Κυριακή 19 Αυγούστου 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
«I love Courds»

Γρηγοριάδης Κώστας

«Στην παλιά, μεγάλη πλατεία της πόλης, μπροστά στο ρημαγμένο αρχοντικό ενός πρωθυπουργού του περασμένου αιώνα, του Κουμουνδούρου, έχουν εγκατασταθεί, εδώ και ένα χρόνο - σκόρπιο, τρομαγμένο κοπάδι - εκατοντάδες Κούρδοι πρόσφυγες.

Κράτος δεν έχουν. Πατρίδα; Τώρα έχουν για πατρίδα αυτή την πλατεία με τους ευκάλυπτους και τα άλλα δέντρα και τις αφετηρίες των λεωφορείων για τα δυτικά προάστια.

Αχμέτ Αλί, Μακί, Μοχάμεντ, Ζουμά, Μαζλούκ, Καμάλ, Ραμασάν. Ενρινοι, λείοι, λαγαροί ήχοι εγκαρτέρησης. Η Ανατολή, όπως την έχεις - αν δεν την ξέρεις - στο μυαλό σου.

Ηρθαν από ορεινές περιοχές. Ανάμεσα σε Τουρκία, Ιράκ, Περσία. Εκεί, που περισσεύει το πετρέλαιο. Κάποιοι έκαψαν τα χωριά τους.

Γυναίκες; Λίγες. Ηλικιωμένες. Περισσότερες θα βρεις σε άλλους καταυλισμούς Κούρδων. Στο Λαύριο, στον Αγιο Αντρέα, στην Πεντέλη. Σοντάρ, Μπεσρά, Εβιντάρ, Φατμά, Σαχνάζ, Ντελάλ, Σαχραζάτ.

Χειμώνας. Πάγος. Υγρασία. Χίλιες και μία νύχτες.

Ετυχε να μένω σ' ένα σπίτι, στο νούμερο 5 της πλατείας. Στον τρίτο όροφο. Το έχτισε κάποιος "καταραμένος" αρχιτέκτονας. Μάρθας. Εχει μεγάλα, τετράφυλλα παράθυρα, που από πάνω τους προβάλλουν στρογγυλοί, παράξενοι φεγγίτες. Κάθομαι μπροστά σ' ένα απ' αυτά. Θέλω - δε θέλω, τους βλέπω.

Μέσα στην πλατεία, μια εκκλησία. Μικρή. Οι Αγιοι Ανάργυροι. Πιο δεξιά, το παλιό Δημοτικό Βρεφοκομείο. Μικρό και μεγάλο κτίριο. Τώρα εδώ κάνουν εκθέσεις. Στον τοίχο ενός κτιρίου, δίπλα στο δικό μας, ένα σύνθημα: ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ. Μπούρδες.

Στα παρτέρια της πλατείας, σκηνές. Μπλε, κόκκινες. Σ' όλα τα χρώματα. Σε ξύλινες βάσεις. Σκεπασμένες, μερικές, με νάιλον. Ιχνη από γκαζόν. Κάποιες πλαστικές καρέκλες. Αποφάγια. Πεταμένα παπούτσια. Κάλτσες. Χαρτόκουτα. Φλούδες. Πλαστικά ποτήρια. Ενα παιδικό στρώμα πάνω σ' ένα μοντέρνο γλυπτό.

Αδύνατοι, μέτριοι στο ύψος, μελαχρινοί, οι πρόσφυγες συζητάνε σε παρέες ή πηγαινοέρχονται με τις φθαρμένες φόρμες και τα πάνινα παπούτσια μέσα και γύρω απ' την πλατεία. Από το άνοιγμα μιας σκηνής διπλωμένες κουβέρτες. Στο άνοιγμα μιας άλλης ένα κομμάτι αντρικού κορμιού. Πρόσωπα.

Το κασετόφωνο σκορπίζει γύρω την κελαρυστή, γάργαρη - σαν παράπονο μουεζίνη - φωνή, που γράφει μια νοσταλγική μελωδία. Παλιοί καναπέδες. Πρόχειρα, ξύλινα τραπέζια στη σειρά. Πεινάς; Διψάς; Να. Ενα μικρό παζάρι. Σουβλάκια σε λεπτές, μεγάλες πίτες. Ρύζι φτιαγμένο με τομάτα και κρεμμύδι, ηλιόσποροι, τσάι αρωματισμένο. Κόκα κόλα, γάλα σε κουτιά, μακαρόνια. Θες κι άλλα; Είδη κουζίνας, μίνι γκαζ, μεταχειρισμένα ρούχα και παπούτσια. Ενας γέρος με σαρίκι. Πουλάει τσιγάρα. Στο πεζοδρόμιο παζαρεύουν φτηνές τηλεκάρτες.

Πίσω από την εκκλησία αυτοσχέδια κουρεία. ΜΠΑΡΜΠΕΡ ΙΤΖΕΔΙΝ. Φρεσκοξυρισμένα, μελαχρινά πρόσωπα. Πιο κει, στα σκαλοπάτια, στην πίσω, κλειστή είσοδο του Βρεφοκομείου, ανθρώπινα περιττώματα.

Στην άλλη πλευρά, το μάρμαρο ενός σιντριβανιού καψαλισμένο από κάποια πρόχειρη φωτιά. Στο τραπεζάκι ενός μικρέμπορα ένας σωρός από κιμά σε σχήμα και όψη ανοιχτού κρανίου.

Κατεβαίνω. Βγαίνω. Προσπερνώ τις μαύρες σημαίες - που μαγαζάτορες και κάτοικοι έχουν υψώσει για να φύγουν οι Κούρδοι - και πηγαίνω στους φίλους μου. Ο,τι μαθαίνεις, είναι χρήσιμο. Πώς ήρθαν αυτοί οι άνθρωποι εδώ; Πεντακόσιοι άνθρωποι, εκατό τρόποι. Ο Αγκίτ και ο Ισα ήρθαν από τον Εβρο, με τα πόδια. Κάτι Τούρκοι - για χίλια δολάρια - τους έδειξαν να περάσουν το ποτάμι χωρίς να πέσουν σε νάρκες ή περίπολο. Ο Τζελάλ ταξίδεψε με αεροπλάνο. Κωνσταντινούπολη - Τίρανα. Από κει Αυλώνα. Μετά Σκόπια. Μετά τον έκρυψαν σε οροφή επιβατικού τρένου. Νάτος. Τέσσερις χιλιάδες δολάρια. Ο Μποτάν και ο Καμάλ; Από Βουλγαρία. Σε βαγόνι με εμπορεύματα. Τρεις χιλιάδες δολάρια. Ο Λακ και ο Αγκερ διάλεξαν τη θάλασσα. Βηρυτός - Σητεία. Δυο χιλιάδες δολάρια. Αλλοι πέρασαν σε Κω, Κάσο, Ανδρο. Εξήντα οχτώ, ως τώρα, πνίγηκαν.

Απ' το να κάθονται και να τους καίνε τα αεροπλάνα! Κι απ' το να σβήνουν στις φυλακές του Μάρντιν, του Μπίγκεϊολ και της Αγκυρας. Αχ, Ντιαρμπακίρ και Αματ, Καραγκιόλ και Ντερσίμ!

Μεγάλο το κύκλωμα. Νταλικέρηδες, ταξιτζήδες, τελωνειακοί. Και, πρώτα, οι εγκέφαλοι. Ελληνες, Σύροι, Λιβανέζοι, Τούρκοι, Αλβανοί, Κούρδοι. Βλέπεις αυτόν, με το κινητό στ' αυτί του; Τον άλλον, με το γουόκμαν; Φίλοι τους τσάκισαν τα πόδια του Τζουμά, προχθές, πίσω από το ΙΚΑ. Οικονομικές διαφορές, έγραψαν οι εφημερίδες.

Στη ζωή, κάποια δουλιά πρέπει να κάνεις. Τζάμπα δε θα 'ρχόντουσαν όλοι τούτοι εδώ. Εύκολο το 'χεις να είσαι δουλέμπορος; Και χρήματα μπορείς να χάσεις. Και πέντε σφαίρες μπορούν να σου φυτέψουν στο πόδι οι λιμενικοί.

Ο Στράτος από τη Δράμα, ο ψιλικατζής της Ευριπίδου, φωνάζει. Τι θέλουν όλοι αυτοί εδώ; Και το κράτος τι κάνει; Κι εκείνου ο πατέρας ήταν πρόσφυγας. Από τα βάθη της Τουρκίας κι αυτός. Αλλά όχι κι έτσι. Απ' το Εϊκούτ, νομός Τοκάτ. Σαριπαπάς, ο παππούς του. Ξανθός παπάς. Ο μπαμπάς του έξι χρόνια στη ζητιανιά, παιδί, μαζί με άλλους. Εφτασε μέχρι το Αλέπ, στη Συρία. Με μια σκέτη κελεμπία. Ετούτοι, όμως, το παράκαναν.

Η κυρία Καίτη, που έχει διαμέρισμα στην απέναντι πλευρά της πλατείας, είδε κάποιους που έκαναν στοματικό έρωτα. Τράβηξε και βίντεο. Το έστειλε στη Βουλή.

Για να πω την αλήθεια, εγώ δεν είδα ακόμα κάτι τέτοιο. Και άλλωστε, τι; Πήγα μια μέρα στα ουρητήρια, στην πάνω δεξιά γωνία της πλατείας. Εκεί που γυροφέρνουν κάτι κακομούτσουνοι, μαυριδεροί τύποι. Κατέβηκα τα σκαλιά. Πεντακάθαρα. Εχει φύλακα, βλέπεις. Κατούρησα. Σ' ένα από τα άσπρα, γυαλιστερά πλακάκια του τοίχου, είδα μια φράση με λεπτό μαρκαδόρο. I LOVE COURDS. Λάθος. Το σωστό είναι KURDS. Σημασία, όμως, έχει το νόημα.

Δεν είμαι ρατσιστής, λέει ο Στράτος. Ξαναπιάνει την ιστορία του πατέρα του. Εφτασε πρόσφυγας στην Κέρκυρα. Μετά τους πήγαν στο Κερατσίνι. Μετά στο Χαρμάνκιοϊ, στη Νέα Μηχανιώνα, στον κόλπο του Ορφανού. Μετά στο Μυρσινερό - έπειτα Πεπελές - στο Φαλακρό Βουνό, πάνω από τη Δράμα. Τέλος, στο Λιβάδι Κατερίνης. Αυτό είναι προσφυγιά! Ενώ ετούτοι...

Πρόσφυγες είν' αυτοί, να παίζουν το πουλί τους; Βολεύτηκαν όλοι οι ομοφυλόφιλοι της περιοχής. Ο Στράτος, στην Κατοχή, ήταν τρία χρόνια στα βουνά. Με τον Αντόν Τσαούς. Εθνικόφρονας. Πεινούσαν, αλλά δεν έκαναν τέτοια πράγματα. «Αναστάς καπετάν!», λέει κι αναστενάζει.

Καταμεσήμερο της περασμένης Τρίτης, ακούστηκαν φωνές. Κοίταξα απ' το παράθυρο. Είδα κόσμο στο κάτω μέρος της πλατείας. Προς τη Διπύλου. Πήρα τα κιάλια. Κάτι με τύφλωσε. Καθρεφτάκι; Οχι. Μαχαίρι! Ωσπου να φτάσω στο δρόμο, όλοι είχαν μαζευτεί γύρω από κάτι. Ο Καμάλ. Τον είχαν πλευρίσει τρεις, μου είπαν. Τους χρώσταγε 500 δολάρια, που τον είχαν φέρει από τη Βουλγαρία, σε κλειστό βαγόνι. Τον είχαν κλειδωμένο με άλλους σ' ένα δωμάτιο. Τους ξέφυγε σ' ένα ντου της αστυνομίας. Τον βρήκαν πάλι. Θα τα βάλει ο αδελφός μου σε μια τράπεζα, στη Σουηδία, τους είπε. Τον κάρφωσε, ο ένας, στην καρδιά. Πρόλαβε και τραυμάτισε τον άλλο. Στο λαιμό. Ο τρίτος χάθηκε.

Σειρήνα νοσοκομειακού. Ηρθε. Τους πήρε.

Χαράματα χτες, η πλατεία γέμισε αστυνομικούς. Μπλόκο. Οσοι Κούρδοι πρόλαβαν, έφυγαν. Τους άλλους τους έριξαν σε κλούβες. Τους γύριζαν δεκαέξι ώρες εδώ κι εκεί. Μετά τους έκλεισαν σ' ένα άδειο, παλιό στρατόπεδο, έξω από την πόλη, στο βουνό. Εκείνοι άνοιξαν το σύρμα. Εφυγαν. Τους είδαν να κατηφορίζουν μια πλαγιά, με τα υπάρχοντά τους στον ώμο.

Σήμερα, αύριο, θα γινόταν.

Η πλατεία άδειασε.

Ο δήμαρχος έστειλε συνεργεία.

Ρούχα, κουβέρτες, σκηνές, ένας σωρός.

Η πλατεία αστράφτει.

Καλύτερα έτσι;».


Του
Φώντα ΛΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ