Κυριακή 3 Ιούνη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων

Πόντιοι πρόσφυγες
Πόντιοι πρόσφυγες
Μια αντικειμενική προσέγγιση της σφαγής των Ελλήνων του Πόντου πιστεύω ότι κατ' αρχάς απαιτεί την αποστασιοποίησή μας από τις κρατούσες και συνεχώς αναπαραγόμενες αναλύσεις και αντιλήψεις που περιορίζονται κυρίως στην αναγωγή της καταστροφής του ποντιακού ελληνισμού σε «φυλετικά» κριτήρια.

Στερεότερα και χρήσιμα ακόμα και για τη σημερινή κατάσταση συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν, αν στο πλαίσιο των ιστορικών ερευνών δοθεί το απαιτούμενο βάρος σε ορισμένες βασικές παραμέτρους του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, μέσα στο οποίο εκτυλίχτηκε ο αφανισμός των Ελλήνων της Τουρκίας. Σε αυτές τις παραμέτρους ανήκουν οπωσδήποτε: α) η διαδικασία διαμόρφωσης έθνους-κράτους από την τουρκική αστική τάξη στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, β) το ήδη τότε διαμορφωμένο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και η διαπάλη στο εσωτερικό του των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τόσο μεταξύ τους όσο και με μικρότερα καπιταλιστικά κράτη, γ) τα ξεχωριστά συμφέροντα και η δράση της αστικής τάξης των διαφορετικών εθνοτήτων του οθωμανικού και κατοπινά τουρκικού κράτους (στην προκειμένη περίπτωση των Ελλήνων αστών του Πόντου, αλλά και της Κωνσταντινούπολης και της Μ. Ασίας) και δ) ο ρόλος της αστικής τάξης των «μητροπολιτικών» κρατών, στα οποία προσβλέπουν οι αντίστοιχες μειονότητες (στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας).

Η εναπόθεση στην εκάστοτε αστική τάξη τόσο των ελπίδων όσο και της ηγεσίας του αγώνα ενάντια στη βάναυση εθνική καταπίεση, σε μια περίοδο μάλιστα που η αστική τάξη είχε παγκοσμίως προ πολλού αποβάλει τον οποιονδήποτε προοδευτικό της ρόλο, αντικειμενικά πια δεν μπορούσε να συμβάλλει στη συνεπή διεξαγωγή οποιουδήποτε αστικοδημοκρατικού ή εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Αυτό φάνηκε ήδη με το ριζοσπαστικό ρεύμα του Νεοτουρκισμού, που ξεκινώντας από το 1889 και μετά από σκαμπανεβάσματα θα καταλήξει το 1907 στη νικηφόρα επανάσταση των Νεότουρκων. Μιας αστικής κατά τον αντικειμενικό ταξικό της χαρακτήρα και κατά τους υποκειμενικούς στόχους που έθετε (επαναφορά συντάγματος, περιορισμός της απολυταρχίας), που ακριβώς λόγω της κοινότητας των συμφερόντων διέθετε ένα μεγάλο λαϊκό έρεισμα σε όλες τις εθνότητες. Οι φορείς της όμως προτίμησαν να μη ριζοσπαστικοποιήσουν περισσότερο αυτές τις μάζες στην κατεύθυνση ενός πλήρους, αστικού έστω εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο οδηγήθηκαν στον εκφυλισμό (στο συμβιβασμό με τους φεουδάρχες και με το ξένο μεγάλο κεφάλαιο) και συνεπακόλουθα στην αντίδραση.

Χωρίς να έρθουν σε κανενός είδους ρήξη με το ξένο κεφάλαιο θα καλλιεργήσουν την ιδεολογία του Παντουρκισμού (Τουρανισμού) για την καταπίεση των άλλων εθνοτήτων. Είναι οι ίδιοι που θα χρεωθούν κατά κύριο λόγο τις βαρβαρότητες ενάντια στις άλλες εθνότητες, με αποκορύφωμα τη σφαγή του αρμένικου λαού (1915/1916).

Ο εθνικισμός τους εξαντλούνταν αποκλειστικά στη μαζική εξόντωση των καταπιεσμένων εθνοτήτων και αφού αυτό συνέφερε (ή ακόμα και επιβαλόταν από) τους επίσης «αλλόφυλους», «αλλοεθνείς» και «αλλόθρησκους» ιμπεριαλιστές (στην προκειμένη Γερμανούς) συμμάχους τους.

Για τα ομοεθνή με αυτούς φτωχά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, η «εθνική» πολιτική των Νεότουρκων όχι μόνο δε στόχευε στην έστω και στοιχειώδη βελτίωση των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους, αλλά και συνέβαλε τα μέγιστα στη μαζική εξολόθρευσή τους, ως στρατιώτες στα μέτωπα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου.

Ο υπερτονισμός της κοινότητας των θρησκευτικών ή εθνοφυλετικών κοινών στοιχείων αποτέλεσε απλά το - ομολογουμένως πολύ επιτυχημένο και γι' αυτό ακόμα επίκαιρο - εργαλείο των μεγαλοαστών, για τον εγκλωβισμό αυτών των στρωμάτων στις εκάστοτε στρατηγικές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης.

Αυτό βεβαίως δεν αφορά μόνο στην «από κει» πλευρά αλλά και στην «καθ' ημάς».

Στην Ελλάδα μάλιστα η αστική τάξη διασπάστηκε σε δύο τμήματα, όχι βεβαίως στη βάση του αν η χώρα θα έπρεπε ή όχι να συμμετάσχει στον αιματηρό, πολυδάπανο και άδικο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά με βάση ποια από τις δύο εμπόλεμες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες είχε τις περισσότερες πιθανότητες να αναδειχτεί νικήτρια και να παράσχει στην ελληνική αστική τάξη έστω και την ελάχιστη στήριξη για τη διεύρυνση της επικράτειάς της. Η διάσπαση αυτή εγκλώβισε συνολικά τα λαϊκά στρώματα εντός αμφοτέρων των στρατοπέδων ακριβώς κάτω από τα ψευδεπίγραφα συνθήματα περί «εθνικής ιδέας» και περί «εθνικών συμφερόντων», που χρησιμοποίησαν εξίσου και οι δύο αντίπαλες πλευρές.

Το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου δεν έφερε την Τουρκία απλά στη θέση του ηττημένου. Εκτός από τις εσωτερικές οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις είχε να αντιμετωπίσει και τις ορέξεις των νικητριών δυνάμεων του πολέμου, που όλες τους ήθελαν κι από ένα κομμάτι της χώρας.

Είχε προηγηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου το μοίρασμα ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία οθωμανικών περιοχών, όπως η Παλαιστίνη, ενώ ταυτόχρονα παρακινούσαν τους εκεί φυλάρχους να πολεμήσουν στο πλευρό τους με δήθεν αντάλλαγμα την ανεξαρτησία τους!

Στις 15 (με το παλιό ημερολόγιο 2) Μάη 1919, με την προτροπή των Βρετανών ιμπεριαλιστών, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στη Σμύρνη. Την ίδια περίοδο, και με προτροπή των ίδιων «προστατών», η εθνικιστική κυβέρνηση των «Ενωτικών» (Ντασνάκ) του νεοσύστατου (28/5/1918) αρμενικού κράτους ενθαρρυνόταν να δημιουργήσει τη «Μεγάλη Αρμενία» με την απόσπαση τμήματος της Ανατολικής Ανατολίας.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε μια νέα αστική επανάσταση, απελευθερωτικού πλέον χαρακτήρα, με ηγεσία τα ριζοσπαστικά τμήματα της τουρκικής αστικής τάξης, μιας εκμεταλλευτικής δηλαδή τάξης. Από δω και πέρα οι επαναστατικές δυνάμεις ξεκινούν έναν περίπλοκο και δύσκολο πόλεμο με διάφορους αντιπάλους. Εκτός από το στρατό του σουλτάνου (που αποτελείται από κάθε λογής οπαδών του φεουδαρχικού συστήματος) έχουν να αντιμετωπίσουν και τις εμπειροπόλεμες ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και τους ντόπιους μη τουρκικούς πληθυσμούς, που ξεσηκώνονται στο πλευρό της Υψηλής Πύλης (του τυραννικού θεσμού που χρόνια τους καταπίεζε και τους αφάνιζε) καθ' υπόδειξη των κατοχικών δυνάμεων.

Οι Πόντιοι ξεσηκώνονται με προτροπή της «μητέρας πατρίδας» (της τυχοδιωκτικής ελληνικής αστικής τάξης), οι Κούρδοι με προτροπή των Αγγλων, ενώ οι Αρμένιοι όπως προαναφέραμε εισβάλλουν στο ανατολικό τμήμα. Είναι κατανοητό, ότι μόνο με μεγάλη αποφασιστικότητα (αλλά και σκληρότητα ταυτόχρονα) θα μπορούσε ο κεμαλικός στρατός να αντεπεξέλθει σ' έναν τόσο πολυμέτωπο αγώνα. Τελικά κατάφερε να υποχρεώσει τις γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις να αποσυρθούν από την κυρίως Τουρκία, (Δεκέμβρης 1919 - Μάης 1920). Οι εθνικιστικές αρμένικες δυνάμεις των Ντασνάκ μετά από πανωλεθρία θα ανατραπούν από τα αρμένικα λαϊκά στρώματα, εγκαθιδρύοντας τη σοβιετική εξουσία στο Ερεβάν (29/11 - 3/12/1920).

Το 1921, ο ελληνικός στρατός θα παραμείνει μοναδική εμπόλεμη ξένη στρατιωτική δύναμη στο τουρκικό έδαφος, καθώς οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αναπροσανατολίζονταν πλέον προς μια συμμαχία με την τουρκική αστική τάξη, ώστε με μικρότερο ρίσκο να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή.

Αυτό δε θα επιφέρει μόνο την καταστροφή του ελληνικού στρατού, ένα χρόνο αργότερα (Αύγουστος 1922), αλλά και τον αιματηρό ξεριζωμό του ελληνισμού.

Ασχετα από το πώς εκτιμούμε συνολικά την τελική έκβαση αυτής της τουρκικής επανάστασης και τους συμβιβασμούς στους οποίους κατέληξε, είναι καθαρό ότι το κάθε ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη επωμίστηκε συγκεκριμένες ευθύνες απέναντι σ' αυτήν την επανάσταση, καθώς και τις συνέπειες των επιλογών του. Μόνο που οι «μικρές» εθνότητες αποδεκατίστηκαν, ενώ οι ιμπεριαλιστές (που τις είχαν ξεσηκώσει) συνέχιζαν να πλουτίζουν σε βάρος του τουρκικού λαού ακόμα και μετά την επανάσταση και σε στενή συμμαχία με τη νέα άρχουσα, πλέον, τουρκική αστική τάξη.

Ως υποστήριξη στα όσα προανέφερα επιτρέψτε μου να παραθέσω και ορισμένες πλευρές των εξελίξεων στον ίδιο τον Πόντο, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου.

Ο διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου γράφει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του: «Με την υποχώρηση των Ρώσων ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου βρέθηκε σε άσχημη θέση. Ως την τελευταία στιγμή κανείς δεν πίστευε ότι ο ρωσικός στρατός μπορούσε να υποχωρήσει. Οταν όμως τον είδαν να εγκαταλείπει τα πάντα και να φεύγει, άρχισαν να σκέφτονται και τη δική τους υποχώρηση. Δυστυχώς δεν είχαν τα μέσα και έφευγαν όσοι ήταν οικονομικά ισχυροί...

...Τότε η ηγεσία της Τραπεζούντας κινήθηκε και παρήγγειλε σ' όλες τις περιφέρειες, που βρίσκονταν κατά μήκος των συνόρων, να οργανωθούν, να οπλιστούν και να κρατήσουν το μέτωπο. Επειδή όμως οι Ελληνες αυτής της περιοχής δεν ήταν δυνατόν ν' αποτελέσουν μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη που να κρατήσει το μέτωπο, άρχισαν να διαδίδουν παντού ότι στο Καρς, στην Τιφλίδα κλπ οργανώθηκε μια ελληνική Μεραρχία, που θα έτρεχε να βοηθήσει τους Ποντίους, ότι σύντομα θα πρόφταιναν και τα Αρμένικα, Γεωργιανά και Κοζάκικα στρατεύματα κλπ. Με τις διαδόσεις αυτές ο ελληνικός πληθυσμός πίστεψε ότι θα μπορούσε να κρατήσει το μέτωπο και άρχισε να οργανώνεται. Τότε ακριβώς ρίχτηκεν η ιδέα του Ελεύθερου Πόντου».

«Αλλά (...) η πρόχειρη οργάνωση και ο εξοπλισμός μερικών τμημάτων, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν σοβαρή αντίσταση. Οι υποσχέσεις για στρατιωτική βοήθεια από τον Καύκασο, κλπ έμειναν απραγματοποίητες. Οι Ελληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας του Πόντου αναγκάστηκαν να φύγουν και ο λαός έμεινε με τα όπλα στα χέρια, εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών».

Πρέπει να επισημάνω ότι αρκετές πλούσιες οικογένειες Ποντίων προπαγάνδιζαν την ιδέα του Ελεύθερου Πόντου, εκ του ασφαλούς, από τα απέναντι βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου, όπου είχαν μετεγκατασταθεί για να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του πλούτου τους.

Οι παροτρύνσεις από το εξωτερικό - για διαφόρους λόγους η κάθε μία - είχαν σημαντικό μερίδιο ευθύνης ως προς την τελική έκβαση του εγχειρήματος του Ανεξάρτητου Πόντου. Σε μια συνάντηση Ποντίων εκπροσώπων του εξωτερικού με την ελληνική αντιπροσωπεία, ένας Πόντιος από τη Ρωσία τόνιζε προφητικά: «Εσείς φωνάζετε για τον Ελεύθερο Πόντο, αλλά κανείς από σας δε βρίσκεται εκεί πέρα να οργανώσει επανάσταση ή να ενεργήσει επικεφαλής του έθνους... Ο Πόντος όμως δεν ελευθερώνεται, αν δε χύσουμε αίμα. Εμπρός λοιπόν κύριοι. Πηγαίνετε στον Πόντο, τεθείτε επικεφαλής του Εθνους και αγωνιστείτε για την ελευθερία του. Εγώ σας δίνω το λόγο μου ότι με τον εδώ στρατό μας θα σας συνδράμω. Δεν πηγαίνετε όμως. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα που φέρνετε με τις φωνές σας από δω; Θα ξυπνήσετε το μίσος των Τούρκων και μια μέρα ο λαός του Πόντου, που είναι ανίδεος και δεν ξέρει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σας, θα πληρώσει τα αποτελέσματα των ενεργειών σας».

Καθ' όλη την περίοδο αυτή είχαν πραγματοποιηθεί διάφορες ενέργειες από πλευράς της ποντιακής ηγεσίας για υπαγωγή της περιοχής υπό βρετανική ή αμερικανική εντολή (και αφού είχε διαφανεί πλέον η απροθυμία του Βενιζέλου να στηρίξει την υπόθεση ενός ανεξάρτητου Πόντου). Μετά το ναυάγιο των προσπαθειών αυτών, ο μητροπολίτης Χρύσανθος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για την ίδρυση Ποντο-Τουρκικού Κράτους: «Αλλά λίγο αργότερα, μόλις ψιθυρίστηκε ότι ήταν ενδεχόμενο να ανατεθεί στους Ελληνες η εκκαθάριση της Ανατολικής Θράκης και σε αντάλλαγμα να επιδικαστεί αυτή στην Ελλάδα, ο Ελληνας πρωθυπουργός διέταξε να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με τη δικαιολογία ότι οι προθέσεις των Τούρκων δεν ήταν ειλικρινείς».

Παρά τις επανειλημμένες διαπιστώσεις σε εκθέσεις του υπουργείου Εξωτερικών ότι η κατάσταση των Ποντίων ήταν τραγική, η ελληνική άρχουσα τάξη προτίμησε να τους κρατήσει εκεί, ώστε να αποτελέσουν ένα είδος αντιπερισπασμού στις επιδιώξεις της στη Μικρά Ασία. Η ελληνική αστική τάξη χρησιμοποίησε τους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου αποκλειστικά και μόνο ως στρατηγικό αντιπερισπασμό ή διαπραγματευτικό χαρτί προκειμένου να πετύχει τη διεύρυνση της επικράτειας του ελληνικού κράτους, ως ανταλλάγματα για τις πιστές της υπηρεσίες στο πλευρό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Από την άλλη πλευρά, η τουρκική αστική τάξη, στα πλαίσια της συγκρότησης του δικού της έθνους - κράτους και μην μπορώντας να αφομοιώσει το εγχώριο ελληνικό κεφάλαιο, ένα κεφάλαιο άκρως ανταγωνιστικό και επικίνδυνο για το «ζωτικό της χώρο», καθώς αυτό αποτελούσε τον φορέα της ένωσης με την Ελλάδα και στηριζόταν και στις λόγχες του ελληνικού στρατού, έστρεψε τις ενέργειές της προς τον αφανισμό του. Συσπείρωσε γύρω της και κινητοποίησε με σοβινιστικά συνθήματα σημαντικά τμήματα του τουρκικού λαού, εναντίον όχι μόνο της αστικής τάξης της Ελλάδας, αλλά και ενάντια στους ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκίας, στους οποίους βεβαίως συμπεριλαμβάνονταν και οι Ελληνες του Πόντου.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι γνωστά: όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκαν τα τυχοδιωκτικά σχέδια προσάρτησης της Ανατολικής Θράκης, και της περιοχής της Σμύρνης, αλλά επήλθε και ο ολοκληρωτικός ξεριζωμός 1.500.000 ανθρώπων από τις περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας, καθώς και ο αφανισμός εκατοντάδων χιλιάδων άλλων.

Σ' αυτόν τον αφανισμό συνέβαλε ασφαλώς και η στάση Ελλήνων παραγόντων, όπως του ύπατου αρμοστή της Σμύρνης Στεργιάδη, που δεν προτρέπει τον εκεί ελληνικό πληθυσμό να εγκαταλείψει έγκαιρα την περιοχή, επειδή κατά τη γνώμη του... «Καλύτερα να μείνουν εδώ (σ.σ. στη Μ. Ασία) να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».


Του
Νίκου ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗ
ιστορικού


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ