Πέμπτη 6 Σεπτέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Η ομιλία

Μια από τις πρώτες προσκλήσεις που είχα πάρει με την επιστροφή μου στην Ελλάδα, μετά την πτώση της χούντας, ήταν από μια άγνωστη. Με καλούσε να πάω τον Δεκαπενταύγουστο στο χωριό της, τα Βούρβουρα. Το παρελθόν του χωριού έδειχνε την πολιτιστική του κληρονομιά από τον 19ον αιώνα και η πρόσκλησή μου συνδυαζόταν και με μια ομιλία.

Είχα εκπλαγεί και χαρεί. Ζήτησα πληροφορίες πώς θα έφτανα σε αυτό το χωριό. Μέχρι την Τρίπολη πήγα με το οτομοτρίς. Οταν έφτασα, όμως, στο Σταθμό Υπεραστικών Λεωφορείων, ένιωθα σαν χαμένη. Εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά έψαχναν το λεωφορείο για τον δικό τους προορισμό, και δεκάδες λεωφορεία, παλιά και μικρά, κι εγώ με ένα χαρτάκι στο χέρι, με το όνομα του χωριού και το όνομα και επίθετο της άγνωστής μου.

Είχα αφήσει στην Αθήνα τη μαμά μου με το φόβο του άγνωστου. Τελικά, βρήκα πού έπρεπε να σταθώ για το λεωφορείο. Οταν ήρθε, έγινε μια έφοδος, ποιος να μπει πρώτος. Στην οροφή του φορτώθηκαν πάνινες βαλίτσες, δέματα δεμένα με σχοινιά, διάφορες πρόχειρες αποσκευές και όσοι προλάβαμε και μπήκαμε περιμέναμε να ξεκινήσουμε. Η ζέστη ήταν αυγουστιάτικη. Ολοι ιδρωμένοι. Υστερα από αρκετή ώρα ήρθε κάποιος και είπε να κατέβουμε γιατί αυτό το λεωφορείο δρομολογήθηκε για κάπου αλλού. Οι επιβάτες κατεβήκαμε και οι αποσκευές ξεφορτώθηκαν.

Η διαδρομή για τα Βούρβουρα, στο δρόμο Τρίπολη - Σπάρτη, με αποζημίωσε. Το χωριό ήταν μια αετοφωλιά χτισμένη και κρυμμένη σε ένα πανέμορφο και πυκνό δάσος με καστανιές και καρυδιές, στον Πάρνωνα, σε πάνω από χίλια μέτρα ύψος. Το σπίτι, που χτύπησα την πόρτα του, από μπροστά φαινόταν χτισμένο κάτω από το δρόμο. Μου άνοιξαν δυο νέες κοπέλες. Τις έβλεπα για πρώτη φορά. Ομορφες και φιλικές με έβαλαν στο σπίτι τους, που από μέσα ήταν δίπατο με κατώι. Καθίσαμε στο μπαλκόνι που έβλεπε νοτιοανατολικά. Οταν άρχισε να νυχτώνει, ένιωθα να κρυώνω και να φοβάμαι. Ο πατέρας των κοριτσιών μού είπε ότι τα χτήματά τους ήταν χιλιόμετρα μακριά, στον κάμπο, που δεν έβλεπα. Οι αγρότες έφευγαν με την ανατολή του ήλιου και γύριζαν με τη δύση του.

Την άλλη μέρα η Πλατεία, στολισμένη και γεμάτη κόσμο, ήταν ένα μικρό δάσος από ελπίδες, που είχαν γεννηθεί μετά την πτώση της δικτατορίας. Ηρθε η σειρά μου να μιλήσω. Είχα προετοιμαστεί, εκτός από αυτό που θα ήταν η πρώτη σειρά του ακροατηρίου, στις καρέκλες που είχαν στηθεί για τους «επίσημους». Ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος, ο Διοικητής της Ασφάλειας, ο Μητροπολίτης και οι παρόμοιοι. Οταν στάθηκα μπροστά στο στημένο μικρόφωνο, οι επίσημοι άρχισαν να μιλάνε και να γελάνε δυνατά, καθώς ξεκοκάλιζαν ψητά κοτόπουλα και να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Ενιωσα τα δόντια μου να χτυπάνε από το κρύο.

Οι πυρκαγιές στον Πάρνωνα, στα βουνά και στις πλαγιές της Πελοποννήσου, μαζί με τη θλίψη, έφεραν στο νου μου αναμνήσεις που με περιμένουν με μια πένα και μια άσπρη κόλλα χαρτί.


Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ