Κυριακή 17 Φλεβάρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Τα καμένα

Γρηγοριάδης Κώστας

Την Πάτρα την πρωτογνώρισα παιδί με τον «Πολικό». Αργοκάραβο η αλήθεια, ταξίδευε όλη τη νύχτα για να φτάσει από τον Πειραιά στην Αχαϊκή πρωτεύουσα μέσω Ισθμού, που δεν τον είδα, παρότι πολύ το επιθυμούσα, μετά από τα όσα μας είχε πει η δασκάλα γι' αυτόν. Ισως, αν κλείναμε εισιτήριο μ' ένα άλλο πλοίο της γραμμής, την «Πύλαρο», να είχε διαφορετικό δρομολόγιο και να διασχίζαμε μέρα τη διώρυγα, οπότε θα είχα την ευκαιρία να θαυμάσω το περίφημο έργο! Αυτό δεν το έλαβαν καν υπόψη τους οι γονείς μου, όταν έκλεισαν τις θέσεις. «Πρώτη θέση» κατάστρωμα! Ετσι ταξίδευε τότε ο κόσμος και κατέκλυζε πολύ νωρίτερα την κουβέρτα με τα μπογαλάκια του, για να βρει κάποια απάνεμη γωνίτσα να ζαρώσει. Αλλοι κάτω από τις σωσίβιες βάρκες, άλλοι κοντά στην Τζιμινιέρα και σ' όποιο χώρο θεωρούσαν απάγκιο για να τους προφυλάξει από το κύμα και τον αέρα.

Εκεί, έστρωναν την κουρελού και κουρνιάζανε κολλητά ο ένας με τον άλλο τα μέλη της οικογένειας, έχοντας μαζί τους βέβαια, κάτι, που θεωρούνταν αυτονόητο, το φαγητό. Αυτό αποτελούνταν κυρίως από αβγά βραστά, ελίτσες, φέτα και κάνα κεφτεδάκι και ντολμαδάκι, γιατί φυσικό ήταν, να μη μπορούν να κουβαλάνε στο μακρινό ταξίδι ζουμερά φαγητά. Φασολάδα να πούμε! Αν, αντί για τον «Πολικό», διάλεγε τότε η μάνα μου την «Πύλαρο» θα τρώγαμε τη μακαρονάδα μας που ήταν μέσα στο εισιτήριο και δε θα κουβαλούσε παραπανίσια τσουμπλέκια μαζί με τα τρία μικρά παιδιά. Φαίνεται πως ο πατέρας, που δε θα ερχόταν μαζί λόγω επαγγελματικών ασχολιών, έκανε αυτήν την κουτουράδα να προτιμήσει το καράβι εκείνο που δεν τάιζε τσάμπα τους επιβάτες του! Δεν αποκλείεται όμως να το θεωρούσαν πιο καλοτάξιδο από το άλλο που μοίραζε μακαρονάδες.

Πράγματι μετά από ολονύχτιο ταξίδι αράξαμε στο λιμάνι της Πάτρας σώοι και αβλαβείς. Είχε κι αυτό το δικό του μεγαλόπρεπο ρολόι, όπως του Πειραιά, και είχαν και τα δυο την ίδια τύχη: κατεδαφίστηκαν επί χούντας.

Αυτό αποφάσισαν οι πραξικοπηματίες στην προσπάθειά τους να... γυρίσουν το χρόνο πίσω!

Μικρογραφία του Πειραιά βέβαια η αποβάθρα της Πάτρας και δε θ' αποκαλούσε κανείς δάσος τα ξάρτια των πλεούμενων, δασύλλιο, ναι!

Εντυπωσιακός ήταν ο σχεδιασμός των χτιρίων με τις καμάρες και τις κάτασπρες κολόνες. Πιο εντυπωσιακοί για την ηλικία μου ήταν οι ολοπράσινοι λόφοι που ακουμπούσαν στην πόλη προστατευτικά. Πρώτη μου επιθυμία ήταν να βρεθώ εκεί, να σκαρφαλώσω στα πεύκα, να ακούσω τα πουλιά, να ζήσω λίγο μ' αυτά. Δε μου 'λειπε η πόλη, το βουνό νοσταλγούσα. Ομως η μάνα μου μαθημένη να σέρνει πίσω της παιδιά από τον ξεριζωμό της Μικρασίας που τραβούσε από το χέρι τα μικρότερα αδελφάκια της, καθότι ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας, δε μ' άφησε σε ησυχία. Διέκοψε απότομα τον οπτικό μου περίπατο στα πέριξ λέγοντας: - Καθίστε εδώ και μη κουνηθείτε καθόλου, ώσπου να γυρίσω. Πάω να βγάλω εισιτήριο στο τρένο για την Κυλλήνη, συνέχισε κι εξαφανίστηκε βιαστική.

Αυτό που συνέβη δε μου καλάρεσε ούτε και στ' αδελφάκια μου, που λίγο κλαψούρισαν αρχικά, αλλά είπα πως δε θα καθυστερήσει και άρχισα να χαζεύω αυτούς που επιβιβάζονταν στον «Πολικό» για τον Πειραιά. Το τι κουβαλούσαν μαζί τους, δε λέγεται. Λάδια καλάθια ελιές, αβγά, κοτόπουλα, πανέρια με διάφορα τρόφιμα και φρούτα εποχής.

Η ώρα όμως περνούσε και η μαμά ακόμα να φανεί, ώσπου ο φόβος μας κυρίεψε και τους τρεις.

-- Τι κάνουμε τώρα; Χάσαμε τη μαμά, είπα σα μεγαλύτερος και οι φωνές μας σκεπάσανε κάθε άλλο θόρυβο της προκυμαίας.

-- Μαμααά, Μαμαά, Μαμαά!

Οι Πατρινοί που μου φάνηκαν καλοί άνθρωποι εξαρχής έτρεξαν κι έκαναν κύκλο γύρω μας και με διάφορα λόγια προσπαθούσαν ν' αποδιώξουν το φόβο που μας είχε κυριεύσει στα καλά καθούμενα. Λίγα δάκρυα και αναστενάγματα ακόμα και η Μάνα έκανε ασθμαίνουσα την παρουσία της, που μας γέμισε χαρά και ανακούφιση.

-- Εσύ φταις φοβητσιάρη, γύρισε και μου είπε με ψεύτικο θυμό, ενώ κατά βάθος γελούσε με τα δικά μου καμώματα. Ετσι ήταν η μάνα, πάντοτε ψευτοθύμωνε, όσο κι αν το δίκιο την πίεζε να γίνει θηρίο κάποιες φορές.

Σε λίγο φάνηκε το τρένο που περιμέναμε με μια τεράστια πίπα που έβγαζε μαύρο καπνό και... καρβουνίδι σαν το «θηρίο» της Κηφισιάς στην ανηφόρα του Μαρουσιού!

***

Την Πελοποννησιακή πρωτεύουσα επισκέφτηκα ξανά στην περίοδο της γερμανικής κατοχής πηγαίνοντας πάλι στην Κυλλήνη για να γλιτώσω από την πείνα.

Στην παραλία της κυκλοφορούσαν κοκορόφτεροι Ιταλοί καραμπινιέροι, ήμεροι και φινετσάτοι για να παρακολουθούν την κίνηση, αλλά αυτοί έδειχναν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τις Πατρινοπούλες παρά για την υπηρεσία που τους είχε ανατεθεί ν' ασκήσουν! Καμιά σχέση με τους «δικούς μας δεσμοφύλακες» τους γκεσταπίτες της Αθήνας, που δε δίσταζαν να τραβήξουν πιστόλι για ψύλλου πήδημα ακόμα και σε ανάπηρο γέροντα. Οι Ιταλοί ήταν... άγγελοι μπροστά στα χιτλερικά κτήνη. Αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να το διαπιστώσω και αργότερα, όταν επιστρέψαμε, μετά από δίχρονη παραμονή στην Κυλλήνη, στο σπίτι και έπεσα στα χέρια τους στο μπλόκο της Κοκκινιάς.

Δεν ξεχνώ τα χαμογελαστά πρόσωπα των Πατρινών μέσα σε συνθήκες που μόνο την κατάθλιψη ευνοούσαν.

Το ίδιο γελαστοί ήταν και οι νεοσύλλεκτοι που συνάντησα μετά, στο στρατό, από την Πάτρα με όλες τις κακουχίες και τα καψώνια, σε στιγμές που όλοι οι άλλοι στο λόχο σιγοβλαστημούσαν και απορούσαν μ' αυτούς, θυμάμαι ακόμα τον Μανωλόπουλο, το Σπηλιωτόπουλο, τον Κουτρουμπή. Απόδειξη για την ψυχική ευεξία αυτών των ανθρώπων είναι το μοναδικό σε ποιότητα και γέλιο Πατρινό καρναβάλι. Παράθυρο ανοιχτό η καρδιά τους, ωστόσο ο πατέρας μου είχε επιφυλάξεις για ένα μόνο λόγο: επειδή είναι Πελοποννήσιοι! Χρησιμοποιούσε μάλιστα ως επωδό σε κάθε συζήτηση τη φράση: «για όλα φταίει η Αγγλία και η Πελοπόννησος» και φοβόταν μήπως κάνει γαμπρό από κείνα τα μέρη, πράγμα που δεν απέφυγε τελικά. Και δεν ήταν Πατρινός μα Καλαματιανός, ωστόσο όχι μόνο δεν είχε παράπονο μαζί του, μα τον αγάπησε σα να 'ταν δικό του παιδί. Σκέψου εγώ που έκανα βέρο Πατρινό κι όλοι μιλούν για τον ανοιχτόκαρδο γέλιο του στο σόι!

Την ίδια... άποψη για την Αγγλία και την Πελοπόννησο είχε και ο Θεσσαλός καφετζής της στοάς, που οι ίδιοι οι Μοραΐτες πελάτες του τον προκαλούσαν ν' αρχίσει να βρίζει και να τους τοποθετεί ίσα και όμοια μπαμπακόκωλους, όπως αποκαλούσε τους Βρετανούς. Οι φωνές, τα χάχανα και ο σαματάς καθώς και η μυρωδιά του ψημένου χταποδιού και της τηγανητής πιπεριάς, έβγαιναν κι έξω από τη στοά και τραβούσαν καινούριους πελάτες, θαρρείς σκόπιμα σκηνοθετούσε ο πονηρούλης Θεσσαλός αυτήν την παράσταση, με κάποιους... αβανταδόρους, για ν' αποσπά την προσοχή των περαστικών που καθόντουσαν για ένα ουζάκι!

Γεγονός είναι ότι η πλειονότητα της πελατείας του ήταν... από το αυλάκι και κάτω!

***

Από την Πάτρα πέρασα και όταν πήγα στο Τζάντε, την πατρίδα τόσων σπουδαίων ποιητών και ανθρώπων του πνεύματος, μεταξύ των οποίων και ο Ανδρέας Κάλβος, ο οποίος θα 'λεγε κανείς, ενέπνευσε την αντιπάθεια του καφετζή προς τους ξένους, κυρίως τους Αγγλους που ήταν κοσμοκράτορες. Τα 'χουν και με «τσου Μοραΐτες» οι Ζακυθιανοί! Με τους Πατρινούς όμως πρέπει να τα πηγαίνουν καλά, πηγαινοέρχονται κι έχουν παραπλήσια κουλτούρα.

Πάντα περαστικός λοιπόν από την Αχαϊκή πολιτεία, ώσπου συμπεθέρεψα μ' αυτή και μέχρι πρότινος με τραβούσε σα μαγνήτης, με τις κοντινές αξέχαστες εξοχές της, το ποτάμι που κρατούσε το ίσο στα αηδόνια και τ' άλλα πουλιά, που δεν το αποχωρίζονται στιγμή καθισμένα στα σκιερά πλατάνια και ήταν όλα μαζί μεγάλη πρόκληση για όλες τις αισθήσεις. Χρώματα, μοσχοβολιές, μελωδίες ήταν ό,τι επιθυμούσε η ψυχή του ταλαιπωρημένου αστού.

Χωρίς υπερβολή ξαγρυπνούσα για ν' ακούω των πουλιών τις εξαίσιες τρίλιες και λίγα μέτρα πιο πάνω από το σπίτι, χανόμουν μέσα στο πράσινο μονοπάτι θαρρείς και βρισκόμουν σε παρθένο δρυμό. Από τη μια μεριά η ποταμιά σκεπασμένη από ζωηρόχρωμα πλατανόφυλλα κι ο παφλασμός του τρεχούμενου νερού, από την άλλη οι καλλιέργειες και η ανθοβολία, ο μικρός περίπατος ως το κοντινό ξωκλήσι ήταν ένα όνειρο!

Είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν κάπου μακριά, σ' άλλη γη σ' άλλα μέρη και όχι στην άκρη της πολύβουης πολιτείας που ο αχός της δεν έφτανε ως εκεί. Εκτός από την ομορφιά της, η φύση είχε και την ικανότητα ν' απορροφά τους τεχνητούς θορύβους και να επιβάλλει τους δικούς της αρμονικούς ρυθμούς. Τ' αηδονάκια ενθουσιασμένα στις φυλλωσιές δε σταματούσαν στιγμή να υμνούν το τοπίο καθώς και το νερό που τα σιγοντάριζε! Μια διαδρομή βάλσαμο στην ψυχή, που κάποιοι αναζητούν σε μακρινά όρη και βουνά και είναι ζήτημα αν τη βρουν τελικά.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι ο περίπατος αυτός γινόταν υπό σκιάν, ακόμη και το καταμεσήμερο και το μόνο που κατάφερνε ο ήλιος ήταν ν' ανοίγει κουμπότρυπες στα κλωνιά και στους βλαστούς που σκέπαζαν προστατευτικά το στενορύμι.

Απίστευτο αλλά αληθινό να συναντάει κανείς τέτοιες γραφικότητες στην ούγια της γκρίζας ποδιάς της πόλης. Με μια ανάσα από το κέντρο της θα μπορούσε όποιος δεν είχε... άλλη έννοια να τις χαρεί! Αλλά φαίνεται ότι οι Πατρινοί είχαν μεγαλύτερες έννοιες, βιοποριστικές και άλλες που δίνουν προτεραιότητες κι έτσι, η αντίδρασή τους υπήρξε υποτονική, όταν οι αρχές αποφασίσανε να θυσιαστεί το υπέροχο κομμάτι της φύσης για να περάσει από πάνω του ο ασφαλτόδρομος που οδηγεί στον καινούριο σκουπιδότοπο.

Ούτε φωνές ούτε διαμαρτυρίες στους δρόμους για τη... σφαγή του τοπίου. Μα εδώ δε διαμαρτύρεται ο λαός σε πανελλήνια έκταση για κοινωνικά θέματα ζωτικής σημασίας και θα βγει στους δρόμους για το περιβάλλον; Αστειεύεσαι; Αλλο που δεν περίμεναν οι έμποροι της γης και τα διαπλεκόμενα μ' αυτή συμφέροντα να... μεγαλουργήσουν! Η διάνοιξη του δρόμου άνοιξε την όρεξη!

Η πόλη κι εδώ κατατρώει το πράσινο και γιγαντώνεται, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα αστικά κέντρα της χώρας με πρώτη διδάξασα την ένδοξη Αθήνα! Στην εξάπλωση του τσιμέντου προλειαίνουν το έδαφος και οι εμπρηστές, από κοινό συμφέρον με κείνους που πιστεύουν στο: «γαία πυρί μειχθήτω».

Το μονοπάτι που οδηγούσε προστατευτικά το φυσιολάτρη ή προσκυνητή στο ιδιωτικό εκκλησάκι, έσβηνε στο ξέφωτο που ήταν ολόγυρα, απ' όπου μπορούσε, εκτός από τη βλάστηση και τα πουλιά, ν' αγκαλιάσει η ματιά του ζεστά την αστραφτερή θάλασσα, το στενό Ρίο-Αντίρριο, τα βαποράκια, που το διασχίζουν νωχελικά και τις πελώριες αντικρινές βουνοκορφές της Ρούμελης.

Τώρα πια η διάβαση αυτή έχει κοπεί από τον ιδιοκτήτη του κτήματος, μέσα στο οποίο βρίσκεται το ναίδριο, επειδή ο θρήσκος αυτός άνθρωπος μάντρωσε και το μονοπάτι! Η απληστία σε κάποιους είναι δυνατότερη από την όποια άλλη πίστη.

Μετά την τσιμεντοποίηση, τις περιφράξεις σε χώρους που θεωρούσε κανείς δημόσιους, ήρθαν και οι εμπρηστές να μην αφήσουν στο χαρισματικό τοπίο χλωρό κλαδί.

Ταυτόχρονα, με τις γραφικότατες παρυφές της Πάτρας καίγονταν και της Αττικής τα πανέμορφα δάση που είχαν απομείνει από προηγούμενους εμπρησμούς. Τι σύμπτωση κι αυτή! θα 'λεγε κανείς ότι οι κακοποιοί είχαν συνεννόηση μεταξύ τους να καταστρέψουν τις ομορφιές που θαύμαζα εδώ κι εκεί στους αγαπημένους μου τόπους.

Και να 'χεις το συμπέθερο στην άλλη άκρη του σύρματος να επαναλαμβάνει πιεστικά: - πότε θα 'ρθεις; Τι να του πεις; Να 'ρθω να δω τα καμένα; να μαυρίσει κι εκεί η ψυχή μου; Ωστόσο, όσες κι αν έχει υποστεί αλλοιώσεις το Πατρινό τοπίο πάντα με συγκινεί. Οι ολοπράσινοι λόφοι που αντίκρισα εκείνο το απόμακρο πρωινό από τον παλιοκαιρίτικο πλοίο τον «Πολικό», θαρρείς και φώλιασαν από τότε μέσα μου. Τα παιδικά βιώματα δε λησμονιούνται βλέπεις...

***

Και... να 'μαστε στα κα(η)μένα πόδια του Παναχαϊκού που μετά τη λαίλαπα της φωτιάς τυλίχτηκαν στα μαύρα. Μαζί με τους μεγάλους που δεν κρύβουν την αγανάκτησή τους για τη συμφορά και τα πιτσιρίκια, ο Κωστής και η Ελένη, που τα ματάκια τους σκοτείνιασαν από τη μαυρίλα του χώρου.

Τι θα κληρονομήσουμε έδειχναν να συλλογίζονται, στάχτες κι αποκαΐδια; Τα «γιατί» έπεφταν βροχή. Πώς να εξηγήσεις στα παιδιά την αρρωστημένη δίψα του κέρδους, που εξαιτίας της κάποιοι δε διστάζουν να μεταβάλουν παραδείσια μέρη σε κρανίου τόπους; Τι κι αν η φύση στερεύει από τους ευεργετικούς για τον άνθρωπο χυμούς της; Στην ηλικία που βρίσκονται, τα συμφέροντα δεν τα έχουν αγγίξει ακόμα και δεν μπορούν να καταλάβουν πως υπάρχουν άνθρωποι που καταστρέφουν το δάσος και την πανίδα του, τ' οξυγόνο ζωής.

Περπατώντας στην ολόμαυρη, στην κυριολεξία ράχη, τρομάζουν με τους κομμένους κορμούς των δέντρων που φαντάζουν στα ματάκια τους σαν «τέρατα της κολάσεως». Τα πανέμορφα υψωματάκια μερικές δεκάδες μέτρα από τα σπίτια, στολίδια ανεκτίμητα της περιοχής, βυθίστηκαν στο έρεβος της σιωπής και της κατάθλιψης.

Εδώ που μήτε για να πάρουν ανάσα δε σταματούσαν τα πουλιά να κελαηδούνε τώρα δεν υπάρχει... κουνούπι! Μαζί με τα φυτά κάηκαν και τα ζώα. Το βασίλειό τους στην περιοχή ξεκληρίστηκε. Και καλά οι Βραδυκίνητες χελώνες δεν πρόκαναν ν' απομακρυνθούν καθώς κι οι σκαντζόχοιροι, να την πάθουν όμως και τα ερπετά και τα ποντίκια που πρώτα αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο; Κάνει εντύπωση πως τα τύλιξε όλα στις φλόγες της η φωτιά.

-- Παππού κι ένα φίδι ξεφωνίζει ο Κωστάκης και συμπληρώνει η Ελενίτσα: να και μια σαύρα.

Κοντά στ' άγρια κάηκαν τα ήμερα γουρουνόπουλα και κοτόπουλα από το γειτονικό με το δάσος ζωοτροφείο. Εγιναν ψητά... πριν την ώρα τους!

Οι μόνες ζωντανές υπάρξεις που συναντήσαμε στον κολασμένο τόπο ήταν ένα μικροσκοπικό πετεινάρι, που οδηγούσε δύο μεγαλόσωμες πουλάδες και τους έκανε μάλιστα τον νταή κορδώνοντας το στηθάκι του και τσιτώνοντας τις πυρρόξανθες φτερούγες του. Η αλαζονική συμπεριφορά του εντυπωσίασε μικρούς και μεγάλους, καθώς ύστερα από πολλά καμώματα πήρε δύο τρεις στροφές με την άκρη της φτερούγας του να ξύνει τις στάχτες κι αμέσως μετά, να... σηκώνει το ανάστημά του και να κράζει θριαμβευτικά: ΚΟΥΚΟΥΡΙΚΟΥΟΥ!

Η κραυγή του... καβαλιέρου θα μπορούσε να ερμηνευτεί και σαν παρόρμηση και προσταγή στις συνοδούς του, ότι η ζωή συνεχίζεται και μέσα από τις στάχτες, όπως ο γνωστός φοίνικας.

-- Βρε το νανάκι, έκαναν τα παιδιά ενθουσιασμένα από το ευχάριστο στιγμιότυπο μέσα στην πένθιμη ατμόσφαιρα.

-- Σκέψου να ήταν και ολόκληρο μερτικό ο μπαγάσας, σχολίασαν οι μεγάλοι και το χαμόγελο έβαψε πρόσκαιρα τα χείλη τους...

***

Από το σημείο του σπιτιού που κάθομαι και αραδιάζω στο χαρτί τα συμβάντα κυριαρχεί το μαύρο στον περιβάλλοντα χώρο. Λίγο ακόμα οι φωτιές θα πηδούσαν τους αυλότοιχους και θα μπαίνανε στα σπίτια, όπως έκαναν σε κάποιες περιπτώσεις, άλλωστε το πρόβλημα - εκτός των ζημιών - είναι και το πώς οι ευδιάθετοι Πατρινοί θα συνηθίσουν το σκούρο και αποκαρδιωτικό τοπίο.

Οπου να γυρίσεις να δεις, το κορμί της πατρίδας έχει βαριά εγκαύματα που μας πληγώνουν την ψυχή. Λες να πάρω... καράβι να φύγω, να μη βλέπω αυτήν την κατάσταση, τον «ΠΟΛΙΚΟ» των παιδικών χρόνων ας πούμε ή την «ΠΥΛΑΡΟ» με τη μακαρονάδα ρεγάλο, μα πού να πας; Ολη η ανθρωπότητα είναι καζάνι που βράζει έτοιμο να εκραγεί. Πάλι καλά εδώ και θα μπορούσε να είναι καλύτερα... ώσπου ν' ανοίξουν οι αιθέρες προς τους άλλους πλανήτες! Δεν είναι απίθανο με τη φόρα που πήρε ο άνθρωπος και στον... πολικό αστέρα να φτάσει, αν δεν κάψει τα φτερά του, όπως ο Ικαρος.


Του
Β. ΜΗΝΙΩΤΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ