Γεννημένος στο Αίγιο το 1956, σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (1976 - 1981), με δασκάλους τους: Δ. Μυταρά, Γ. Μόραλη και Γ. Μαυροΐδη. Ξεκίνησε αρχικά με μία περιορισμένη κλίμακα γαιωδών χρωμάτων και ενδιάμεσων γκρίζων τόνων, φιλοτεχνώντας έργα μεγάλης ευαισθησίας και λιτότητας, όπου κυρίαρχο ρόλο έχει η ένταση της γραφής. Στα μέσα της δεκαετίας του '90, πλούτισε την παλέτα του με ζωηρές αποχρώσεις κόκκινων και πράσινων, ενώ, παράλληλα, καταπιάστηκε με μεγάλων διαστάσεων συνθέσεις. Ομως, η πίστη του στην απλότητα της ζωγραφικής τεχνικής και στην αναγκαία αμεσότητα της εκφραστικής προσπάθειας, δεν άλλαξε. Τα έργα του στοχεύουν στην πειθαρχία του φωτός και του χώρου μέσα από τις καθαρά χρωματικές σχέσεις.
«Το ελληνικό φως, φως μοναδικής διαύγειας και ηδύτητας, οδηγεί το ζωγράφο Πάνο Φειδάκη στην προσωπική περιπέτεια των εικόνων του. Για το δημιουργό, το θέμα δεν κάνει τη ζωγραφική, αλλά η δύναμη και η αλήθεια της ζωγραφικής το θέμα. Ετσι, παρατηρεί γαλήνια και στοχαστικά τον κόσμο που βιώνει και αισθάνεται, δημιουργώντας εικόνες στα μέτρα της πραγματικής μας ζωής».
Ο Π. Φειδάκης παρουσίασε έργα του σε αρκετές ατομικές εκθέσεις ξεκινώντας από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αιγίου (1982) και στη συνέχεια σε αίθουσες στην Ελλάδα («Εποχές», «Κρεωνίδης», «Τερακότα», «Ζουμπουλάκη» κ.ά.) και σε ομαδικές εκθέσεις εντός και εκτός συνόρων («11 Νέοι Ελληνες ζωγράφοι» (στο εργοστάσιο FIX, 1985), Συλλογή Φρυσίρα, «La Hume» (Παρίσι, 1996), «Salon de Montrouge» κ.ά.). Το 2003, δημιούργησε μια μεγάλη επιτοίχια σύνθεση για το Μετρό (σταθμός Μεγάρου Μουσικής). Την ίδια χρονιά «έφυγε» πρόωρα από τη ζωή με τραγικό τρόπο, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στον καλλιτεχνικό χώρο.
Οπως σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης, Χριστίνα Σωτηροπούλου, «Επηρεασμένοι και οι ίδιοι από το όραμα της αναζήτησης της "ελληνικότητας", όπως αυτό είχε διατυπωθεί για πρώτη φορά από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της γενιάς του τριάντα, εφόρμησαν με στόχο τη ριζική επαναδιατύπωση των αρχών που διέπουν την ελληνική ζωγραφική της εποχής τους. Σε αντίθεση με τη λεγόμενη "πρωτοπορία" που βρισκόταν στο καλλιτεχνικό προσκήνιο έχοντας, ωστόσο, ασαφές και απροσδιόριστο περιεχόμενο και υποτελή στάση απέναντι στη δυτικοευρωπαϊκή ζωγραφική, η ομάδα αυτή θα στραφεί στην αναζήτηση της "ελληνικότητας" με την έννοια της διαχρονικής εθνικής μας παράδοσης και θα προχωρήσει σε μια απόπειρα εξαγνισμού και κάθαρσης της ελληνικής ζωγραφικής από οτιδήποτε επίπλαστο και μη αληθινό».
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, θα στραφούν στα ελληνικά τοπία, στις σκηνές από την καθημερινότητα της ελληνικής ζωής, σε πορτρέτα τα οποία απεικονίζουν οικεία πρόσωπα. «Η ζωγραφική που θα προτείνουν είναι μια ζωγραφική απόλυτης ειλικρίνειας, στην οποία η μανιέρα, η επιτήδευση και η επίδειξη των τεχνικών δεξιοτήτων του καλλιτέχνη δε θα έχει θέση. Βασικό δόγμα της είναι πως το περιεχόμενο, η ουσία του έργου, αρκούν να πείσουν από μόνα τους και συνεπώς, η προσέγγισή της δεν μπορεί να είναι διανοητική, αλλά προσωπική και συναισθηματική». Και οι δύο εκθέσεις θα διαρκέσουν έως τις 9/3.