβη» και τις «Τρωάδες».

Αλλά και ο Aρθουρ Μίλερ, ο δημιουργός έργων που αφορούσαν μεγάλα ηθικά και πολιτικά ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας, πιστεύοντας ότι ο καπιταλισμός δύσκολα ανεβάζει κάποιον από «τα χαμηλά στα ψηλά», ενώ είναι πιθανότερο να ρίξει βίαια τους ανθρώπους στην απόλυτη φτώχεια, αφιέρωσε τη ζωή του σε μια στρατευμένη τέχνη. Η ταξική κοινωνία είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στα έργα του, όπως το είδαμε στην πρώτη δραματουργική επιτυχία του «Ηταν όλοι τους παιδιά μου», όπου ένας προμηθευτής του στρατού συνειδητά πουλάει ελαττωματικά ανταλλακτικά, προκαλώντας το θάνατο πολλών Αμερικανών πιλότων. Παρ' όλα αυτά, η καθιέρωσή του ήρθε με το κλασικό έργο «Ο θάνατος του εμποράκου», μια ιστορία για μια μικροαστική αμερικάνικη οικογένεια που συνθλίφτηκε κάτω από την κρίση του αμερικανικού καπιταλισμού. Το αμερικανικό όνειρο αποδεικνύεται αυταπάτη. Ετσι οι αντιδραστικές πολιτικές φωνές αποκάλεσαν τα έργα του «αντιαμερικανικά» και ο ίδιος μισήθηκε θανάσιμα από το αμερικανικό κατεστημένο. Και όταν το 1950 εκτυλισσόταν ένα «κυνήγι μαγισσών» εναντίον του και εναντίον πολλών άλλων αριστερών καλλιτεχνών, ο Μίλερ - αντίθετα από τον Ελία Καζάν, τον σκηνοθέτη πολλών έργων του - αρνήθηκε να δώσει «ονόματα», παρ' όλο που αυτό έβαλε την καριέρα του σε κίνδυνο. Μέχρι τις τελευταίες του μέρες, ο Aρθουρ Μίλερ εναντιωνόταν στην εξωτερική πολιτική των «γερακιών» του Μπους. Παρέμεινε έτσι ένας στρατευμένος καλλιτέχνης. Ο Μίλερ πίστευε ότι το θέατρο μπορούσε «να αλλάξει τον κόσμο».

Ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της «Ρωμιοσύνης» και του «Επιτάφιου», μας χάρισε μια ποίηση που ζει και ενεργεί στη συνείδηση. Ποίηση γραμμένη σε εποχές που ο λαός μας κατέβαλε τιτάνιο αγώνα με το φασισμό, με ασύλληπτο ηρωισμό και αφειδώλευτη προσφορά αίματος στον κοινό αγώνα των λαών. Ο κόσμος, ο μικρός κι ανώνυμος τούτης της Γης, ο Λαός, πολέμησε μ' ό,τι του «έλαχε στο χέρι. Εμείς με τους σουγιάδες κι εκείνοι με τα κανόνια»...

Και αν η τέχνη είναι επίσης «μια βαθιά αλληλεγγύη» στη ζωή, αυτό απαντάται και στο έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου, που όπως και ο Ρίτσος ανήκε στην κατηγορία «κοινωνικοί ποιητές». Τα έργα του αναδύουν ένα γνήσιο ανθρωπιστικό τόνο, βαθιά και αληθινή θλίψη για τον ανθρώπινο πόνο.

«Το πιο σημαντικό μάθημα που έμαθα, ήταν πως το μέλλον της ανθρωπότητας μπορεί να ιδωθεί μόνον "από τα κάτω", από τη σκοπιά των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων. Μόνο όποιος αγωνίζεται μαζί τους, αγωνίζεται για την ανθρωπότητα». Σ' αυτές τις γραμμές από την ομιλία του Μπρεχτ στη Μόσχα το 1955, με αφορμή την παραλαβή του Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη, συνοψίζονται οι απόψεις του για την οικουμενική σημασία της αποστολής του καλλιτέχνη, του σωστού τρόπου σκέψης και στάσης ζωής του διανοούμενου. Στάση που υπάρχει σε όλα του τα έργα. Η κομματικότητα του Μπρεχτ εκφράζεται στο ότι «το αναγκαίο και λογικό» ταυτίζεται με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Οπως λέει και ο περίφημος στίχος της «Μάνας»: «Η σημαία της λογικής κόκκινη είναι». Η σταθερότητα και η αγωνιστική τοποθέτηση του Μπρεχτ εκφράζεται και με μια άλλη άποψή του: «Το άτομο μπορεί να εξολοθρευτεί. Ενώ το Κόμμα δεν μπορούν να το εξολοθρεύσουν».

Ο Μπρεχτ, στον «Γαλιλαίο», λέει μέσω του ήρωά του: «δεν μπορώ να αντισταθώ στην ηδονή της σκέψης». Κάτι που στην εποχή μας φαίνεται παράλογο. Ο Μπρεχτ, όμως, δεν έχανε την ευκαιρία να τονίζει, να δηλώνει ότι είναι ένας διδακτικός συγγραφέας. Δεν τον ενδιαφέρει η ψυχαγωγία κατά την αστική έννοια, τον ενδιαφέρει στο «θέατρο, ο θεατής όχι να χωνεύει, αλλά να είναι ξύπνιος, να κρίνει, να αναπτύσσει την κριτική του διάθεση και να μην είναι ένας ευκολόπιστος θεατής».

Οπως άλλωστε δεν πρέπει κανείς μας να ξεχνάει τα λόγια του Μπρεχτ διά στόματος της «Αγίας Ιωάννας των σφαγείων»: «Σιγουρέψου σαν φεύγεις από τον κόσμο/ Οχι απλά πως ήσουνα καλός/ Μα πως πίσω σου αφήνεις έναν κόσμο καλό».


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ