Κυριακή 17 Σεπτέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ορθοδοξία και ελληνικότητα

Γρηγοριάδης Κώστας

ΗΟρθοδοξία είναι όρος και προϋπόθεση ελληνικότητας; Πολύ της μόδας έγινε το ερώτημα στις μέρες μας, καθώς το θέμα των ταυτοτήτων έθεσε επί τάπητος το ζήτημα των στοιχείων που διαμορφώνουν τη συνείδηση ενός έθνους. Το πρόβλημα τίθεται από δύο πλευρές: από εκείνη της Εκκλησίας, που θεωρεί ότι η ορθοδοξία αποτελεί συνθήκη «εκ των ων ουκ άνευ» για να είναι κανείς Ελληνας και ότι η ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί την κιβωτό των παραδόσεων του «γένους». Η δεύτερη πλευρά, εκείνη των θιασωτών - κάποτε όψιμων - του διαφωτισμού - θεωρεί ότι η ελληνική συνείδηση είναι απότοκη ακριβώς αυτής της πνευματικής κίνησης και ότι η Εκκλησία και το ορθόδοξο δόγμα έπαιξαν λιγότερο σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή.

Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί, εάν δεν ξεκαθαριστεί ο ρόλος του φαινομένου «θρησκεία» ως στοιχείου του εποικοδομήματος των ταξικών κοινωνιών και η ιστορική του πορεία που ορίζεται από τις μεταλλαγές και τις εξελίξεις της βάσης (αλλά και επιδρά με τη σειρά του σε αυτές).

Η ορθοδοξία είναι παλαιότερη από το ελληνικό έθνος. Αν προσπαθούσαμε να δώσουμε έναν ορισμό στο τι σημαίνει «ορθοδοξία» θα μπορούσαμε να τον διατυπώσουμε ως εξής: ορθοδοξία είναι η δογματική και εκκλησιαστική αποτύπωση της χριστιανικής θρησκείας που κυριάρχησε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ως επίσημη θρησκεία και ως επίσημη ιδεολογική και πολιτική έκφραση του ανατολικού μεσαίωνα. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ορθόδοξης εκκλησίας (που τη διαφοροποιούσαν από την καθολική, ακόμη πριν από το σχίσμα των εκκλησιών) ήσαν τα ακόλουθα:

  • Η ορθόδοξη εκκλησία που λειτούργησε σε ένα περιβάλλον με ισχυρή κεντρική εξουσία δεν μπόρεσε να παίξει τον αυτόνομο πολιτικό ρόλο που έπαιζε η παπική έδρα στη Δύση.
  • Η ορθόδοξη εκκλησία διέσωσε, στο τυπικό και στη γλώσσα της, πολλές μνήμες του αρχαίου ελληνικού κόσμου, καθώς και την ελληνική γλώσσα (κυρίαρχη στους πληθυσμούς και, από τον 7ο αιώνα, επίσημη στο βυζαντινό χώρο).
  • Η ορθόδοξη εκκλησία που αναπτύχθηκε στον ανατολικό χώρο, ταλανίστηκε από αιρέσεις και δογματικές διαφορές που απηχούσαν φιλοσοφικές αντιλήψεις παγιωμένες στους πληθυσμούς της Εγγύς Ανατολής, με πολύ έντονο το μεταφυσικό στοιχείο. Τελική αποτύπωση αυτής της διαμάχης ήταν οι μεγάλες εικονομαχικές έριδες, με τη «συμβιβαστική» λύση που βρέθηκε: να απεικονίζεται το «θείο» ως εικόνα όχι όμως και ως άγαλμα, κάτι που συμβαίνει στην καθολική εκκλησία.
  • Η ορθόδοξη εκκλησία και το δόγμα του οποίου αποτελεί την οργανωτική αποκρυστάλλωση, εξέφρασε την κοινωνική και οικονομική βάση της αυτοκρατορίας: μια βάση, η οποία προχώρησε με πολύ αργότερους από τη Δύση ρυθμούς στο φεουδαρχικό σύστημα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η ορθόδοξη εκκλησία (κάτι που έκανε και η καθολική) λειτούργησε προωθητικά στη διαδικασία της μετάβασης από το ένα κοινωνικό σύστημα στο άλλο, όντας η ίδια φορέας ιδιοκτησίας φεουδαρχικού τύπου.

Ολόκληρος ο μεσαίωνας χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων και από τη διαπάλη ανάμεσα στο βυζαντινό και το φραγκικό - λατινικό κόσμο. Αυτή η διαπάλη, που είχε ως κύριο αντικείμενο, το ποιος είναι ο βασικός κληρονόμος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εκφράστηκε και μέσα από τη σύγκρουση των Εκκλησιών και κορυφώθηκε με το σχίσμα του 1054. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ένα από τα βασικά αιτήματα της Εκκλησίας της Ρώμης ήταν η αναγνώριση του Πάπα ως ηγέτη του συνόλου των χριστιανών.

Το ορθόδοξο λοιπόν δόγμα -και η ορθόδοξη εκκλησία- σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποτέλεσε ένα διαφοροποιητικό συνειδησιακό στοιχείο του ανατολικού χώρου. Βρισκόμαστε όμως πολύ μακριά από το να μιλήσουμε για «γένος», πολύ δε περισσότερο για ελληνικό έθνος, αφού το έθνος είναι ιστορική κατηγορία της εποχής του καπιταλισμού. Το ελληνικό έθνος διαμορφώνεται τους επόμενους αιώνες, μέσα στις ιδιόρρυθμες ιστορικά συνθήκες των ξενικών κατοχών επί του ελλαδικού χώρου. Σε αυτές τις συνθήκες (μετά το 1204, οπότε συντελέστηκε η φραγκική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και, κυρίως, μετά το 1453) η ορθόδοξη εκκλησία ενίσχυσε τη θέση της, ως φορέας εξουσίας και εκπροσώπησης των ορθοδόξων και ελληνοφώνων πληθυσμών. Στις λατινοκρατούμενες χώρες ενισχύει κυρίως το διαφοροποιητικό της ρόλο από την καθολική εκκλησία (αν και δεν μπορεί πάντα, λόγω συνθηκών, να ασκήσει έντονη αντικαθολική πολιτική και, αρκετές φορές, ιδιαίτερα στην περίπτωση των Ιονίων νήσων, ενσωματώνεται με σχετική ευκολία στη διοίκηση). Μεγαλύτερη, όμως, ιστορική σημασία έχει ο ρόλος που έπαιξε η ορθόδοξη εκκλησία στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο.

Αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από το Μεχμέτ Β`, στον πατριαρχικό θρόνο ανέβηκε ο ανθενωτικός (αντίθετος δηλαδή με την ένωση των δύο εκκλησιών) Γεώργιος Σχολάριος (πατριάρχης Γεννάδιος). Ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης έγινε υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Αυτοκρατορίας (έφερε τον υπέρτατο οθωμανικό τίτλο του πασά με τις τρεις ουρές αλόγου στο λάβαρό του) και ορίστηκε ως «millet basi» (αρχηγός έθνους, όπου έθνος σημαίνει ευρεία θρησκευτική κοινότητα). Ετσι, όχι μόνο περιβλήθηκε μια κοσμική εξουσία ανύπαρκτη στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και αποτέλεσε το διαμεσολαβητή ανάμεσα στους ελληνόφωνους και ορθόδοξους υπηκόους και την οθωμανική διοίκηση, υποκαθιστώντας τη μάλιστα πλείστες φορές στα μάτια τους. Η ορθόδοξη εκκλησία είχε πλείστα δικαιώματα άσκησης εξουσίας και διοίκησης, κυρίως σε ζητήματα δικαστικά ή οικογενειακού δικαίου, ενώ επί της ουσίας δεν έχασε ούτε την έγγειο ιδιοκτησία της (η οποία προστατευόταν υπό το ειδικό καθεστώς των «βακουφιών»).

Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι ο διοικητικός ρόλος της εκκλησίας στα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας βοήθησε τη συγκρότηση της κοινότητας των ορθοδόξων και ελληνοφώνων και ότι τόνωσε το στοιχείο της κοινής τους συνείδησης. Το γεγονός όμως αυτό βρίσκεται πέρα από την παραφιλολογία περί «κιβωτού του γένους» και από τα μυθεύματα περί «κρυφού σχολειού», που ούτε υπήρξε ούτε είχε κανέναν απολύτως λόγο να υπάρξει. Καμία φεουδαρχική κοινωνία - ούτε και η οθωμανική - δεν είχε ευρύ και συγκροτημένο σύστημα παροχής παιδείας. Ομως, το γεγονός ότι πολλοί «Ελληνες το γένος» καταλάμβαναν υψηλά αξιώματα της οθωμανικής ιεραρχίας, το ότι η Μεγάλη Σχολή της Κωνσταντινούπολης λειτουργούσε εν πλήρει ελευθερία, αλλά και η έκρηξη ίδρυσης σχολείων που χαρακτήρισε ολόκληρο το 18ο αιώνα, είναι στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε καμία απαγόρευση από πλευράς οθωμανικής διοίκησης και καμία αναγκαιότητα ύπαρξης «κρυφού σχολειού».

Ωστόσο, εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός έθνους είναι η κοινή οικονομική δραστηριότητα. Στην περίπτωση των ελληνοφώνων ορθοδόξων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η δραστηριότητα αυτή ήταν η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας και η διαμόρφωση της αστικής τάξης. Οι διαδικασίες αυτές κορυφώνονται το 18ο αιώνα, εποχή που κυοφόρησε τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση και διατύπωσε το αίτημα της δημιουργίας εθνών - κρατών μέσα από το πολιτικό και φιλοσοφικό ρεύμα του Διαφωτισμού. Ο Διαφωτισμός επιδίωξε τη ρήξη με το εποικοδόμημα του παλαιότερου φεουδαρχικού συστήματος και, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αμφισβήτησε τη θρησκεία και τις εκκλησίες. Ο ελληνικός διαφωτισμός, απότοκος της ανόδου της αστικής τάξης και του αιτήματός της για δημιουργία εθνικού κράτους, ήρθε και αυτός σε ρήξη με την ορθόδοξη εκκλησία. Το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, διαπιστώνοντας ότι ετίθετο εν κινδύνω η θέση του μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής διοίκησης, αντιστάθηκε ενεργά στο Διαφωτισμό, στα πολιτικά του αιτήματα και στους φορείς του. Σε μια πορεία ραγδαίας συντηρητικοποίησης, αντιστάθηκε στη διεκδίκηση και στη διαμόρφωση ελληνικού κράτους. Είναι αρκετά γνωστά τα επεισόδια του αφορισμού του Ρήγα Φεραίου και του κινήματος του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε`. Βεβαίως, και από μια άλλη πλευρά, δε θα μπορούσαμε να υποτιμήσουμε την - κάποτε σημαντική - προσφορά και τις θυσίες του κατώτερου κυρίως κλήρου στην ελληνική επανάσταση.

Το ελληνικό κράτος που προέκυψε από την Επανάσταση αυτή ήταν ένα κράτος αστικό ως προς τις προϋποθέσεις ύπαρξής του και τους στόχους του. Η επιβίωση όμως ισχυρών φεουδαρχικών στοιχείων και θεσμών σε αυτό οδήγησε, μεταξύ άλλων, και στην επιβίωση πολλών στοιχείων του εποικοδομήματός του, ανάμεσά τους και του ρόλου της ορθόδοξης εκκλησίας. Η συνεχής προσπάθειά της να κηδεμονεύει σε πολλά ζητήματα το ελληνικό κράτος υποβοηθείται σημαντικά από το γεγονός ότι η Ελλάδα θεωρείται σχεδόν αμιγώς ορθόδοξη χώρα. Ωστόσο, αυτό το «σχεδόν αμιγώς» σηκώνει πολύ νερό. Οπωσδήποτε οι επίσημα καταγραμμένες θρησκευτικές μειονότητες στην Ελλάδα είναι λίγες και με ολιγάριθμους πιστούς. Ομως, σε μια εποχή που οι κοινωνικές αναγκαιότητες, αλλά και η πρόοδος της επιστημονικής γνώσης καθιστούν όλο και περισσότερο περιττή την ανάγκη καταφυγής στο μεταφυσικό και στο υπερκόσμιο (χωρίς να υποτιμούμε την προσπάθεια αναβίωσης μιας τέτοιας αντίληψης της πραγματικότητας) ποιος μπορεί να καταγράψει τον αριθμό των αθρήσκων ή άθεων Ελλήνων πολιτών που, ωστόσο, φέρουν στο περίφημο δελτίο ταυτότητας την ένδειξη «Χ.Ο.»; Και ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί την ελληνική εθνική συνείδηση των ανθρώπων αυτών, στους οποίους συγκαταλέγονται πάμπολλοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, όλων των μεγάλων αγώνων του ελληνικού λαού στον αιώνα μας; Σε ένα άλλο δε επίπεδο - και ας μας συγχωρεθεί η προσέγγιση των παραδειγμάτων - ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί την ελληνικότητα της μουσικής του Μάρκου Βαμβακάρη, επιφανούς τέκνου της ελληνικής καθολικής κοινότητας;

Κλείνουμε αυτό το σύντομο σημείωμα, επιχειρώντας να διατυπώσουμε ένα συμπέρασμα: δεν μπορούμε να αρνηθούμε το συγκεκριμένο και ιστορικά καθορισμένο ρόλο που έπαιξε η ορθοδοξία στη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Θεωρούμε ότι αυτή η συμβολή είναι πολύ σημαντική, κυρίως σε επίπεδο κουλτούρας: μουσικής, αρχιτεκτονικής, εικαστικών τεχνών, κάποτε και συμβόλων («Επιτάφιο» ονόμασε το κορυφαίο έργο του ο κομμουνιστής Γιάννης Ρίτσος, μια συγκλονιστική επαναστατική ελεγεία). Ομως, η θρησκεία, ως φαινόμενο του εποικοδομήματος των ταξικών κοινωνιών, είναι ιστορικά πεπερασμένη. Ετσι, μετά το 18ο αιώνα δεν ήταν και πολύ περισσότερο δεν είναι σήμερα, σε πολιτικό - ιδεολογικό - επιστημονικό επίπεδο, το στοιχείο που καθορίζει μια αντίληψη ζωής που, μεταξύ άλλων, βιώνεται και ως αίσθηση ελληνικότητας.


Της
Δώρας ΜΟΣΧΟΥ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
198 χρόνια από την Επανάσταση του 1821(2019-03-23 00:00:00.0)
Τιμητής για τις θρησκευτικές ελευθερίες!(2005-11-10 00:00:00.0)
Οργή για το σκοταδισμό(2004-08-03 00:00:00.0)
Ο ρόλος της Ορθοδοξίας(2000-10-25 00:00:00.0)
Οι επικίνδυνες απόψεις του αρχιεπισκόπου(1998-06-28 00:00:00.0)
O νέος Αρχιεπίσκοπος(1998-05-10 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ