Κυριακή 3 Ιούνη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Στο βάθος της πηγής υπάρχει ένας νεγρούλης

Γρηγοριάδης Κώστας

Η πρώτη φορά που ο Νεγρούλης Μελωδία είδε τον άλλο νεγρούλη στο βάθος της πηγής ήταν το πρωινό της τρίτης ή τέταρτης ημέρας μετά τη μετακόμιση, όταν έφτασε μπουσουλώντας μέχρι τη μοναδική πόρτα του σπιτιού και ξεμύτισε, για να κοιτάξει την ήρεμη επιφάνεια του νερού εκεί κάτω.

Τότε ο πατέρας που ξύπνησε πάνω στο σωρό των σάκων που ήταν απλωμένα στο πάτωμα, δίπλα στην ημίγυμνη γυναίκα που ακόμα κοιμόταν, του κραύγασε:

Ελα μέσα! Κάτσε ήσυχα! Και ο Μελωδία που δεν καταλάβαινε τις λέξεις, όμως ήξερε να υπακούει στις κραυγές, μπουσούλισε για άλλη μια φορά επιστρέφοντας και κάθισε σιωπηλός στη γωνία γλείφοντας ένα δαχτυλάκι γιατί πείναγε.

Ο άνδρας σηκώθηκε. Κοίταξε τη γυναίκα που κοιμόταν στο πλευρό του και τη σκούντησε ελαφρά στο ένα μπράτσο. Η γυναίκα ξύπνησε ζαλισμένη, κοιτάζοντας τον άνδρα με τα μάτια φοβισμένα. Ο άνδρας γέλασε. Ολα τα πρωινά γινόταν το ίδιο. Η γυναίκα ξύπναγε με εκείνη την έκφραση του τρόμου που σ' εκείνον προκαλούσε μια ικανοποίηση χωρίς κακία. Η πρώτη φορά που είδε εκείνη την έκφραση στο πρόσωπο της γυναίκας του ήταν το πρωινό της πρώτης νύχτας του γάμου τους. Ισως γι' αυτό τον ευχαριστούσε να τη βλέπει να ξυπνάει έτσι όλα τα πρωινά.

Ο άνδρας κάθισε επάνω στα άδεια σακιά. Καλά -απευθύνθηκε προς τη γυναίκα - Ψήσε τον καφέ. Εκείνη άργησε λίγο να απαντήσει. Πια δεν έχει... ναι; Δεν έχει. Τελείωσε χθες. Εκείνη άρχισε να λέει: «και γιατί δεν αγόρασες περισσότερο;» Ομως σταμάτησε, όταν είδε πως στο πρόσωπο της γυναίκας του άρχισε να σχηματίζεται εκείνη η άλλη έκφραση, εκείνος ο μορφασμός που δεν του προκαλούσε ευχαρίστηση. Λοιπόν τελείωσε χθες; Ναι... Η γυναίκα σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται. Ο άνδρας ακόμη καθισμένος πάνω στα άδεια σακιά κατέβασε τη ματιά και την κάρφωσε ένα διάστημα στις τρύπες του πουκαμίσου του.

Ο Μελωδία κουρασμένος από την ανοστιά του δαχτύλου του άρχισε να κλαίει. Ο άνδρας τον κοίταξε και ρώτησε τη γυναίκα: Δεν υπάρχει κάτι γυναίκα; Ναι. Κατάφερα να βρω κάποια φύλλα και του έφτιαξα ένα ζωμό. Πόσες μέρες έχει να πιει γάλα; Γάλα; Η γυναίκα ένιωσε έκπληξη. Δε θυμάμαι...

Ο άνδρας σηκώθηκε και φόρεσε τα παντελόνια. Μετά πλησίασε την πόρτα και είπε: Η παλίρροια είναι ψηλή. Σήμερα πρέπει να πάω με βάρκα. Μετά κοίταξε ψηλά προς τη γέφυρα και είπε: Η παλίρροια είναι ψηλή. Σήμερα πρέπει να πάω με βάρκα. Αυτοκίνητα, λεωφορεία και καμιόνια περνούσαν σε μια ασταμάτητη παρέλαση. Ο άνδρας παρατήρησε πως σχεδόν απ' όλα τα οχήματα οι οδηγοί κοίταζαν με έκπληξη το σπιτάκι το καρφωμένο στο μέσον του μπράτσου της θάλασσας. Πάνω στις ελώδεις άκρες μιας πηγής είχε «αναπτυχθεί» εδώ και χρόνια η συνοικία. Οι οδηγοί συνέχιζαν να κοιτάζουν με περιέργεια τα σπιτάκια ακόμη και όταν έφταναν στη στροφή της γέφυρας. Ο άνδρας οργισμένος έφερε προκλητικά το χέρι του στα παντελόνια και μουρμούρισε: «Αλήτες!».

Λίγο μετά μπήκε στη βάρκα και κωπηλάτησε μέχρι την ακτή. Από την πρώρη της βάρκας μέχρι την πόρτα του σπιτιού υπήρχε ένα μακρύ σχοινί που επέτρεπε σ' αυτόν που έμεινε στο σπίτι να τραβήξει εκ νέου τη βάρκα μέχρι την πόρτα. Ενώ βρισκόταν πια στη στεριά ο άνδρας βάδισε μέχρι το δρόμο. Ενιωσε καλύτερα όταν ο θόρυβος των αυτοκινήτων έπνιξε το κλάμα του νεγρούλη, μέσα στο σπιτάκι.

Η δεύτερη φορά που ο νεγρούλης Μελωδία είδε τον άλλο νεγρούλη στο βάθος της πηγής ήταν λίγο μετά το μεσημέρι, όταν μπουσούλισε μέχρι την πόρτα, ξεμύτισε και κοίταξε προς τα κάτω. Αυτή τη φορά ο νεγρούλης στο βάθος της πηγής του χάρισε ένα χαμόγελο. Ο Μελωδία είχε χαμογελάσει πρώτος και θεώρησε το χαμόγελο του άλλου νεγρούλη σαν απάντηση στο δικό του χαμόγελο. Ο Μελωδία δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια και του φάνηκε πως επίσης από εκεί κάτω έφτανε ο ήχος άλλου γέλιου. Η μητέρα τον φώναξε, γιατί ο ζωμός από φύλλα ήταν έτοιμος... Δυο γυναίκες, από τις τυχερές που ζούσαν στην ξηρά πάνω στην αποξηραμένη λάσπη στην άκρη της πηγής σχολίαζαν.

Πρέπει να το δεις. Αν μου το είχαν πει, θα είχα απαντήσει πως είναι ψέμα. Η ανάγκη, κυρά. Σε μένα ποιος θα έλεγε ότι θα ερχόμουν εδώ... εγώ που είχα μέχρι και το χωραφάκι μου.... Λοιπόν εμείς φύγαμε από τους πρώτους. Δεν υπήρχε κόσμος και ο καθένας μας έπαιρνε το πιο στεγνό κομμάτι της γης. Ομως αυτοί που φτάνουν τώρα πρέπει να πέσουν στο νερό. Καλά, όμως, αυτός ο κόσμος από πού ήρθε; Μου είπαν πως από το πράσινο νησί έχουν διώξει ένα σωρό νέγρους. Αυτοί εδώ είναι οι τυχερότεροι! Ευλογημένοι! Εχεις παρατηρήσει τι χαριτωμένος είναι ο νεγρούλης; Η γυναίκα ήρθε χθες να δει, αν είχα κάποια φύλλα. Εγώ της έδωσα μερικά που είχα. Ευλογημένη να 'σαι!

Το απόγευμα ο άνδρας είχε κουραστεί. Του πόναγε η πλάτη. Ηταν χαρούμενος και χάιδευε τα χρήματα που είχε στην τσέπη του. Ωραία, σήμερα είχε τύχη. Ο λευκός που πέρασε από την προκυμαία για να δεχτεί το εμπόρευμά του από τη Νέα Υόρκη. Και ο σύντροφός του που του δάνεισε το αμάξι του όλο το απόγευμα, γιατί έπρεπε να τρέξει να βρει μαμή για τη γυναίκα του, που θα έφερνε έναν ακόμη δυστυχισμένο στον κόσμο. Ναι! Επιστρέφει.... Αύριο θα είναι μια διαφορετική ημέρα. Μπήκε σ' ένα μαγαζί και αγόρασε καφέ, ρύζι, φασόλια και μερικά κουτιά γάλα. Σκέφτηκε τον Μελωδία και επιτάχυνε το βήμα. Είχε έρθει με τα πόδια από το Σαν Χουάν για να κερδίσει τα χρήματα του εισιτηρίου.

Η τρίτη φορά που ο νεγρούλης Μελωδία είδε τον άλλο νεγρούλη στο βάθος της πηγής ήταν λίγο πριν επιστρέψει ο πατέρας. Αυτή τη φορά ο Μελωδία ερχόταν χαμογελώντας. Τον εξέπληξε που και ο άλλος χαμογελούσε εκεί κάτω. Εκανε μια χειρονομία με το χεράκι του και ο άλλος του απάντησε. Τότε ο Μελωδία ένιωσε έναν ξαφνικό ενθουσιασμό και μια ανείπωτη αγάπη για τον άλλο νεγρούλη. Και πήγε να τον ψάξει.....


Μετάφραση:
Κική ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ